Π (2η)
πιλωτός ως πωρί
πιλωτός ή μπιλωτός (ο)
- στρώμα κρεβατιού συνήθως από άχυρα ή από μαλλί <
πιθανολογηση: αρχ.πιλέω, μέλ. -ήσω (πίλος)· I. συμπιέζω το μαλλί, το
στουμπώνω, πιληθείς πέτασος, τσόχινο καπέλο, σε Ανθ. II. είμαι σφιχτά συμπιεσμένος,
είμαι ζυμωμένος, πιλωτός, -ή, -ό, αυτός που είναι φτιαγμένος από
τσόχα, τσόχινος. Για τη λέξη, με την έννοια του στρώματος, δεν
υπάρχει καμία αναφορά, φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιείται αλλού || «...Πήγε ο Βασίλης και
βρήκε δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο της εποχής. Το κρεβάτι με τα στρίποδα τα
ξύλινα, (νομίζω πολλοί τα θυμόμαστε) το στρώμα ή πιλωτός ή μπιλωτός από άχυρο
με το υφαντό κάλυμμα....» (Εφημερίδα ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ, Τζ.Πασσάκος «ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΚΙ
ΑΞΕΧΑΣΤΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗ ΠΕΡΒΟΛΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΝΤΩΝΗ») || "Πιλωτή λέγεται το στρώμα του κρεβατιού ή του
καναπέ και γίνεται από χονδρό ύφασμα με άσπρες και μπλε ρίγες" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ) || ''πιλωτός, ο, η κλινοστρωμνή, το στρώμα. Ίσως είναι ομόρριζο της
λ. πίλος (ο) = καπέλο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των
Βατίκων") ||«Πιλόνω εκ του πιλόω. Σημαίνει, κατά τους αρχαίους, θλίβω, πυκνόνω
διά πιέσεως. Έχουσι δε εκ του πιλόω και άλλας παραγωγούς λέξεις οίον πίλωσις,
πιλωτός, κ.λ.π. Λέγεται δε εκ του πιλόνω και φράσις συνηθεστάτη» σήμερον θα την
πιλώσω, ή την επίλωσα καλά, ήγουν την εγέμισα καλά, ή την εγέμωσα (εκ του
γέμος, γεμόω). Εντεύθεν, τολμώ να είπω, ότι η φράσις «καλά την ετίλωσα» πιθανόν
να ήναι κατά παραφθοράν εκ του κοινότατου «καλά την επίλωσα». ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΤΗ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 1860. ΑΡΙΘ. 367. ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΜΑΘΩΝ. (https://digital.lib.auth.gr/record/142925/files/5212_61.pdf?version=1)|| «Πιλώνω
Σ.Δ. συνών.Στιβάρω,Σ (Στιβάζω,Δ) Μ' εξήγ. έλλην. «Παρεμβύειν, επισάττειν» Δ.
Πιλόω Ελλ. Τούτο εσήμαινεν εις τους παλαιούς ό,τι και το συγγενές Πιλέω
Ελλ. (Ζ. Πλατεύω). 2) Πιλόνω το Στεβάζω ή Στεβάζω, Σ. ΓΓ, διότι και τα
στιβαζόμενα θλίβονται (etre foulé), εις ελάττωσιν του πλήθους ή του όγκου. 3) Πιλόνω, σφίγγω, ωθώ,
πυκνόνω, και οπωσδήποτε θλίβω. Πιλητά και Πιλωτά (feutres, feutrés )
ελέγοντο εις διάκρισιν των υφαντών, τα διά της πιλώσεως σκευαζόμενα ενδύματα ή
σκεπάσματα. Εκ τούτου ωνόμαζαν οι Γραικορ. και Πιλωτοποιόν (κατά τα Γλ.)
τον τεχνίτην των τοιούτων (feutrier). Tου Πλόω το βηματικών Πίλωμα, σημαίνει
σφίγξιν, ώθησιν, πύκνωσιν, και απλώς οποιανδήποτε θλίψινης
ένωσιν.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)
πινακωτή (η) - 1. ξύλινο σκεύος με χωρίσματα, που τοποθετούνται τα ψωμιά αφού ζυμωθούν πριν μπουν στον φούρνο 2. είδος παιδικού παιχνιδιού < πινάκι < μσν. πινάκιν < αρχ. πινάκιον = πιάτο || «Έβαζε πάνω στο ξύλινο φτυάρι το άψητο καρβέλι και ύστερα το άφηνε πιδέξια στο βάθος του φούρνου και με τον ίδιο τρόπο, άδειαζε τις πινακωτές και τον γέμιζε μέχρι όξω σχεδόν, στη φουρνόπορτα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
πινέλο (το) - (ναυτ.) είδος σπαστής μικρής άγκυρας πλοίου, προσαρμοσμένη στη μεγαλύτερη, η οποία ποντιζόταν σε απόσταση από τη δεύτερη, με σκοπό να της εξασφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα στον βυθό < ιταλ. pennello
πίνος (ο) = λιπώδης ακαθαρσία, λίγδα, λέρα, η βρωμιά που έβγαινε από το πλύσιμο του μαλλιού των προβάτων πριν την επεξεργασία τ ου < πιθ. αρχ.πίνος = βρωμιά, ρύπος
πιόπερσι - πρόπερσι < προ + πέρυσι (ίσως με την έννοια πιο πέρυσι από το πέρυσι)
πίργια (η) - το χωνί < ομηρ. επί + ρέω (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ) ή βενετ. piria. Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται στην Κρήτη κυρίως, αλλά και στη Λευκάδα.
πίρος (ο) - 1. ξύλινο βούλωμα βαρελιού με το οποίο ταπώνουν την τρύπα του βαρελιού κατά το βράσιμο και στη συνέχεια τον αφαιρούν και βάζουν την κάνουλα για να τραβούν κρασί 2. (ναυτ.) τάπωμα τρύπας στο κάτω ή στο πίσω μέρος της βάρκας για να αδειάζουν τα νερά όταν αυτή είναι στη στεριά < μσν πίρος < ιταλ. piro
πισπιρίγκος (ο) - 1. μικρόσωμος, μικροκαμωμένος 2. καλοντυμένος, κομψός, αυτός που προσέχει την εμφάνισή του < ;
πιστρόφι (το) - 1. επιστροφή < επιστροφή 2. το πρώτο σανίδι του εξωτερικού πετσώματος του ξύλινου σκάφους, πάνω από την καρίνα < ; Οι ξυλοναυπηγοί δίνουν ειδικά ονόματα στις τρεις πρώτες αράδες πάνω από την καρίνα. Έτσι η πρώτη ονομάζεται πιστρόφι ή ντουρέλο, η δεύτερη καβαλάρης και η τρίτη κόντρα-καβαλάρης. Στα σανίδια αυτά, τα οποία λόγω του στρεβλωμένου σχήματος που έχουν, ασκούνται οι μεγαλύτερες δυνάμεις εγκάρσια στις ίνες του ξύλου και πρέπει να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ευλυγισία και παράλληλα την καλύτερη δυνατή εφαρμογή μεταξύ τους και με την καρίνα. Για την τοποθέτηση των τριών αυτών σανιδιών, βρέχονται με θαλασσινό νερό ή ζεσταίνονται ή και τα δύο μαζί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των σανιδιών είναι ότι πρέπει να μετρηθούν, να κοπούν και να βραχούν ή να ζεσταθούν και τα τρία μαζί. Μετά τοποθετούνται και τα τρία πάνω στους νομείς και έτσι ξεκινάει η διαδικασία μετρήματος και κοψίματος των υπόλοιπων σανιδιών. (https://www.wfdt.teilar.gr/papers/ptyxiakes/Mpizikoukis_Margeti.pdf)
πίσυρη (η) - εξάρτημα φτιαγμένο από ένα μακρύ κλαδί σαν κοντάρι και στην άκρη του δεμένο ένα κομμάτι από στριγκλαφάνα το οποίο είχαν πριν πατικώσει και με το οποίο κάποιος απομάκρυνε τα άχρηστα κομμάτια από τα αλέσματα < πιθανολόγηση: αρχ. επι-σύρω = σύρω ή σέρνω κάτι πίσω μου, έρπω, σέρνομαι κατά γης. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "πίσυρις = είδος σκούπας φτιαγμένης από ένα καλάμι στην άκρη του οποίου είναι δεμένες πεπλατυσμένες αφάνες (θάμνοι αγκαθωτοί). Με αυτήν καθώς λιχνίζουν τραβούν στην άκρη το φλοίσουρο με τον καρπό, που δεν έπεσε με το πάτημα των αλόγων, τον καρπό αυτό τον λένε κοντύλι ή σκύβαλο και τον δίνουν ως τροφή στις κότες" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ) || «Ο ένας σήκωνε με το φτυάρι το στάρι κατά τον αέρα και ο άλλος καρσί με την πίσηρη (σκούπα με αφάνα δεμένη σε στειλιάρι) έπαιρνε τη χοντράδα (στάρι) που δεν έφευγε με τον αέρα» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")
πισωκωλιάζω - γυρίζω προς τα πίσω, κωλώνω < πίσω + κώλος || «Πισωκώλιασε προς την κουζίνα, έβαλε το αναφτό τσιγάρο πάνω στο ξύλο που έκοβε φέτες τη λαχταριστή ζαχαρωμένη ντομάτα, γιόμισε από τα βαρέλια δυό ποτήρια αφρισμένη μπύρα με «κολλάρο» και τα έφερε στον πελάτη.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
πιτιντής (ο) - διάβολος, σατανάς < ; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, δεν αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά, ούτε πιθανολογήθηκε κάποια συσχέτιση της.
πίτσι-μάνα (το) - παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων, που παίζαμε στις αλάνες, με την χρήση ενός ξύλου σαν πλακουτσωτό κόπανο στο σχήμα του μπαλντά περίπου και ενός άλλου μικρότερου, κυλινδρικού με λεπτότερες κωνικές άκρες περίπου 20 εκατοστών. Το μικρό ξύλο τοποθετείτο στο έδαφος σε επίπεδη επιφάνεια και με το άλλο ξύλο ένας παίχτης της ομάδας, το χτυπούσε στην μία του άκρη και αφού εκσφενδονιζόταν στον αέρα προσπαθούσε να το χτυπήσει και πάλι πριν πέσει στο έδαφος με τον κόπανο έτσι ώστε να πάει όσο πιο μακριά ήταν δυνατό. Στη συνέχεια μετρούσαμε με το μεγάλο ξύλο την απόσταση (με τα μήκη του ξύλου δηλαδή). Η αντίπαλη ομάδα, προσπαθούσε κατά την πορεία του μικρού ξύλου προς το έδαφος να το πιάσει στον αέρα, οπότε και έπαιρνε τα ξύλα και έριχνε αυτή. Αν όχι, συνέχιζε η ίδια ομάδα. Όποια ομάδα συμπλήρωνε τον καθορισμένο αριθμό από μετρημένα μήκη του μεγάλου ξύλου, κέρδιζε. Το παιχνίδι λέγεται και τσιλίκα-τσιμάκα ή τσουμάκα και η ονομασία αυτή προέρχεται από το αντίστοιχο τουρκ. celik comak. Εμείς πάντως το λέγαμε "πίτσι-μάνα" χωρίς να ξέρω πως προέρχεται η ονομασία αυτή και η οποία δεν υπάρχει αλλού. Κατά το μέτρημα της απόστασης λέγαμε πίτσι-μάνα, πίτσι-μάνα ή ανάλογα τσιλίκα-τσουμάκα. Σε άλλα μέρη αναφέρονται με το όνομα πίτσι σε άλλα παιχνίδια.
πιτσικόμης-ισσα-ικο - τυχοδιώκτης, κομπιναδόρος, αεριτζής < πιθανολόγηση: τουρκ. pic = νόθος, μπάσταρδος + κόμης (ψευτοκόμης, δηλαδή, αυτός που πλασάρεται σαν κόμης αλλά είναι ψεύτικος) πιτσικομία ή πιτσοκομιά
πιτσικουλιά (η) - μπαγαποντιά, πονηράδα, νοθεία < πίτσικος-η-ο = νόθος, μπαστάρδικος < τουρκ. pic
πιτσιλίζω - 1. πετάω σε κάποιον σταγόνες από νερό ή άλλο υγρό < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος = ρυθμικό χτύπημα των κουπιών 2. ασπρίζω με ασβέστη πιτσίλισμα, πιτσιλισμένος-η-ο ||"Πιθανώτερον κρίνω, ότι το μεν Πιτσιλώ, ότε σημαίνει την από της Τζίλας βίαιον ράντισιν, παράγεται από το σύνθετον Επιτιλώ, το δε απλούν Πιτυλίζω, γραφόμενον κακώς εις τα Λεξικά μας, Πιτιλίζω, αλλ' εξηγούμενον καλώς ως συνώνυμον του Ψυχαλίζω , είναι αυτό εκείνο των παλαιών το Πιτυλίζω ή Πιτυλεύω. Ζ. Ψιχαλίζει." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1928)
πιτσιρδέλος-α-ι - μικρό παιδί, πιτσιρίκι < πιθανολόγηση: ιταλ. piccino= μικρούλης, μικρούτσικος
πιτσούλα (η) - χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, εφευρετικού, με έξυπνες ιδέες για λύσεις < ;
πιτύκι (το) - κοπανισμένη φλούδα πεύκου ή κουκουναριάς που χρησιμοποιείται στην βυρσοδεψία. Παλιά το έβραζαν σε μεγάλα καζάνια και βουτούσαν τα δίχτυα και τους σπάγκους που χρησιμοποιούσαν για το ψάρεμα και κυρίως τα δίχτυα της τράτας, για να αποκτήσουν αντοχή < αρχ. πίτυς = πεύκη || «...Δασωμένες, σκιερές πλατύφυλλες μουριές, πιτύκια από κοπανισμένη φλούδα πεύκου και βρασμένη σε μεγάλο λεβέτι, που βουτούσανε μέσα δίχτυα και παραγάδια, για να δέσουνε και να γίνουνε απέθαντα και να βαστάνε τα ψάρια.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
πλαδένα (η) - σκεύος φαγητού πλατύ και ρηχό, πιατέλα < μσν. απλαδένα < ιδιωμ. ιταλ. pládene ή piádena < ουσ. πλαθάνη η < αρχ. ουσ. πλάθανον) με επίδρ. του απλώνω ή του ουσ.απλάδα
πλανούρι (το) - ψιλό σκοινί που δένεται στο ένα από τα μπροστινά πόδια τετράποδου ζώου και στο άλλο άκρο είναι δεμένος σιδερένιος χαλκάς που συνδέεται με το πιο χοντρό σκοινί που δένεται σε κάποιο δέντρο κ.λ.π. < πλάνη
πλάνο (το) - (ναυτ.) τρόπος ψαρέματος με ψεύτικο, τεχνητό ψάρι < αρχ. πλάνος, πλάνη
πλατάγιασμα (το) - το να έρχονται δύο πλατιά πράγματα σε επαφή ή σε σύγκρουση και ο χαρακτηριστικός ήχος που προέρχεται από αυτό < μτγν. πλαταγέω = χειροκροτώ
πλατάρια (τα) - τα άκρα από τις φτερούγες, ο λαιμός με το κεφάλι και τα εντόσθια των πουλερικών < πλάτη -άρια
πλάτιγα ή πλάτικα (τα) - χρήματα που έδιναν οι ψαρομανάβηδες στους ψαράδες που είχαν ανάγκη σαν προκαταβολή και τα ξεχρέωναν με τα ψάρια που τους πήγαιναν (το έχω ακούσει από παλιό ψαρά, είναι πολύ πιθανό να λέγονταν γενικά παρόμοιες προκαταβολές) < πιθανολόγηση: πελατικά < (πελατικός-η-ον μτγν. ο ανήκων ή αναφερόμενος εις τον πελάτην, ο του πελάτου - εν χρ. μ. το ουδ. πελατικόν ως νοησ. η τάξις των πελατών, των επί μισθόν εργαζομένων η εις πάτρωνα τίνα υπαγομένων : Διον.Άλ.Ρωμ.9,23.) (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) < αρχ. πελάτης (μία σημασία του : αυτός που πλησιάζει για να ζητήσει προστασία, κηδεμονευόμενος, υπηρέτης, υποτελής, προστατευόμενο μέλος, σε Πλάτωνα,) < πελάζω. Ως πλάτιγα δεν υπάρχει καμία αναφορά, ενώ υπάρχουν αρκετές ως πλάτικα, κυρίως από κείμενα για την ζωή των σφουγγαράδων και παλιών ψαράδων, από Κάλυμνο, Ύδρα, Λαύριο αλλά και γενικά από όλη την ναυτική Ελλάδα || «... Ο τσουρμαδόρος ήταν ένας θεσμός που επιχωρίαζε ιδιαίτερα στα Βάτικα. Ο τσουρμαδόρος ήταν αυτός που με εντολή του αφεντικού, συνήθως του ψαρομανάβη συγκέντρωνε τους ψαράδες. Έπρεπε αυτός να είναι τίμιος, καλός και να γνωρίζει τις καλάδες (ψαρότοπους). Η εντιμότητα ήταν απαραίτητη, γιατί διαχειριζόταν χρήματα του αφεντικού αλλά και οι ψαράδες/ναύτες έπρεπε να έχουν εμπιστοσύνη σ' αυτόν. Πλήρωνε προκαταβολικά ένα μέρος στους ψαράδες, τα «πλάτικα», 1.200-1.300 δρχ. τότε, και τους τα κρατούσε αργότερα από το μισθό. (Ελευθέριος Π. Αλεξάκης «ΜΟΡΦΕΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΛΑΚΩΝΙΑ (ΒΑΤΙΚΑ)» || «...Ναι τρέξε γλήγορα να δώσης πίσω τα πλάτικα.-Μωρέ μάνα, δε βλέπεις που δε βρίσκω δουλειά. Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε; - Τίποτα να μη φάμε· τίποτα! Να ψωφήσουμε στην ψάθα. Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς! Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσον υπάκουος.» (Ανδρέας Καρκαβίτσας - Λόγια της Πλώρης Θαλασσινά Διηγήματα) || «Ο καπετάν Πανάγος ο Φερτουδάκης εσυνήθιζε πάντοτε «σίγουρες δουλειές». Όπως τον παλαιόν καιρόν, όταν εταξίδευεν Ανατολήν και Δύσιν με το καράβι του, τον «Τριτώνε» (το είχεν αγοράσει από τα μέρη της Φραγκιάς, μπακερωμένο, τρικάταρτο), οπού ήθελεν όλα τα φορτία του καπαρωμένα, και όλους τους ναύτας του με «πλάτικα» και με προκαταβολάς, ούτω και τώρα εις τα γηράματα του (είχε φθάσει τα εξήντα, αλλά μόλις εφαίνετο σαραντάρης· ήτον ακμαίος, καλοκαμωμένος πολύ) όπου προς θεραπείαν της ευλόγου φιλοδοξίας του, επειδή είχαν παύσει πλέον εις το βόρειον θαλασσινόν χωρίον να εκλέγουν τους γηραιούς εμποροπλοιάρχους ως δημάρχους του τόπου - καθότι, ως εικός, είχον αναδειχθεί πλέον άφθονοι δικηγόροι και άλλοι γραμματοσοφισταί - όπως είχαν καλήν συνήθειαν να κάμνουν τον παλαιόν καιρόν, είχεν αρκεσθεί να είναι επίτροπος, κατ' ουσίαν ισόβιος, της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου - ούτω και τώρα, λέγω, ηγάπα εις όλα να είναι σίγουρος και να δένει καλά τις δουλειές του.» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η ΠΙΤΡΟΠΙΣΣΑ»)
πλατσανίζω ή πλατσανάω - τσαλαβουτώ,χτυπώ χέρια και πόδια στο νερό, πλατσουρίζω < πλατς-πλουτς πλατσάνισμα
πλατσομύτης-α-ικο - αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη, ο πλακουτσωμύτης < πλατύς + μύτη
πλατυνήρι (το) - ένα από τα ρεμποκλείδια (ξύλινα εξαρτήματα με τα οποία έστηναν τις πλάκες για το πιάσιμο πουλιών) < πιθανολόγηση: < πλατύνω < πλατύς (κάτι που το έχουν πλατύνει), αρχ.πλατύρρις = πλακουτσωτός. Δεν φαίνεται να
χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε
αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.
πλεμόνι (το) - ο πνεύμονας < μτγν. πνευμόνιον < αρχ. πνεύμων ή πλευμόνιον < αρχ.πλεύμων - πνεύμων
πλεύρα (η) - πλαγιά βουνού ή λόφου, κεκλιμένη έκταση ή χωράφι < πλευρά|| «πλεύρα (η) δημ. κλιτύς λόφου ή όρους, πλαγιά, πλεύρωμα : Γρυπ.Σκ.Γερρ 73,13 στις πλεύρες και στ' ανάπλαγα, που δε ζυγώνει αλέτρι» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)
πλευρίτης (ο) - ασθένεια που συνοδεύεται από υψηλό συνήθως πυρετό και οφείλεται σε δυνατό κρυολόγημα < αρχ. πλευρίτις < πλευρά πλευρίτωμα, πλευριτώνω, πλευριτωμένος-η-ο
πλημμαδούρα (η) - η πλημμύρα, η ύψωση του θαλασσινού νερού, η φουσκονεριά < ομηρ.πλην (κατά συναίρ.του πλέον) + μύρω = ρέω, στάζω (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Πάτμο αλλά και στη Μύκονο.
πλίθρα (η) - άψητο τούβλο, πλάκα από πηλό, ή άλλο λεπτό χώμα και ξεραμένα φυτά που ψήνεται στον ήλιο και χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό < πλίνθος
πλουμίδι (το) - κεντητό ή ζωγραφιστό συνήθως διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι πλουμίζω, πλούμισμα < πλουμί < μσν. πλουμίον < λατιν. pluma πλουμιστός-ή-ό, πλουμισμένος-η-ο, πλουμίζω, πλούμισμα ||"Πλουμάκια, ή Πλουμία, έλεγαν τά εικονιζόμενα εις πανιον δια κεντήσεως άνθη ή ζώα. Και Πλουμίζω το Κεντώ και Πλουμιστόν το κεντητόν ή κεντημένον. Η παραγωγή του είναι αναμφίβολος από το Λατινικών Pluma, πτερόν όχι όμως και η εξήγησις, επειδή άλλοι το εξηγούν από την προς τα πτερά ομοιότητα των κεντητών εικόνων, και άλλοι, ότι το Pluma εσήμανε, κατ' αυτούς, και βελόνην. Απλούστερον με φαίνεται από το plumata (τα πτερωτά), διότι εικόνιζαν και πουλία, και μάλιστα τα έχοντα ποικιλόχροα πτερά" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1928)
ποδαρικό (το) - ένα από τα εξαρτήματα του αργαλειού τα οποία πατάμε για να σηκωθούν τα μιτάρια και οι κλωστές, η πατήθρα αλλιώς < ποδάρι
ποδεμή (η) - 1. το παπούτσωμα των ποδιών 2. τα παπούτσια < μσν. ποδένω < αρχ. υποδέω < υπό + δέω || «Τα πόδια του ήτανε μισοπαπουτσωμένα, μισοξεπαπούτσωτα, γιατί η ποδεμή του από την πολυκαιρία είχε αρχίσει να του αφήνει χρόνους και άντεχε δεν άντεχε να κρατηθεί μέχρι να φτάσει στο Φαρακλό, όπως πιο ύστερα μαθεύτηκε.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
ποδόσταμα (το) - (ναυτ.) κομμάτι από ξύλο ή χάλυβα που αποτελεί κατακόρυφη κατάληξη του πετσώματος της βάρκας ή του πλοίου < ποδόστημα < πους + ίστημι
ποδίζω ή μποδίζω - (ναυτ.) εμποδίζομαι να συνεχίσω το ταξίδι λόγω κακοκαιρίας, καταφεύγω προσωρινά σε υπήνεμο όρμο ή λιμάνι < αρχ. ποδίζω < πούς,προφ. συνδ. με το εμπόδιοπόδισμα ή μπόδισμα, ποδισμένος-η-ο ή μποδισμένος-η-ο
ποκάρι (το) - το κουρεμένο μαλλί προβάτων < μτγν.ποκάριον υποκορ.του ομηρ.πόκος < πέκω = ξαίνω, χτενίζω (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)||«...ποκάρι (το μαλλί ενός προβάτου χωρισμένον από την προβηάν, εκ του) «ποκάριον» (υποκορ.του) «πόκος» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)
πολήνι (το) - κάδος στον οποίο πέφτει ο μούστος από το λινό < υπολήνιον < υποληνίς < υπό + ληνός || «πολήμι (το) δημ. κ. πολήνι το υπό τον ληνόν κοίλον κτίσμα το δεχόμενον τό γλεύκος, το υπολήνιον, ά. ποδόχι» » (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)
πολυλοΐτικος-η-ο - αυτός που έχει προκύψει από ανάμειξη διαφόρων ειδών, που αποτελείται από διάφορα είδη, που είναι πολλών λογιών < πολύ+λογή. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.
πολυμπρία (οι) - οι πολλές σε αριθμό και μεγάλες σε ποσότητα νερού βροχές πολύς + ομηρ.όμβρος = ραγδαία βροχή, καταιγίδα (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι συναντάται κυρίως στη Λακωνία και στην Τσακώνικη διάλεκτο (Λεωνίδιο), καθώς και ως πολυμβρία στην Αμμόχωστο της Κύπρου || «πολυμβριά (η πολλαίς βροχαίς, λέξις διασωθείσα μεταξύ των χωρικών μας, εκ του) «πολυομβρία» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857) ||«...Διαθρυλείται επίσης ότι σε μια σπηλιά που πριν από αμέτρητα χρόνια έχει καταπέσει από πολυμπρίες ή και σεισμό, στη θέση Μινιώνες του Αγίου Νικόλα, λέγεται πως εκεί υπήρχε πλούσιος θησαυρός φυλαγμένος από τους Φράγκους κουρσάρους...» (Μηνάς Αναστασάκης- Τα μυστήρια του Καβομαλιά-Δημοσίευμα εφημερίδας ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)
πολύσπαστο (το) - σύνθετη τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση διαφόρων πραγμάτων, το παλάγκο < μτγν. πολύσπαστον < πολύσπαστος
πομάδα (η) - αρωματική αλοιφή, κρέμα < βενετ. pomada
πομόνα (η) - είδος αντλίας κυρίως για άρδευση από πηγάδι ή γεώτρηση (επίσημη ονομασία «αντλία βαθέων φρεάτων») < πιο πιθανό από την αμερικάνικη εταιρία Pomona Pump Company που έφτιαξε πρώτη τέτοιου είδους αντλίες και στη συνέχεια η ονομασία Pomona διατηρήθηκε και από άλλες εταιρίες (lexilogia.gr)
πόντα (η) - 1. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί για να σημαδέψουμε, να χαράξουμε μεταλλικές επιφάνειες 2. ειδικό μηχάνημα για την ηλεκτροσυγκόλληση μεταλλικών επιφανειών < βεν. ponta πονταδόρος, ποντάρω, ποντάρισμα, πονταρισιά
ποντερός-η-ο - μυτερός < ιταλ. appuntito, appuntire
ποντίζω - ρίχνω, βυθίζω κάποιον ή κάτι στη θάλασσα < αρχ. ποντίζω ποντισμένος-η-ο, πόντισμα, πόντισον(ναυτ. πρόσταγμα)
ποντικομαμή (η) - 1. άνθρωπος πανούργος και ιδιαίτερα αυτός που ανασκαλεύει ή δημιουργεί σκάνδαλα 2. ως φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό, για άνθρωπο μικροκαμωμένο και ζαρωμένο ή που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θυμίζουν ποντίκι < ποντικ(ός) -ο- + μαμή
ποντίνι (το) - μέρος του παπουτσιού, πρόσθετο τμήμα πάνω από το μπροστινό τμήμα του παπουτσιού (τη μύτη) άλλοτε δερμάτινο και άλλοτε μεταλλικό, πολλές φορές με σχέδια και διακοσμήσεις < πιθανολόγηση. ιταλ. ponte = γέφυρα, λόγω του σχήματος του ||«...Παντελόνι, τζογαδούρα, παπούτσι μυτερό με ποντίνι και ψηλό τακούνι, φανέλα πλεχτή στο χέρι από άσπρο αρνίσιο μαλλί ...» (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ Τζώρτζης Ανωμήτρης («∆ΗΜΑΡΧΙΑΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΑ ΒΑΤΙΚΑ ΣΤΑ 1896») || "...οι κατηγορούμενοι, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, με την ιδιότητα τους ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΚΑΤΕΡ Α.Ε.", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, που είχε αναλάβει ως εργολάβος την ανέγερση οικοδομής που βρίσκεται στη διασταύρωση ..., ενώ απασχολούσαν εργαζόμενους στο προαναφερόμενο εργοτάξιο δε φρόντισαν να τους παρέχουν κατάλληλα υποδήματα (σκληρόν ή ενισχυμένο ποντίνι δια την προστασία έναντι πτώσεως βαρέων αντικειμένων και σόλα, η οποία να προφυλάσσει από κίνδυνο ολισθήσεως, διατρήσεως από καρφιά κλπ.), κατά παράβαση του νόμου...» (Αριθμός 856/2010 Απόφαση ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα)
πόπολο (το) - ο πολύς λαός < μσν. πόπολον < λατιν. populus
πορτάδα (η) - βάρος, φορτίο, χωρητικότητα πλοίου < βεν. portada , ιταλ. portata || «...Είχε ένα τρεχαντήρι που έβαζε φορτίο δέκα τόνων. Ήταν για τα Βάτικα, μια συνηθισμένη πορτάδα της εποχής εκείνης...» (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)
πορτολάνα (η) - ναυτικός χάρτης που σημειώνει τα λιμάνια < ιταλ. portolano || "ΛΙΜΕΝΟΓΡΑΦΙΑ, ουσ. θηλ. Bιβλίον περιέχον περιγραφήν και δήλωσιν τών καλών ή κακών λιμένων, των βαθέων ή ρηχών νερών, των ξερών ή σκοπέλων, εις ασφάλειαν των ταξιδευόντων, το χυδ. ονομαζόμενον ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΣ, Δ. από το Ιταλικών Portolano (Portulan) ότις αποτρέφεται το βάρβαρον όνομα του Πορτολάνου, εμπορεί να τον ονομάση Λιμενογραφίαν, Ελλ. ή Λιμενολογίαν, Ελλ. Πορτολάνον ο Δ. ονομάζει μόνον χειρόγραφον, με την βάρβαρον ταύτην επιγραφήν: « όρμηνία των καραβίων διά τους λιμένες ». Πορτολάνον έχω εγώ, με μόνην επιγραφήν Πορτολάνος, τυπωμένον εις την Βενετίαν, κατά το 1573 έτος. Από την προηγουμένην όμως εισαγωγήν φαίνεται ότι ήταν γνωστός κατά το 1558 έτος, ίσως δε και πολύ αρχήτερα" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 5ος 1835)
πορτολέζα (η) - κοντόχοντρο, φαρδύ βαρέλι, συνήθως κρασιού < ; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "Είχε ανοίξει εκείνο τον καιρό ο συχωρεμένος μια πορτολέζα και έτρεχε η κάνουλα κεχριμπάρι.Θρονιαστήκανε οι φίλοι, σφαλίσανε τις πόρτες και αρχίσανε το φαγοπότι. Κάπου - κάπου, βροντούσε ο Χάδιαρης με το ανάστροφο του μεσιανού δάχτυλου το φούντι της πορτολέζας και αφριγκιαζότανε από το αρβάλημα μέχρι που είχε κατηφορίσει το κρασί." (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
πορτούζι (το) - μεταλικός κρίκος που υπάρχει στην άκρη του πανιού ιστιοπλοΐας, για να περνάει σκοινί για τον χειρισμό του ή την στήριξή του < ; '' «...πο(υ)ρτούζι (το) (ιταλ) δημ. ναυτ. κ. πουρτούλι < το ομμάτιον βλ.λ.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)
πόστα (η) - (ναυτ.) ξύλο που στηρίζουν τις βάρκες όταν είναι συρμένες στη στεριά < ιταλ. posta < λατιν. posita (ενν. mansio = σταθερή διαμονή) ποστιάζω, ποστάρω, ποστιασμένος-η-ο = στηριγμένος καλά (μτφ. βάζω πόστα σε κάποιον = τον βάζω στη θέση του, τον επιπλήττω για κάτι κακό ή λάθος που έκανε)
ποστάλι (το) - 1. πλοίο που μετέφερε επιβάτες καθώς και αλληλογραφία και φορτία 2. το κρουαζερόπλοιο < ιταλ. postale
ποτισιώνας (ο) - τοποθεσία που υπάρχει νερό, προς πότισμα των ζώων < πότισμα + καταλ. ώνας. Η λέξη χρησιμοποιείται σπάνια, υπάρχει ονομασία τοποθεσίας με το όνομα αυτό στη Μεσσηνία και στην Αρκαδία, ενώ υπάρχει και μία αναφορά από Κέρκυρα ||«Το πρόβλημα του νερού εξάλλου που χρειάζονταν τα ζώα ήταν έντονο για τους κτηνοτρόφους των Βατίκων. Υπήρχαν μερικοί «ποτισιώνες» στον κάμπο, στις θέσεις Λινόβροχο, Μίχα, Βρομολίμνη, Στουζομηνά, Στρογγυλή.» (Ελευθέριος Αλεξάκης «ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ- Κτηνοτροφία, γεωργία και αλιεία στα Βάτικα»)
πουλολός-η-ο - αυτός που ειδικεύεται ή ασχολείται με τα πουλιά, συνήθως για κυνηγό ή κυνηγετικό σκυλί που είναι καλό στο κυνήγι πουλιών < πουλί + καταλ. λος (η οποία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό και με μερικά άλλα επίθετα τονίζοντας κάποιο χαρακτηριστικό ή συνήθεια π.χ. τσιγαρολός = αυτός που καπνίζει πολύ, που του αρέσει πολύ το τσιγάρο, κρυολός = αυτός που κρυώνει εύκολα, κρυουλιάρης). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «...Μετά στον Οτέ για τηλεγράφημα: «Με Μυρτιδιώτισσα στέλνουμε σκυλί πουλολό»...» (Εφημερίδα Τα Βάτικα, άρθρο Γρηγόρη Σταθάκη)
πουμώνω - φράζω, ταπώνω, σφραγίζω αλλά και ασφυκτιώ «πουμώσαμε από τον καπνό, εδώ μέσα»< πωμώνω < πώμα κ.τ.λ. πούμωμα, πουμωμένος-η-ο. Συνήθως στην Πελοπόννησο χρησιμοποιείται η λέξη, κάποιοι μάλιστα κυρίως από Μεσσηνία την ερμηνεύουν και σαν σκεπάζω καλά, αλλά υπάρχει και αναφορά από το Πολύδροσο Παρνασσού // «...Στουππόνω , ρ. μετ. » Βύω (κυρ. τά ώτα), πωματίζω, επιπωματίζω, πωμάζω -όω (σώζεται η λέξις Πουμόνω)...» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857) // «πούμα (το) - σκέπασμα των χυτρών και πλατύστομων υδριών. «Πλύνε τα πούματα» = Πλύνον τα σκεπάσματα (καπάκια). Παρά Βυζαντίω η λέξις δεν υπάρχει, μνημονεύεται όμως η λέξις πουμώνω.» (ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ-«ΖΩΓΡΑΦΕΙΟΣ ΑΓΩΝ 1896»)
πουνέντης ή πουνέντες (ο) - ο δυτικός άνεμος < ιταλ. ponente πουνεντομαΐστρος (Δ-ΒΔ), πουνεντογάρμπης ή πουνεντογάρμπι (Δ-ΝΔ). Σαν πουνεντίνι λέμε στην περιοχή μας τον ελαφρό πουνέντη, ονομασία που φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα Κύθηρα, στην Αίγινα και αλλού, αλλά με όχι συχνή χρήση. Ο δυνατός τώρα και αγριεμένος πουνέντης, λέγεται πουνένταρος, αλλά πιο συχνά πουνενταρία ονομασία που όπως φαίνεται δεν χρησιμοποιείται αλλού, εκτός από τα Κύθηρα όπου λέγεται πονενταρία.
πούντα (η) - 1. κρυολόγημα 2. άκρη ακρωτηρίου < ιταλ. punta
πούπετα (επιρ.) - 1. πουθενά σε κάποιο μέρος 2. πουθενά, σε κανένα μέρος < μσν. πούπετα < πούπετε < που ποτέ, κατά το συνών. πουθενά] || «Η λεχώνα δεν έβγαινε έξω προτού σαραντίσει. Αν πήγαινε πούπετα σε κοντινό σπίτι, έπρεπε να ρίξει κλειδί, για να μην πάθουνε κακό στο σπίτι...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")
πούπι (το) - (ναυτ.) το επίστεγο του πλοίου, ο χώρος δηλαδή το πρώτο κατάστρωμα των υπερκατασκευών της πρύμνης. Συνήθως αποτελεί συνέχεια των πλευρών του πλοίου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις παρουσιάζει εσοχή από τις πλευρές, αφήνοντας έναν εξωτερικό διάδρομο επί του κυρίου καταστρώματος, αριστερά και δεξιά του επίστεγου. Λέγεται και κάσσαρο < αγγλ. poop
πουπουρίζω - ξεφωνίζω που που, που που < πουπού. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.
πουργεύω - εργάζομαι ως βοηθός (ιδίως του χτίστη), προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ, βοηθώ< αρχ. υπουργέω πουργός = βοηθός . Η λέξη δεν χρησιμοποιείται συχνά και συναντάται στην Κρήτη, αλλά και στην Κύπρο, την Ικαρία και την Κω || "πουργεύω, είμαι βοηθός, ιδιαίτερα οικοδόμου, π.χ. 0 Γιάννης πούργευε στο Μαστρο-Δημήτρη (αρχ. ρήμα υπουργέω-ώ). πουργός, ο, ο βοηθός του χτίστη, π.χ. Οι πουργοί κουβαλούν πέτρες και πηλό." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")
πούσι (το) - ομίχλη < τουρκ. pus
πράγκα (η) - (ναυτ.) σιδερένια φούχτα, δεμένη σε κοντάρι που χρησιμοποιείται για το πιάσιμο, θαλασσινών, κυρίως των αχινιών < ίσως ιταλ. brancata = φούχτα ή ιταλ.branca = γαμψό νύχι
πρατιγάρω - (ναυτ.) επικοινωνώ με τους κατοίκους ενός τόπου, ύστερα από άδεια υγειονομικής αρχής (πλοίο και επιβάτες) < βενετ. pratigare πράτιγο, πρατιγάρισμα, πρατιγαρισμένος-η-ο
πράτιγος-η-ο - 1. αυτός που βρέθηκε για λίγο σε κάποιο μέρος ή τόπο και ξέμεινε 2. μτφ. αυτός που είναι γνώστης, έμπειρος < πρατιγάρω || «Πράτιγοι και οι δυό τους, πέσανε με τα σημάδια, πάνω στο ρηχό που κρατά τους βλάχους....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
πράχαλο ή πραχάλι ή μπραχάλι (το) - διχαλωτή άκρη, φουρκάδα < πιθανολόγηση: παρά + χαλί (χάλος). Μοναδική αναφορά της λέξης στο διαδίκτυο στη σελίδα www.lithoksou.net, όπου σε λέξεις από τα Τρόπαια Αρκαδίας σημειώνεται ως πραχάλι = τσατάλι, φούρκα και σε λέξεις από τα Βεργαδαίικα Λακωνίας ως πράχαλο= σκεύος που έβαζαν πάνω το στραγγόπανο ||...α) φουρνόξυλο είναι μακρύ ξύλο με δύο "πράχαλα" (διχαλωτά άκρα) για το σπρώξιμο των ξύλων μέσα στο φούρνο" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ) || «Τα σπρώχνανε με μπραχάλια (μακριά ξύλα με δίχαλο) και τα σκεπάζανε με μία κουρκούλα να μη τα πάρει ο αγέρας.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")
πρέκι (το) - οριζόντιο δοκάρι στο πάνω μέρος ανοίγματος (πόρτας, παραθύρου κ.τ.λ.) < μσν. πριέκιον < αρχ. πρίω (πριονίζω, μτφ. δένω στερεά ) ή βενετ. brechia
πρέφα (η) - 1. παιχνίδι της τράπουλας από τα πιο τεχνικά και δύσκολα το οποίο παίζονταν πάρα πολύ στα καφενεία της περιοχής μας 2. Μτφ. «σε πήρα πρέφα» σε κατάλαβα, σε πήρα χαμπάρι < γαλ. preference = προτίμηση < preferer = προτιμώ
πρήσκα (η) - μικρόβιο στο οποίο απέδιδαν ασθένεια των ζώων όταν κάποιο από αυτά φούσκωνε και έσκαγε < αρχ. πρήθω, πρήσκω . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Όταν αρρώσταινε κάποιο ζώο κι έσκαγε, λέγανε πως υπάρχει ένα μικρόβιο που το λέγανε πρήσκα. Και γι αυτό λέγανε, αφού πρώτα το φτύνανε τρεις φορές: Εγώ έφαγα πρήσκα και δεν πρήστηκα.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")
πρήσκος ή πρίσκος (ο) - το άγουρο σύκο < πιθανολόγηση: αρχ. πρήσκω (επειδή το φρούτο σε αυτή τη φάση φουσκώνει (πρήζεται) συνεχώς ή επειδή αν φας άγουρο σύκο λόγω του γάλακτος που περιέχει δημιουργεί πρήξιμο στα χείλη και στο στόμα). Η λέξη από λίγες αναφορές της, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στη Λευκάδα καθώς επίσης αναγράφεται και στο λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών (greek_greek.enacademic.com)
πρίμα σέρα - (ναυτ.) το ρίξιμο των παραγαδιών ή των διχτυών με το ηλιοβασίλεμα και το σήκωμά τους αμέσως μετά < ιταλ. prima = πρώτα + sera = βράδυ '' «Είχανε σκοπό να ρίξουνε «πρίμα σέρα», στης «Παναγίας Νησιά». Πρίμα σέρα, λένε οι ψαράδες τη βραδυνή αποστή. Το βασίλεμα του ήλιου ρίχνουν στη θάλασσα το πρώτο καλαδούρι και καλάρουνε το παραγάδι. Άμα τελειώσουνε το καλάρισμα, γυρίζουνε και το σηκώνουν, πάλι από το πρώτο καλαδούρι.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
πρινοκόκκι (το) - "Το πρινοκόκκι ή κικίδι ή κρεμέζ, (κόκκος ή κέρμης ο βαφικός), επί αιώνες αποτελούσε πηγή εισοδήματος για πολλές ελληνικές περιοχές. Είναι έντομα που αναπτύσσονται στα φύλλα της βελανιδιάς. Τα θηλυκά του κέρμητος σχηματίζουν μετά την ανοιξιάτικη γονιμοποίησή τους μικρό εξοίδημα στο φύλλο όπου εναποθέτουν δύο χιλιάδες περίπου αυγά και μία χρωστική ουσία. Οι χωρικοί συγκέντρωναν τους κόκκους πριν εκκολαφθούν τα αυγά, τους έβρεχαν με ξίδι και κρασί και τους στέγνωναν στον ήλιο. Έτσι οι κόκκοι έχαναν το επικονίαμά τους και αποκτούσαν ερυθρόφαιον χρώμα. Έχουν μέγεθος πιπεριού ή μπιζελιού, είναι σταυροειδείς και περιέχουν μια κόκκινη κονιώδη μάζα. Έδινε βαθύ κόκκινο χρώμα στα μαλλιά και στα μετάξια". https://floraolympus.blogspot.gr/ 2013/01/quercus-coccifera-l.html</p>. Στο βιβλίο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Β' -Τζώρτζης Ανωμήτρης "Οι παρά το Κάστρο των Βατίκων οικισμοί κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία") αναφέρεται σε απογραφικό έγγραφο της εποχής και σχετικά με την παραγωγή και κτηνοτροφικών προϊόντων .......πρινοκόκκι (της πιο τέλειας ποιότητας που πήγαιναν στη Βενετία).
πριχού - πριν, προτύτερα < όψιμο μσν. πριχού < πριγού < πριού
προβέντζι (το) ή προβέντζα (η) - (ναυτ.) 1. το σημείο που είναι «πάνω» στον καιρό, που δεν απαγκιάζει 2. η απότομη αλλαγή του καιρού, μπουρίνι, συνήθως του νότιου ανέμου σε δυνατό βόρειο άνεμο < βεν. provenza, προβεντζάρισμα, προβεντζαρισμένος-η-ο, ενεργ. προβεντζάρω = γυρίζω το σκάφος κόντρα στο προβέντζι ή μόνο για προβεντζάρει ο καιρός
πρόγκα (η) - ομαδική θορυβώδης αποδοκιμασία < ιταλ. brocca ή σλαβ. bruca = προσβλητική αποπομπή για αποδοκιμασία άπρεπης και αισχρής πράξης προγκίζω ή προγκάρω, πρόγκημα, προγκισμένος-η-ο ή προγκαρισμένος-η-ο || «Έβγαινε και ο Σώτος, Κολοκοτρώνης, με τις φουστανέλλες, τις βλαχόκαλτσες και με το ταγάρι κρεμασμένο στο νώμο. Τα παλαμάκια πέφτανε βροχή, αλλά και το προγκάρισμα έφτανε στον ουρανό!» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)
προκάδα (η) - η προμήθεια, ο εφοδιασμός < πιθανολόγηση: ιταλ.procacciare = προμηθεύω, προβλέπω να εφοδιαστώ. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.
προκοίλι (το) - το πάχος που υπάρχει στην κοιλιά, το μέρος της κοιλιάς που προεξέχει < προ + κοιλιά
προπέτης-ισσα-ικο - αυτός που βιάζεται να διαδώσει κάτι ή λέει κάτι πριν από την ώρα του < αρχ. προπετής < προπίπτω < πρό + πίπτω
προπύρα (η)- η σημερινή λαγάνα, πλακουτσωτό ψωμί που έμπαινε έξω- έξω στο φούρνο και ψήνονταν πρώτο-πρώτο < προ + πυρά || «Δεξιά και αριστερά στο φούρνο είχανε ντουλαπάκια μέσα στον τοίχο, για να ακουμπάνε τα ζεστά του φούρνου (προπύρα ή λαγάνι, το μικρό στρογγυλό λεπτό ψωμί ή μακρόστενο που ψήνονταν πρώτα πρώτα).» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")
πρόσγαλο (το) - φρέσκο γάλα που προστίθεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή της μυζήθρας < προς + γάλα // «Αφού έβγαλε το τυρί έριξε στο καζάνι, που είχε μείνει το τυρόγαλο, λίγο γάλα καθαρό, πρόσγαλο όπως το λένε οι τσοπάνηδες. Έβαλε το καζάνι πάνω σε δυνατή φωτιά και αφού έβρασε λιγάκι και άφρισε, είδαμε να μαζεύεται απάνω-απάνω το αφροτύρι, η μυζήθρα να πούμε. Τη μάζεψε τότε με το τρυπητό, την έβαλε σε μάλλινες τσαντίλες και τις κρέμασε να στραγγίξουν...» (Ανδρέας Καρκαβίτσας «ΠΑΙΔΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ») // «Όταν τυροκομήσουμε το τυρί για κεφαλοτύρι μένει το τυρόγαλο και αφού ρίξουμε γάλα φρέσκο (πρόσγαλο) το βράζουμε στο 100 βαθμούς Κελσίου και κάνουμε τη μυζήθρα. Η μυζήθρα πήζει αμέσως χωρίς πυτιά. Τη βάζουμε σε τσεμπέρι, την κρεμάμε να στραγγίξει κι είναι έτοιμη την άλλη μέρα» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου «ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»)
προσθηλιάζω - βάζω το στόμα στη θηλή < προς + θηλή. Σπάνια λέξη για την οποία υπάρχουν κάποιες λίγες αναφορές, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και τη Λέσβο. Λέγεται κυρίως για το θηλασμό και για τα μικρά ζώα που θηλάζουν, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά- προσθήλιασμα, προσθηλιασμένος-η-ο || «Έφτασε στο αμήν ο γέρος. Κρασί φώναζε, κρασί. Δώστε μου κρασί να πάω φχαριστημένος. Είδαν κι απόειδαν τα παιδιά και του πήγανε μια κανάτα κοντόγιομη. Την προσθήλιασε ο γέρος στα χείλη του και δίχως ανάσα τη στράγγιξε μέχρι σταγόνα...» (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)
προσόψι (το) - κομμάτι υφάσματος με το οποίο σκουπίζουμε το πρόσωπο, πετσέτα προσώπου < μσν. προσόψιον < προσόψιος < προς + όψις
πρόστεγο (το) - 1. (ναυτ.) χώρος που βρίσκεται στην άκρη της πλώρης και στεγάζεται με υπόστεγο 2. το προστέγασμα, η μαρκίζα < μτγν. προστέγιον < προς + στέγη
προσφάι (το) - ελιές, τυρί, κρεμμύδι, ντομάτα κτλ., όταν τρώγονται μαζί με ψωμί ως πρόχειρο γεύμα < μτγν. προσφάγιον < πρός + φαγειν = τρώγω προσφαϊζω, προσφάϊσμα
πρότονος (ο) - (ναυτ.) σκοινί που δένεται από το πλώρη του πλοίου στο κατάρτι (το μπροστά αν υπάρχει και άλλο) και χρησιμεύει για την αντιστήριξη του καταρτιού και του πανιού που μπορεί να χρησιμοποιείται. Αντίστοιχα το σκοινί που δένεται στην πρύμνη λέγεται επίτονος < προ + τόνος (τείνω), επί + τόνος (τείνω)
προύκα (η) - η πορδή, η κλανιά < πιθανολόγηση: ηχομημητική λέξη σε εξευγενισμένη εκδοχή). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά (ως προύκα σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρουν την προίκα).
πρυμάτσα (η) - (ναυτ.) το σκοινί που δένεται στην πρύμη του σκάφους όταν αυτό είναι αραγμένο. Όταν το σκάφος είναι κάθετα στη στεριά η πρυμάτσα δένεται διαγώνια στη στεριά από την πρύμη για να μην στρίβει αύτη από τον καιρό, δεξιά αριστερά< πρύμη || «...Σκαλιέρης τότε ήτανε ο μακαρίτης ο "Κανάρης" όπως τον λέγανε, καπετάνιος και μαζί μηχανικός του σκάφους. Έλυσε παλαμάρια και πρυμάτσες και έβαλε πλώρη για την Πούντα, που ήταν το κοντινότερο σημείο που ζύγωνε το σκαλιέρικο και μπαινόβγαζε επιβάτες και εμπορεύματα ανάμεσα στην Πούντα και στο νησί....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΑΛΕΚΟΣ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ»)
πρωτολάτης-ισσα-ικο - 1. αυτός που περπατεί πρώτος 2. μτφ. ο οδηγητής, ο μπροστάρης < πρώτος + λάτης < αρχ. ελαύνω = προχωρώ
πρώτος - (ο) - (ναυτ.) - ο καπετάνιος του καραβιού= πλοίαρχος < πρώτος (από τους αξιωματικούς του καταστρώματος, δεύτερος ο ύπαρχος ή γραμματικός = υποπλοίαρχος και τρίτος ο ανθυποπολοίαρχος. Αντίστοιχα ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος μηχανικός)
πυρήνα (η) - η ύλη από τα συνθλιμμένα κουκούτσια ελιών, η οποία χρησιμεύει και ως καύσιμη ύλη < μσν. πυρήνη < αρχ. πυρήν
πυρό (το)- η ασθένεια ερισύπελας < πυρ || «Το "Ανεμοπύρωμα του Βυζιού" ή το "Πυρό του Βυζιού" ή "Ρουσούμπελη""Φωκιό" ή "Ροζομπύλα" ή το "Φτάρωμα του Βυζιού" ή "Δροσοπήλια του Βυζιού". Ήτοι: Ο Ερυσίπελας του Μαστού της γυναίκας. Ο Ερυσίπελας τα παλιά χρόνια ήταν μια συχνή μολυσματική αρρώστια. Προσέβαλε κυρίως το πρόσωπο, τους μαστούς και τα άκρα. Ειδικότερα ο Ερυσίπελας του μαστού ήταν πολύ επικίνδυνος σε λεχώνες και όχι σπάνια, η πλέον θανατηφόρος μορφή από τις φλεγμονώδεις παθήσεις των μαστών, λόγω των σοβαρών επιπλοκών της τοξικότητας του στρεπτόκοκκου και της σηψαιμίας. Ο Ερυσίπελας όταν προσέβαλε το μαστό εισέβαλε με γενικά συμπτώματα: Έντονη ερυθρότητα του δέρματος του μαστού, κακουχία, κατάπτωση, αίσθημα πυρώσεως, ισχυρό άλγος, αυξημένη θερμοκρασία του μαστού και του σώματος. Συνοδευόταν δε από ρίγος, ταρτάρισμα των δοντιών και μασχαλιαία λεμφαδενίτιδα. Την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν τα αντιβιοτικά η πρόγνωση σε πολλές περιπτώσεις ήταν κακή, εξ ου και ο μεγάλος αριθμός των μεθόδων θεραπευτικής αντιμετωπίσεως και η ποικιλία της ονοματολογίας της νόσου.Οι Γιάτρισσες για να αντιμετωπίσουν θεραπευτικά την φοβερή αυτή νόσο είχαν επινοήσει διάφορες εμπειρικές μεθόδους θεραπείας τις οποίες εφάρμοζαν με δέος, ενώ ταυτόχρονα απάγγελαν Γητειές και Επωδές με ακατανήτες και απαγορευμένες πολλές φορές λέξεις, για να εκδιώξουν τον "κακό δαίμονα του Πυρώ". Οι Γητειές αποσκοπούσαν να βοηθήσουν στην υποστροφή της αρρώστιας και στη μείωση του πόνου και της κακουχίας. Στην πραγματικότητα ενίσχυαν εμμέσως το ανοσοβιολογικό σύστημα, με την παραγωγή β-ενδορφινών από το φόβο και το δέος. Παραθέτουμε αμέσως παρακάτω τις πιο συχνές εμπειρικές μεθόδους για τον Ερυσίπελας του Μαστού.» (https://www.iatrikionline.gr/8emata_1_2005/8-oikonop.htm) ||« Η θηλυκιά αρρώστια δεν θεραπεύεται εύκολα. «Το πυρό (ερυσίπελας) είναι ζωντανό πράμα και περνάει μόνο με τη φωτιά. Αν τύχη να 'χη κανείς θηλυκό πυρό, τότε ξαναβγαίνει. Με την παραμικρή αφορμή, να σου και παρουσιάζεται. Το σερνικό πυρό, άμα το σταυρώσης, δυό-τρεις φορές, δεν ξαναβγαίνει (Μεθώνη). (https://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/07/104-6.pdf) . Ως πυρό φαίνεται να ονομάζεται η ασθένεια κυρίως σε Λακωνία, Μεσσηνία και Αρκαδία || «β) γήτεμα για το ερισύπελας (πυρό) .........Όταν κοκκινίζει και πρήζεται το δέρμα, βάζανε ένα κόκκινο πανί και λέγανε: «Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, τρία παιδάκι πλένανε και κλαίγανε. Περνάει ο Χριστός και τα ρώτησε: Τι έχετε παιδάκια που κλαίτε; Η μάνα μας πεθαίνει από τον πυρό... Βάλτε κόκκινο πανάκι και κεράκι της Λαμπρής κι ανάψετέ το τρεις φορές κι εκείνο θα χαθεί...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")
πυροστιά (η) - μεταλλικός τρίποδας, τριγωνικός ή κυκλικός, που τον βάζουν επάνω από τη φωτιά για να στηρίξουν την κατσαρόλα, το τηγάνι < μσν. πυροστία < πυρεστία < πυρ + εστία
πυροφάνι (το) - (ναυτ.) τρόπος ψαρέματος με τη χρήση φωτός πάνω στη βάρκα με λάμπες υγραερίου λουξ (ή και από τη στεριά) και καμάκι με το οποίο καρφώνουν τα ψάρια και το οποίο παλαιότερα γίνονταν με χρήση φωτιάς (δάδες, μαλαστούπες κλπ) για φωτισμό < μτγν. πυροφάνιον < πυρ + φανός || «πυροφάνι (σχάρα σιδηρά, βαλμένη εις την πρώραν του γρίπου, και φέρουσα αναμμένα φρύγανα ή δαδί, δια το ψάρεμα των τριχιών κτλ). Πυρσός.» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)
πυροχώραφο (το) - το χωράφι που καλλιεργούμενο παράγει σιτάρι < ομηρ. πυρός = σιτάρι + ομηρ. χώρη = ο χώρος ο οποίος κατέχεται από κάποιον, η θέση, ο τόπος (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.
πυρωμένος-η-ο - μτφ. αυτός που είναι ξαναμμένος, φουντωμένος για ερωτικές πράξεις. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και από τους κάτοχους ωδικών πουλιών (καναρίνια, καρδερίνια κ.λ.π.) για να περιγράψουν την περίοδο που τα πουλιά και κυρίως τα θηλυκά, είναι σε διάθεση για ζευγάρωμα < πυρά // πύρωμα, πυρώνω "......3) Μεταφορ, ο εξαπτόμενος από πάθος, ως του θυμού, οίον (Μακκαβ Π, 4, 5 38) « Πυρωθείς τους θυμούς... τον μια φόνον απέκτεινε » ή της σαρκικής επιθυμίας, οίoν Πυρωμένη γυναίκα, η διά λόγων ή πράξεων ασέμνων σημαίνουσα την εις τα αφροδίσια ορμήν. Και το ρηματικόν, Πύρωσις, Σ. Η τοιαύτη ορμή ωνομάσθη και Λύσσα μεταφορ, από τους παλαιούς... " (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)
πυτιά (η) - ένζυμο που χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για την πήξη του γάλακτος. Η παραδοσιακή πυτιά προέρχονταν από το στομάχι και το γαστρικό υγρό νεαρών ζώων, τα οποία δεν είχαν φάει άλλες τροφές, εκτός από γάλα και το οποία έσφαζαν πολλές φορές μόνο για το σκοπό αυτό. Μετά από μία φυσική διεργασία έφτιαχναν την πυτιά σε πολτό και τη χρησιμοποιούσαν για την τυροκομία (σημ. 1 κιλό πολτός πυτιάς μπορεί να πήξει 3,5 τόνους γάλα < αρχ. πυτία < πυετία, ή, (Πυός. πύαρ) το πρώτον γάλα μετά τον τοκετόν, ύπερ πήγνυται εν τω ηνύστρω των μηρυκαστικών ζώων και χρησιμεύει προς πήξιν του γάλακτος εις τυρόν, Λατ. colostrum, coagullum, Άριστ. π. τά Ζ. Ίστ. 3. 20, 15, περί Ζ. Γεν. 2. 4, 29, Νικ. Άλεξιφ. 68. 323' πρβλ. πυτία.- Ίδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν εν Αθήνας τόμ. ΙΓ', σ. 683." (ΛΕΞΙΚΟ LIDDEL SCOTT -ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ)
πυτιάζω - 1. ρίχνω πυτιά για να πήξω το τυρί 2. μτφ. γεμίζω το στομάχι μου, τρώγω αρκετά, χορταίνω < πυτιά (φουσκώνει το στομάχι μου σαν να ρίχνω πυτιά)
πώγωνας (ο) - το γένι και με επέκταση το πιγούνι < αρχ. πώγων πωγωνάτος
πωρί (το) - μεγάλη λαξευμένη πέτρα σαν τσιμεντόλιθος, από πωρόλιθο που χρησιμοποιούσαν για κτίσιμο < πωρόλιθος