ΒΑΤΙΚΙΩΤΙΚΟΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ
Στον τόπο μας, μιλώντας, έχουμε κάποιους ιδιαίτερους τρόπους έκφρασης, αλλάζουμε κάποιες λέξεις ή το νόημα κάποιων άλλων, χρησιμοποιούμε ιδιαίτερες εκφράσεις που έχουν να κάνουν με την γεωγραφική θέση του τόπου και γενικά υπάρχουν στο λόγο μας κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Για παράδειγμα, το «πάνω» είναι ο Πειραιάς και η Αθήνα, ενώ το αντίθετο το «κάτω» είναι ο τόπος μας. Λέμε «μέσα» και «έξω» εννοώντας την Ελαφόνησο και την έξω στεριά, «πίσω» εννοώντας τα Βελανίδια και τις Καστανιές, λέμε «μανιάτη» και εννοούμε τον δυτικό καιρό που έρχεται από τη Μάνη, λέμε «έξω καιρούς» τους νότιους καιρούς κ.λ.π. Επίσης στον Άγιο Νικόλα λένε «μέσα» την Αγία Ειρήνη στον Κάβο Μαλιά και «πίσω» τον Άγιο Γεώργιο στη Βαβύλα, γνωστότερος ως «πίσω Άη Γιώργης», ενώ στην Ελαφόνησο τα Νησιά της Παναγίας τα λένε «Κάτω Νησί».
Λέμε επίσης, σχετικά για τις μεταβολές του καιρού, φράσεις όπως: «πέφτει ο καιρός», «έμεινε ο καιρός», «φόρτωσε ο καιρός», «γλύκανε ο καιρός», «ξύδιασε ο καιρός» ή «έγινε ξύδι ο καιρός», «έγινε ο καιρός», «λάσπωσε η θάλασσα», «μπατάρισε ο καιρός», «μπουκάρισε», «πήγε στο μάστορα ο καιρός» κ.λ.π.
Χρησιμοποιούμε την κατάληξη λος, χαρακτηρίζοντας κάποιον από μια συνήθειά του ή από μια ιδιότητά του, όπως «κρυολός» για αυτόν που κρυώνει, «τσιγαρολός" για αυτόν που του αρέσει το κάπνισμα, «πουλολό» για κάποιο κυνηγετικό σκυλί με ειδικότητα στα πουλιά, «τιαφολός» για τη συσκευή θειαφίσματος, «φυσεκολός» για την φυσιγγιοθήκηκ.λ.π.
Επίσης με την κατάληξη «ούλια», δημιουργούμε επιρρήματα όπως «κρυούλια» όταν θέλουμε να πούμε ότι κάνει μεν κρύο αλλά όχι και πολύ, ή αντίθετα «ζεστούλια», «νυχτούλια» για να πούμε ότι δεν είναι ακόμα τελείως νύχτα, «κοντούλια» για κάτι που είναι κοντά αλλά όχι πολύ, «αργούλια»" για το κάπως καθυστερημένα κ.λ.π., αλλά και επίθετα που περιέχουν και την έννοια του περίπου, όπως «λιγούλια», «καλούλια» κ.λ.π.
Λέμε «ντύνου», «γδύνου», «ψήνου», «ξήνου» , «σβήνου», «πίνου» κ.λ.π. εννοώντας να ντύνεσαι κ.λ.π. σαν προτροπή ή αναφέροντας κάτι που ο άλλος συνηθίζει να κάνει, π.χ. "ντύνου (να ντύνεσαι) τώρα που θα πας στο χωράφι" ή "ψήνου (ξεκίνα να ψήνεις) εσύ και θα έρθουμε" ή "καλά πίνου (συνέχισε να πίνεις) εσύ και αλίμονό σου", όπως και "ντράπου" (να ντρέπεσαι ή αν ντρέπεσαι) κ.λ.π.
Χρησιμοποιούμε επίσης, σε κάποια επίθετα, την κατάληξη «ούνι» και «ούνα», για ουδέτερα και θηλυκά αντίστοιχα, όπως «ψαρακούνι» και «ψαρακούνα» (ψάρι), «σχολειταρούνι» (μαθητούδι), «μαχταρούνι» (παπαδοπαίδι), «ξεπεταρούνι» (το μικρό που μόλις ξεπετάχτηκε, ξεπεταρούδι), «λαχταρούνι» και «λαχταρούνα», «δημαρχούνα» (γυναίκα δήμαρχος) κ.α.
Μετατρέπουμε το αντίδωρο σε «αντίδερο», τον απλήρωτο σε «απλέρωτο», τον απότιστο σε «απότιγο», το αβάφτιστο σε «αβάφτιγο», τον αχτένιστο σε «αχτένιγο», το πρόπερσι σε «πιόπερσι», την τσουκνίδα σε «τσικουνίδα», το κρυώνω σε «κρυένω», το κάνω σε «κάμω», το «σε περνάω» σε «σε απερνάω» ή την ερώτηση «τον περνάς αυτόν» σε «τον απερνάς αυτόν;», τον φαλακρό σε «καραφλό», το Ελαφονήσι σε «Αλαφονήσι», το Σαρακήνικο σε «Τσερατσίνικο», το λιγάκι σε «λιγάι»,το όλα σε «ούλα», το βάζω και το βγάζω σε «βάνω» και «βγάνω», το τρώω σε «τρώγω», το μπορώ σε «μποράω»,την σκορδαλιά σε «σκορδολιά»,το πριόνι σε «πιργιόνι», το τσεκούρι σε «τσικούρι»,το καρπούζι σε «καρπούζα»,το τσουγκρίζω σε «τσιγκρίζω», το στεγνώσω σε «στεγνώξω»,το πηδήσω σε «πηδήξω», το σώζω σε «σώνω», τον μουσαφίρη σε «μισαφίρη», το σκουλαρίκι σε «σκολαρίκι», το ναυάγιο σε «αναυάγιο» , το υγρό σε «ογρό», τον αβάσταχτο σε «αβάσταγο», τα φαγητά σε «φαγιά» το ταψί «τεψί», τη γραβάτα σε «γραβάντα» και «γρεβάντα», τη σχόλησε «σκόλη», το πουρνάρισε πιρνάρι», τον αρραβώνα σε «αρρεβώνα» και «αρριβώνα», το σκαλιστήρι σε «καλιστήρι», το αντρόγυνο σε «αντρόγενο», τον καπνό σε «καπινό», το κολύμπισε «κουλύμπι» και αντίστοιχα τον κολυμβητήσε «κουλυμπητή» και την κολυμπήθρασε «κουλυμπήθρα» κ.λ.π.
Χρησιμοποιούμε τη φράση «κλαίω τα πύρινά μου» εννοώντας ότι κλαίω για τα βάσανά μου, τα προβλήματά μου, αυτά που με καίνε δηλαδή, τη φράση «κάνω μούτρα» , αντί «κρατάω μούτρα», λέμε «στυλώνω τα πόδια» όταν θέλουμε να πούμε ότι αντιστέκομαι, ότι δεν ακολουθώ κάποια κίνηση, ότι αντιτίθεμαι γενικά, λέμε «καλά κουκούλια» με την έννοια του «καλά κρασιά» ή του «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι» ή του «τώρα μάλιστα...» κ.λ.π. Λέμε, πολύ συχνά, τη φράση «ψυχικό σου» όταν ζητάμε από κάποιον να μας λυπηθεί ή να μας δείξει κατανόηση, επιείκεια ή προσοχή. Επίσης, τη φράση «βγάζω λόγια» όταν θέλουμε να πούμε ότι διαδίδω κάτι, ότι κουτσομπολεύοντας φημολογώ κάτι για κάποιον ή για κάποιους, ενώ "βάζω λόγια", όταν θέλω να διαβάλλω κάποιον, να βάλω φιτιλιές όπως αλλιώς λέγεται. Όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι είναι εκτός χρόνου, καθυστερημένο ή και παράταιρο λέμε τη φράση "τώρα σαν πολλή ώρα" (το πολλή ώρα, με μία λέξη πολληώρα) και τις περισσότερες φορές, προηγείται το καλά ή κάποια από τα "ου", "μμμ", "ωχ" κ.λ.π.
Εμπλουτίζουμε το νόημα του θυμήθηκα, προσθέτοντάς του την ιδιότητα του πρόλαβα να θυμηθώ. Δηλαδή λέμε «θυμήθηκες τον μπάρμπα Γιώργο;», εννοώντας «πρόλαβες τον μπάρμπα Γιώργο, έχεις αναμνήσεις από αυτόν;», ή λέμε «μπα δε θυμήθηκα τότε που ερχόταν το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ, δεν είχα γεννηθεί ακόμα», εννοώντας ότι δεν έχω αναμνήσεις από αυτό.
Συνηθισμένη κατάληξη τοπωνυμίων, όταν αυτά ιδίως προέρχονται από όνομα είναι η κατάληξη «άνικα», όπως Χαραμιάνικα, Δερματιάνικα, Κοντραφουριάνικα, Ξενοφωντιάνικα, Μανωλαριάνικα, Φουντιάνικα και τόσα άλλα.
Όταν αναφερόμαστε στην καταγωγή κάποιας γυναίκας, λέμε Νεαπολίτα αντί Νεαπολίτισσα, Ελαφονησιώτα αντί Ελαφονησιώτισσα, Αγιονικολάιτα αντί Αγιονικολάιτισσα και αντίστοιχα, Καστανιώτα, Λαχιώτα, Βελανιδιώτα, Καμπίτα, Αγιαποστολίτα κ.λ.π. Έτσι γίνεται και η Βατικιώτισσα Βατικιώτα, αλλά και η Σπαρτιάτα, η Πειραιώτα, η Γυθειώτα, η Τσιριγώτα κ.λ.π. Αυτό συμβαίνει συνηθέστερα στον ενικό, αλλά πολλές φορές και στον πληθυντικό.
Ένα άλλο λεκτικό χαρακτηριστικό των παιδικών μας χρόνων, που κάποιες φορές το ακούω ακόμα, ήταν το ερωτηματικό «σε που» αντί για σκέτο «που». Ρωτούσαμε λοιπόν «σε που θα πας ;» και όχι «που θα πας ;», καθώς επίσης πολύ συχνή ήταν η χρήση του ερωτηματικού «έχεις φας ;» αντί του «έχεις φάει ;»
Στον Άγιο Νικόλα, θυμάμαι σαν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, να χρησιμοποιούν την έκφραση «ου ου ου» κάπως τραβηχτά και τραγουδιστά, εκφράζοντας απορία ή έκπληξη. Στα Βελανίδια είναι χαρακτηριστική η χρήση του «κουρούνη» και του «μαυροκουρούνη» καθώς και της ρούγας, αφού και το χωριό χωρίζεται στην «Πάνω Ρούγα» και την «Κάτω Ρούγα», ενώ το λιμάνι και η παραλία είναι ο «γιαλός».
Πολλές φορές θα ακούσει κανείς από Βατικιώτες, να προσθέτουν το ε στο τέλος της γενικής των ουσιαστικών λέγοντας για παράδειγμα των παιδιώνε, των σκυλιώνε, των σταφυλιώνε, των αντρώνε, των γυναικώνε κ.λ.π.
Επίσης είναι συχνή, ειδικά από παλιότερους ανθρώπους, αντί για τη χρήση του καθενός, η χρήση του καθεμιανού! Λέμε για παράδειγμα του καθεμιανού ανθρώπου, του καθεμιανού σπιτιού, του καθεμιανού παιδιού κ.λ.π.
Όταν θέλουμε να καλέσουμε κάποια γάτα, λέμε προύνι-προύνι ή προυν-προυν, αντί του κλασικού ψψψ-ψψψ-ψψψ ή ψιτ-ψιτ.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό πολλών Βατικιωτών, που δεν ξέρω αν καταφέρω να το περιγράψω σωστά, είναι το ότι όταν ρωτάνε, η χροιά και ο τόνος της φωνής του γίνεται πιο ήπιος, πιο τραγουδιστός θα έλεγα και όχι ξερός και ευθύς.
Ελπίζω, η καταγραφή αυτή να εμπλουτιστεί πολύ περισσότερο, προσμένοντας και σε δικές σας επισημάνσεις.