A

άβακας ως ανατσουτσουρώνω

άβακας (ο) και αβάκιον (το) - πέτρινη ή ξύλινη πλάκα, πάνω στην οποία έγραφαν οι μαθητές με το κονδύλι < αρχ. άβαξ (πολλές άλλες σημασίες αναφέρονται στα λεξικά όπως 1. κατάλληλα διαμορφωμένη επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σε επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκάκι, τάβλι. 2. (αρχιτ., αρχαιολ.) η πλάκα που αποτελεί το επάνω μέρος του κιονοκράνου. 3. α) αριθμητήριο. β) πίνακας που επιτρέπει εύκολους υπολογισμούς (μαθηματικές πράξεις, εξισώσεις) γ) (στρατ.) άβακες τροχιών, βλητικών συναρτήσεων κ.λ.π.) || «Αβάκιον (το) κ. νεώτ. υποκορ. του Άβαξ βλ.λ. πινάκιον '' ειδ. η έκ σχιστολίθου μέλαινα πλαξ, έφ' ης ασκούνται δια κονδυλίου εις το γράφειν οι μικροί μαθηταί 2) αρχαιολ. ο Άβαξ βλ.λ.2) (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

αβανία ή αβανιά (η) - 1. άδικη κατηγορία, συκοφαντία, κακολογία 2. ζημιά,κακοτυχία, συμφορά < μσν. αβανιά < βανία αβάν(ης) = συκοφάντης < αραβ. hawan = προδότης αβανιάρης-α-ικο, αβανίζω

αβάντζα ή αβάντσα (η) - 1. προκαταβολή μισθού, οφειλής ή χρέους μπροστάντζα 2. αβάντα (πλεονέκτημα) 3. συγκαταβατικό φέρσιμο < αβαντσ(άρω) = προκαταβάλλω < ιταλ. avanzar(e) = είμαι πιστωτής

αβάντζο (το) - 1. παράταση, επιπλέον προσπάθεια ή χρόνος 2. σε παιχνίδια, όταν οι παίχτες συμφωνούν να αυξήσουν τον αριθμό των πόντων που χρειάζονται για να κερδηθεί το παιχνίδι 3. δίνω αβάντζο = παραχωρώ πλεονεκτήματα στον αντίπαλο < ω < ιταλ. avanzo = πλεόνασμα ισολογισμού και πιθανά συσχετισμός και με τη λέξη αβάντα (πλεονέκτημα) 

αβαράρω - σπρώχνω κάτι μακριά, απωθώ (συνήθως χρησιμοποιείται για σκάφη, δηλαδή αβαράρω τη βάρκα να μην βρει στα βράχια ή στο μώλο). Προστ. αβάρα ναυτ. παράγγελμα το οποίο αντιστοιχεί στην προστακτική απομάκρυνε (αβάρα, να μη χτυπήσουμε στο βράχο). Εκτός σκάφους η λέξη αβάρα έχει την έννοια του φύγε γρήγορα, στρίβε (αβάρα από εδώ ρε), ή την έννοια του μακριά από μένα τέτοιο πράγμα ή τέτοιο πρόσωπο όταν απαντάμε σε ερώτηση σχετικά με αυτό (να πάω για ψάρεμα; Βρε αβάρα!) < ιταλ. varare = σύρω πλοίο από την ξηρά στη θάλασσα

αβαργώμιστος-η-ο ή αβαργόμιστος-η-ο - αυτός που δεν βαργωμά, που δεν βαρυγκωμά που δεν βαρυθυμεί < α + βαργωμώ

αβαρία (η) - 1. (ναυτ.) α) ζημιά,ζημιά στο πλοίο ή στο φορτίο του β) πέταμα φορτίου από το πλοίο στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου 2. γενικά η ζημιά (είχαμε κάτι αβαρίες στο σπίτι, πάθαμε κάτι αβαρίες στη δουλειά κ.λ.π.) 3. αποφορτισμός, μτφ. υποχώρηση, συμβιβασμός, ελαστικότητα (θα κάνω μια αβαρία και θα τον συναντήσω...) < ιταλ. avaria = βλάβη πλοίου  || "Ετυμολόγησαν την λέξιν τινές από το Ελλην. Βάρις και άλλοι από το Γερμανικών hafen (Havre). Ίσως είναι από τών Ελλήνων, όχι το Bάρις, αλλά το Βάρος, με τό στερητικόν α, Αβαρής έπιθετον, και έκ τούτου ουσ. θηλ. Αβαρία, ήγουν ελάφρωσις, ανακούφισης. Εις τας θαλασσοταραχάς έκχύνονται τα φορτία, διά νά ελαφρωθή το πλοίον, και ακολούθως νά σωθή από το ναυάγιον" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832) || " Είπαμε, εκεί, μαζευότανε ο λεγόμενος, καλός κόσμος, τελώνηδες, αστυνόμοι, δάσκαλοι, εμποροτσαμπάσηδες, νοικοκυραίοι, υποψήφιοι βουλευτές με την κουστωδία τους, που τις πιό πολλές φορές βγαίνανε αραπάδες από τις κάλπες και κλαίγανε, τα πύρινά τους, για τις αβαρίες που παθαίνανε. (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

αβάσκαντος-η-ο - αυτός που δε ματιάστηκε ή δε ματιάζεται - αμάτιαστος < ελνστ.αβάσκαντος

αβάσταγος-η-ο - (για πρόσ.) που τίποτα δεν τον συγκρατεί, ασυγκράτητος, ανυπόμονος άνθρωπος < μσν. αβάσταγος < αβάστα(κτος)

αβάτευτος-η-ο - (για ζώα) που δε γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του (αβάτευτη φοράδα) < α- βατεύ(ω) -τος

αβατσίνιαστος-η-ο ή αβατσίνωτος-η-ο (λαϊκότρ.) που δεν τον μπόλιασαν με βατσίνα (δαμαλίδα) < α- βατσινιασ- (βατσινιάζω) -τος

αβγαταίνω ή αβγατίζω ή αβγατώ - 1. α) αυξάνω κάτι σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι (είναι κοντό το σκοινί, αβγάτισέ το -αβγατισμένο καλώδιο) β. αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος (αγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του) < μσν. αβγατίζω < εβγατίζω < εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. εκβατός = που συντελείται αβγατισμένος-η-ο, αβγάτισμα, αβγάτιση || «ΕΥΓΑΤΙΖΩ . Η ορθή του γραφή είναι Aυγατίζω, Αύγατώ, του οποίου το απαρέμφατον, Αύγατείν, φέρει Δουκάγγιος με την εξήγησιν angere (Αυξάνω). Αξιοσημείωτος είναι λέξις, διότι υποθέτει θεματικώτερον άλλον ενεστώτα, Αύγω, Αύγέω, άχρηστον και σιωπημένον εις τους Ελληνας, ουδ' από τους γραμματικούς παρατηρημένο τον όποιον όμως έφύλαξε τών Λατίνων ή γλώσσα Augeo, και μαρτυρούν της κοινής ημών γλώσσης τα παράγωγα Αυγατώ και Aυγατίζω, από τον παρακείμενον Hύγητα, Hύγαται τού Αυγέομαι Αυγάομαι ρήματος» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1928)

αβγουλήθρα ή αυγουλήθρα (η) - ασθένεια των γαλακτοφόρων προβάτων και  κατσικιών, κατά την οποία τα μαστάρια τους βγάζουν σπυράκια. Πίστευαν ότι αυτό συνέβαινε όταν άρμεγες τα ζώα αφού είχες βάψει πριν κόκκινα αυγά για το Πάσχα. Στη σελίδα https://poultry.gr/v2/index.php/eggs-a-few-words/folklore-egg/laography-easter-eggs/ διαβάζουμε: «Δοξασίες ποιμένων. Ενώ όμως ο περισσότερος κόσμος βάφει τα αυγά τη Μεγάλη Πέμπτη ή το Μέγα Σάββατο, οι ποιμενικοί πληθυσμοί «ή δε βάφουν ή δεν τσουγκρίζουν αυγά τη Λαμπρή γιατί δεν έκανε να πιάσουν κόκκινα αυγά, γιατί τα ζώα παθαίνουν «αυγουλήθρα», ασθένεια των προβάτων. Τα αυγά οι ποιμένες τα βάφουν συνήθως την Δευτέρα του Πάσχα». Πρόκειται για πανελλήνιο ομοιοπαθητική πίστη με κατά τόπους παραλλαγές όπως θα φανεί από τα παρατιθέμενα ενδεικτικά παραδείγματα: «Μετά την Ανάσταση τσουγκρίζουν μεν, αλλά δεν τα τρώνε τα αυγά, για να μη βγάλουν αυγουλήθρες τα πρόβατα».«Ανήμερα το Πάσχα οι τσοπάνηδες δεν τρώνε κόκκινα αυγά για να μη βγάλουν αυγουλήθρα τα πρόβατα. Την ίδια μέρα δεν τρώνε και γάλα για να μη τους φτύσει η μύγα».«Ανήμερα το Πάσχα οι τσοπάνηδες δεν πιάνουν αυγά για να μη πάθουν τα ζώα κακό (γενικώς), να πάθουν αυγουλήθρες, να βγάλουν σπυριά στα μαστάρια τους».«Την Ανάσταση απαγορεύεται ο τσοπάνος να πιάσει αυγά είτε κόκκινα είτε άσπρα, αν δεν έχει προηγουμένως αρμέξει. Σε περίπτωση που ξεχάσει και πιάσει αυγά πρέπει να πιάσει τη γάτα (εξορκιστικό του κακού) και μετά να πάει να αρμέξει» κ.α. . Αν και όπως αναφέρεται πιο πάνω είναι πανελλαδική ονομασία, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές στο διαδίκτυο ||Προσέχανε εκείνος που άρμεγε τα ζα τα μαρτίνια εκείνη την ημέρα να μην πιάσει κόκκινα αυγά, γιατί είναι κακό. Αρωσταίνουνε τα ζα και βγάζουνε αυγουλήθρα.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

αβέρτος-η-ο - ανοιχτός, απλόχωρος, μτφ. ανοιχτόκαρδος, ντόμπρος, ειλικρινής αβέρτα (επιρ.) - 1. ανοιχτά (άφησε τις πόρτες αβέρτα κι έφυγε) και ως επιτατικό του επιθέτου ανοιχτός (άφησε αβέρτα ανοιχτές τις πόρτες), (αβέρτο σκάφος = σκάφος με ανοιχτή κουβέρτα, με άπλα) 2. καθαρά, ξάστερα και σταράτα 3. χωρίς περιορισμό, αφειδώς (ξοδεύει αβέρτα τα λεφτά του) 4. συνεχόμενα, πολύ συχνά, κατ' επανάληψη (μας έρχεται αβέρτα) < βενετ.-ιταλ. averto = ανοιχτός

αβίζο (το) - (ναυτ.) 1. ειδοποίηση (έστειλε αβίζο στον καπετάνιο). Φράση «παίρνω αβίζο» = αντιλαμβάνομαι 2. αγγελιοφόρο πλοίο < μσν. αβίζο < ιταλ. avviso < παλ. γαλλ. à vis· β: ιταλ. avviso < ισπαν. (barco de) aviso αβιζάρω = στέλνω είδηση, ειδοποιώ

αβοτάνιστος-η-ο (για κήπους, αγρούς κτλ.) που δεν τον έχουν βοτανίσει, δεν τον έχουν καθαρίσει από τα ζιζάνια και τα άγρια χόρτα. Aντίστρ. βοτανισμένος, ξεβοτανισμένος< α- βοτανισ- (βοτανίζω) -τος

αβόζος-η-ο ή αβάζος-η-ο - ο φωνακλάς, αυτός που έχει δυνατή φωνή < τουρκ. avaz = κραυγή αβόζο (επιρ.) = με δυνατή φωνή (τραγουδάει πολύ αβόζο). Στο ιστορικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών αναφέρεται το αβάζι προερχόμενο από το περσοτουρκικό avaz=κραυγή σαν θορυβώδης φωνή κραυγή με χρήση στην Πελοπόννησο καθώς και αναφορά στο λεξικό Ελευθερουδάκη για τη λέξη αβάζος=ο έχων ισχυράν, μεγάλη φωνή προερχόμενη η λέξη από το αβάζι. Σε διδακτορική διατριβή της Ερμιόνης Κοροσίδου - Καρρά « Τα Ρομανικά (Ιταλικά - Γαλλικά ) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου » αναφέρεται αβόζω: Τροπικό επίρρημα που σημαίνει ισοκράτημα. Γραπτή πηγή: Ν. Μελίτας , Ζακυνθινή Ιστορία , σελ. 115 : « Νάτονε πάλι απόψε στεκούμενο κολληστά στο ψαλτήρι συμμετέχοντας αβόζο τσι «κατεβασίες » τση γιορτής που ψάλλει ... » Ετυμολογία : βεν. πρόθεσις α και vose = φωνή. Δεν ξέρω αν είναι δυο διαφορετικές λέξεις, πάντως θυμάμαι από παλιούς κανταδόρους της Νεάπολης (Πανταζής, Τζιμάκης και σία) να μου λένε για παράδειγμα «καλή φωνή έχει ο τάδε, αλλά τραγουδάει πολύ αβόζο» καταλαβαίνοντας ότι αυτό τους ενοχλούσε, αλλά και πάλι μπορεί να τους ενοχλούσε ότι τραγουδάει πολύ δυνατά ή πολύ σιγανά...

αβραντινώ - κάνω θόρυβο, προκαλώ φασαρία < ;  Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. Στα Βάτικα υπάρχει και παρατσούκλι Αβραντίνης καθώς και τοποθεσία Αβραντινέικα. || "*αβραντινώ, κάνω πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο... Πολύ πιθανό γί­νεται με σύμφυρση των αρχαίων ελ­ληνικών λέξεων (α.ε.λ.) βροντώ, αραβώ = βροντώ, προξενώ κλαγγήν" (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων" 

άγανο (το) - η βελονωτή απόφυση των σταχυών του σιταριού, κριθαριού κ.τ.λ. < μτγν. άκανος αγκαθωτό κεφάλι φυτού αρχ. άγανον (ξύλον) = ξερόκλαδο για προσάναμμα αγανιάζω (αγάνιασε το σιτάρι), αγανιασμένος-η-ο

αγανός-η-ο - (συνήθως χρησιμοποιείται για ύφασμα) μαλακό, πλεγμένο χαλαρά, αραιά (αγανή μου βγήκε αυτή η κουρελού) < αρχ. ομηρ. αγανός=ήπιος, γλυκός, μαλακός, πράος, ευγενικός, ήρεμος αγανεύω, αγανά (επιρ) = αραιά, απαλά || « Πήρε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία η κόρη, ωστόσο και το αγανό μαντί της έβγαλε στο πατρικό παλάτι, το πλουμιστό, που ατή της ύφανε με τα δικά της χέρια....» Μετάφραση Οδύσσειας ὑπὸ Νίκου Καζαντζάκη καὶ Ἰωάννου Καρκιδῆ. (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) || Αγανός, ή,ον (κυρ. πανί, ύφασμα, το εναντίον του κρουστόν, από τού εανός (χιτών) (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

αγαρηνός-ή-ό - 1. μουσουλμανικός, ιδίως αραβικός. 2. αλλόπιστος, σκληρός < μσν. αγαρηνός < ελνστ. Αγαρηνός Άραβας < Αγαρ (παλλακίδα του Aβραάμ που ο γιος της Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης των Aράβων)

αγγέλιασμα (το) - 1. η επικοινωνία με τον άγγελο 2. η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και τρομάζω κάποιον. Π.χ. «μην αγγελιάζεις το παιδί» < άγγελος. Η λέξη αποτελεί τίτλο διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη του 1912, καθώς επίσης ο Βασίλης Βασιλικός είχε εκδώσει τριλογία με τίτλο "Το φύλλο, το πηγάδι, τ'αγγέλιασμα" ||« αγγέλιασμα = η επικοινωνία με τον άγγελο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")

αγγελοκρουσμένος-η-ο - 1. αλαφροΐσκιωτος, μισοπάλαβος 2. ετοιμοθάνατος < άγγελος + κρούομαι < κρούω αγγελοκρούομαι = χαροπαλεύω (στην κυριολεξία κρούομαι από τον άγγελο που θα πάρει την ψυχή μου) αγγελοκρούσματα || «...Αλλά τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ' αυτιά. Και όταν πάλι δυνατότερη και πλέον κοντά εξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Αλλά, δόξα να έχη ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από μία γολέτα που έπεσε κοντά και μας έσωσε.» (Ανδρέας Καρκαβίτσας «ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ-Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ»)

αγγελοφοριέμαι = κουβεντιάζω με τον άγγελό μου, είμαι στα τελευταία μου < άγγελος + φοριέμαι. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται εκτός από εδώ, κυρίως στη Μεσσηνία και στην Αρκαδία  αγγελοφορεμένος-η-ο || ''«αγγελοφοριέμαι = κουβεντιάζω με τον άγγελό μου, είμαι στα τελευταία μου» (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")

αγγλέουρας ή αγλέουρας (ο) - 1. φαρμακερό φυτό 2. ιδιωμ. να βγάλεις τον αγγλέουρα (σκασμό), έφαγε τον αγγλέουρα (αχόρταγος) < αλλέουρας < αλλέβουρας < ελλέβορας

αγγρίζω - 1. α) ερεθίζω, εξαγριώνω, εξοργίζω β) προκαλώ κάποιον 2. φέρνω σε διχόνοιααγγρίζομαι 1. α) θυμώνω, οργίζομαι, εξαγριώνομαι β) δυσαρεστούμαι 2. έρχομαι σε ρήξη με κάποιον < μτγν. αγγρίζω άγγρισμα, αγγρισμένος-η-ο

αγγρίφι (το) - άγκιστρο, τσιγκέλι, αρπάγη, ακίδα < μσν. αγγρίφιον < αγρίφιον < μτγν. αγρίφη = τσουγκράνα αγγριφώνω, αγγριφωτός-η-ο

αγδούρι (το) - το βαλσαμόχορτο.Θαμνώδης πολυετής πόα, με ένα πυκνό, φύλλωμα ύψους 30-40 εκατοστά που ξεκινά από το έδαφος. Έχει πολύ μικρά φύλλα και κίτρινα λουλούδια κίτρινα. Ανθίζει Μάιο έως Σεπτέμβριο. Ολόκληρο το φυτό αναδίδει μια έντονα πικάντικη μυρωδιά, ιδιαίτερα τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Λέγεται και αγούδουρας, αγούζαρο, σουμάκι, φουκάλι, βαλσαμόχορτο, σπαθόχορτο, ψυλλίνα, μαζούλι κ.λ.π. Ως αγδούρι συναντάται πολύ σπάνια και μάλλον είναι τοπική ονομασία < ;

αγιουτάρω - βοηθάω, συνδράμω, επικουρώ< ιταλ. aiutare αγιουτάρισμα Η λέξη χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα, στα Κύθηρα, στην Κρήτη καθώς επίσης υπάρχει αναφορά από τις Στενιές Άνδρου // Νόμοι, αλί, χαριστικοί νόμοι και παρανόμοι θα αγιουτάρουν τ' άδικο πόσες γενιές ακόμη; (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ -Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΑΤΥΡΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ»

αγκλιά (η) - 1. αντλία, αυτό με το οποίο αντλούμε ή μεταγγίζουμε υγρά (με συνηθέστερο παλιότερα την κομμένη κολοκύθα που χρησίμευε ως μέσον άντλησης) 2. Η ποσότητα που αντλούμε ή μεταγγίζουμε < αντλία με μετατρ. του ντ σε γκ (σύμφωνα με το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά και το Μέγα Λεξικό Όλης της Ελληνικής Γλώσσης του Δ.Δημητράκου κ.α.) αγκλί, αγκλιστήρι, αγκλώ, αγκλίζω, άγκλισμα = 1. αυτό που αντλούμε, απάντλημα, κένωση, λήψη υγρού από βαρέλι ή δοχείο (άγκλισμα του πηγαδιού για καθαρισμό του) 2. συνεκδ. ο καθαρισμός οικίας από ακαθαρσίες, μάντρας από κοπριές, αγρού από πέτρες, αγκάθια κ.λ.π. Σπάνιες σε χρήση λέξεις αν και περιλαμβάνονται σε αρκετά λεξικά

αγκούσα ή αγγούσα (η) - 1. δυσκολία στην αναπνοή, δυσφορία, δύσπνοια, αγκομαχητό, λαχάνιασμα εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης, συγκίνησης κτλ, δύσπνοια από κούραση, λαχάνιασμα 2. στενοχώρια, φροντίδα 3. βογκητό, στεναγμός, 4. δυνατή συγκίνηση, αγωνία, έγνοια, θλίψη, καημός: 5. πνιγερή ζέστη, καύσωνας < βενετ. angossa < λατιν. angustiae αγκουσεύω-ομαι

αγκυλώνω-ομαι - 1. (για αγκάθι, βελόνα κτλ.) τσιμπώ (αγκυλώθηκε με την καρφίτσα - τα γένια σου μ' αγκυλώνουν) 2. (μτφ.) πληγώνω (τα λόγια σου μου αγκύλωσαν την καρδιά) < αγκύλι (το) = 1. αγκάθι, κεντρί, αγκίδα 2. (μτφ.) διαβολή, αφορμή για καβγάδες < μσν. αγκυλώνω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. αγκύλιον υποκορ. του αρχ. αγκύλη αγκύλωμα, αγκυλωμένος-η-ο

αγκωνάρι (το) - 1. α) μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών β) γωνία ενός κτίσματος 2. (μτφ.) στήριγμα, θεμέλιο< μσν. αγκωνάριν < αρχ. άγκων- (δες αγκώνας) στη σημ.: γωνία τοίχου΄ -άριν

αγκωνή (η) - γωνία (η αγκωνή του ψωμιού, η αγκωνή του σπιτιού) < ομηρ. αγκών αγκωνιάζω, αγκώνιασμα  || "ΑΓΚΩΝΙΑ και ΑΓΚΩΝΗ , συνών, του Γωνία. Από το Αγκών, το οποίον και οι παλαιοί εις σημασίαν τού Γωνία έμεταχειρίσθησαν πολλάκις ίδε τα εις την Ομήρου Ιλιάδα (π., 702)" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 5ος 1835)

αγκώνω - 1. εξογκώνω, πρήζομαι, φουσκώνω 2. χορταίνω, γεμίζω, αηδιάζω, στενοχωριέμαι (ουφ! δεν μπορώ να φάω άλλο, άγκωσα) < αρχ. ογκώ < όγκος άγκωμα, αγκωμένος-η-ο

αγλαΐζω - στολίζω, λαμπρύνω, λάμπω, καλοπίζω αγλαΐζων-ουσα-ον, αγλαός-ΐα-ό, αγλάισμα < μσν. γλαΐζω < αρχ. αγλαΐζω

αγοραστόπροικα (η) - προίκα σε κόρη της οικογένειας (κυρίως σπίτι) η οποία αγοράστηκε για να δοθεί σε αυτή πριν το γάμο  και που κάποιες φορές ήταν και προϋπόθεση για το γάμο < αγοράζω + προίκα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. ||"Η ανάγκη δηλ. προικοδοτήσεων οδήγησε σε ένα μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης προς την Αυστραλία, Αμερική καθώς και σε υπερπόντια ταξίδια με εμπορικά ή αλιευτικά πλοία. Οι αδελφοί με τα χρήματα που αποκτούν αγοράζουν σπίτι (αγοραστόπροικα στο τοπικό ιδίωμα) στις αδελφές ή τους κτίζουν σε δικά του οικόπεδα. Τα τελευταία χρόνια τους αγοράζουν διαμερίσματα στην Αθήνα και στον Πειραιά." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' - Ελ.Π.Αλεξάκης "Θαλάσσια οικονομία, συγγένεια και κοινωνικό φύλο στην Ελαφόνησο Λακωνίας") 

αγουρίδα (η) - άγουρο σταφύλι (Εκφρ.: «αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι» που σημαίνει ότι το καλό πράγμα χρειάζεται το χρόνο του να γίνει, να ωριμάσει) < μσν. αγουρίς < άγουρος

αγώι (το) - 1. το δρομολόγιο, η διαδρομή που κάνει κάποιος (συνήθ. επαγγελματίας) με φορτηγό ζώο ή αμάξι για να μεταφέρει με αμοιβή 2. το σχετικό φορτίο 3. το αντίτιμο, τα κόμιστρα 4. μτφ. κάθε βάρος που αναλαμβάνει κάποιος είτε σαν δουλειά είτε σαν υποχρέωση < μσν. αγώγι(ον) < αρχ. ελλ. αγώγιον = φόρτωμα αμαξιού αγωγιάτης || "Δεν ήτανε, για αυτούς ο πόλεμος. Άλλοι τους βάλανε μπροστά, πρόβατα επί σφαγήν, να πολεμήσουνε, να αφήσουνε σε ξένη γης, για ξένα συμφέροντα τα κόκκαλά τους. Είχανε μέσα τους την ανθρωπιά του μεσογειακού ανθρώπου και ερχότανε αυτή σε αντίθεση με το αγώι που τους βάλανε χα­βαλέ, τα σαλεμένα μυαλά των αφεντικών τους." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

αδερφολογώ ή αδελφολογώ -(για φυτά) πετώ παραφυάδες ή βλαστούς από το ίδιο στέλεχος < αδερφός + λογώ , κατάληξη που εκτός των άλλων σημαίνει και είμαι εφοδιασμένος με, γεμίζω με κ.λ.π. αδερφολόγημα ή αδελφολόγημα. Σπάνια λέξη αναφέρεται μόνο στη σελίδα https://greek_greek.enacademic.com. ||«αδερφολόγημα, το, εκβλάστηση πολλών παραφυάδων από ένα φυτό αδερφολογώ, κάνω πολλά αδέρφια, βλαστάρια, στάχυα κ.λ.π. Κάθε φυτό σταριού, όταν είναι καιρός για αδερφολόγημα, αδερφολογάει πέντε με δέκα στάχυα (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων" || «Το Φλεβάρη π' ανοίγανε οι μέρες τα αδελφολογούσαν* κι άρχιζαν το βοτάνισμα... *κόβω τις παραφυάδες και τα περιττά φύλλα» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") . Βλέπουμε δύο εκδοχές της λέξης, με την πρώτη να συμφωνεί και με την ερμηνεία που αναγράφεται στη σελίδα την ακαδημίας. Με την κατάληξη λογώ όμως, πολλές φορές, εννοούμε και την συλλογή, το κόψιμο (κορφολογώ, βλαστολογώ) οπότε και η δεύτερη εκδοχή είναι πολύ πιθανή.

αδερφομοίρι (το) - ιδιοκτησία που αποκτήθηκε από το μοίρασμα μεταξύ αδερφιών της γονεϊκής περιουσίας (τα κτήματα αυτά είναι αδερφομοίρια) < αδελφομοίριον < αδελφός + μοίρα

αδιαγούμιστος-η-ο - αλεηλάτητος, αυτός που δεν έχει λεηλατηθεί < α- διαγουμισ- (διαγουμίζω) -τος

αδράχνω ή αδράχτω - αρπάζω με δύναμη, ξαφνικά με ορμή < μτγν. δράσσω < αρχ. δράττομαι αδραξιά

αδράχτι (το) - μικρή ράβδος από ξύλο ή καλάμι, που χρησιμεύει για να τυλίγεται σ' αυτήν το νήμα < μτγν. ατράκτιον < άτρακτος = αδράχτι

αερογάμης (ο) - 1. αυτός που καυχιέται για ανύπαρκτες ερωτικές κατακτήσεις και περιπέτειες 2. είδος γερακιού < αέρας + γαμώ

αεροκοπάνισμα (το) - 1. φλυαρία, άσκοπη κουβέντα 2. ματαιοπονία < αέρας + κοπάνισμα αεροκοπανίζω

άζαρη (η) - 1. η λέρα παλαιών σκευών, σκουριά, καπνιά, μαυρίλα 2. μτφ. η μαυρίλα της ψυχής από σκοτούρες βάσανα κ.λ.π.< πιθανολόγηση: άζα < ομηρ. άζη. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. Στο Ομηρικό Λεξικό εκδόσεων Κωνσταντινίδη έτους 1888 αναφέρεται η λέξη άζη ως "κυρ. ξηρασία, έπειτα ο εκ της ξηρασίας ή εκ της αχρηστίας επί των σκευών επικαθιζάνων ευρώς, μούχλα, σκωρία ...", καθώς επίσης υπάρχουν και οι δύο παρακάτω αναγραφές: «άζα (η) κ. έπ. άζη ο κονιορτός, ή ξηρασία Οδ.Χ84 σάκας πεπαλαγμένον άζη* '' παρ'Ήσ. «άσβολος (καπνιά), κόνις, παλαιότης, κόπρος εν αγγείω υπομείνασα» 2) καύμα, θερμότης: Όππ.Κυν.1,134 άζα η ελίοιο* '' ξηρότης του δέρματος : Νικ.Θηρ.304 άζα χροός 3) δημ. προς τη άρχ. σημ. αίθάλη, και η εις τόν τυρόν ριπτομένη άλμη* '' κ. λεπτότατη κόνις ανθράκων και άχυρων : πνίγηκ' από τήν άζα του κάρβουνου,-του άχερου '' κ. τα υπολείμματα τών γεννημάτων, σκύβαλα, λιθάρια κ.τ.τ. έν τω αλωνίω- '' κ. το έκ. πανίου-ή καυλού νάρθηκος ήμίσβεστον έναυσμα ώς και η έξ αυτού τέφρα» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) ||«άζα (η), ξηρασία, καύμα, σκωρία, ρύπος, λέρα» (Α.Ν.Γιάνναρη ΜΙΚΡΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΕΚΔΟΣΗ 1901) || «Αραδιάζανε, λοιπόν, βλα­στήμιες σαρανταποδαρούσες και η δουλειά τους γινότανε, όπως θέλανε. Φαρμακείο ψυχής, ήτανε η βλαστήμια. Λέγανε μερικές ντουζίνες, ρίχνανε την άζαρη, αλαφρώνανε!...» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

αθέρας (ο) - 1. το ακρινό λεπτό μέρος από το στάχυ 2.η κόψη του μαχαιριού, ξυραφιού κ.λ.π. 3. το εκλεκτό, το καλύτερο μέρος, ο αφρός αλλιώς (για πράγματα και για πρόσωπα) < αρχ. αθήρ || «αθέρας (ο) δημ. το λεπτόν και ακανθώδες άκρον του στάχυος, άγανο, άρχ. άβήρ- 2) ή έκ του σίτου λεπτή κόνις: κοσκίνισε το στάρι νά φύγει ο αθέρας• 3) η ακμή μαχαίρας, ξυραφίου κ.τ.τ. 4) μτφ. τό εκλεκτότατον, εξαίρετον μέρος, άλλως ο αφρός) όλου τινός : εδιάλεξε και πήρε τον αθέρα• 5) επί προσώπ. οι εκλεκτοί, οι άριστοι , ξενιτεύτηκε ο αθέρας τών παλληκαριών του χωρίου- '' κ. οιονεί επίθ. : αθέρας είναι ή κόρη αυτή, γνωμ. πού ζητά να πάρει άθέρα παίρνει την κακή του μέρα ' οι απαιτητικοί συνήθως αποτυγχάνουν). (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

αθιβολή (η) - 1. αμφιβολία 2. ομιλία, συζήτηση, αντιλογία 3. επίπληξη, συκοφαντία, δυσφήμηση < μτγν. αμφιβολή < αμφιβάλλω αθιβάλλω || «Από το Αντιβολή των παλαιών παράγεται το Αντιβολώ το οποίον, κατά τον Απολλώνιον, συνώνυμεί με το Συντυγχάνω, ήγουν συναπαντώ αλλ' ήμεις μεταχειριζόμεθα το κοινώς λεγόμενον Συντυχαίνω, αντί τού συνομιλώ και διαλέγομαι. Γίνεται λοιπόν και έκ τούτου φανερόν, ότι το Αθιβολή είναι παραφθορά του Αντιβολή, κατά τροπήν συνήθη τού τι εις το δι και αποβολήν του και όταν ακολουθή το θ) (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1829)

αθυμία ή αθυμιά (η) - στενοχώρια, κακοκεφιά < αρχ. ουσ. αθυμία

αιματολάφτης-ισσα-ικο - 1. αυτός που πίνει αίμα 2. μτφ. αυτός που «πίνει το αίμα των άλλων», που εκμεταλλεύεται του άλλους κ.λ.π. < αίμα + λάπτω = πίνω όπως ο σκύλος με τη γλώσσα. Λίγες οι αναφορές της λέξης και αυτές από κάποια παλιά λεξικά || «Αιματολάπτης, Αιματοπότης, Αιμοβόρος. Τα τρία ταύτα συνώνυμα σημαίνουν άνθρωπον, ότις αγαπά το αίμα, και τούς φόνους. Το πρώτον συνεθίζεται εις την Πελοπόννησον» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1829)  || «...και πάνω εκεί που τον ξαρμάτωνεν ο αιματολάφτης Άρης, του Άδη η Αθηνά το κράνος φόρεσε, να μην τη νιώσει εκείνος.» (Ιλιάδα - Μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη)  || «Ήτανε, ακόμα -και ας φαινότανε το αντίθετο- το χαϊδεμένο παιδί, ο νταλκάς της γερόντισσας και αμαρτωλής Ευρώπης - και όχι μόνο αυτής, αλλά εξ ίσου και έτι περισσότε­ρον, ο έρωτας, η αδυναμία, ο πόθος της ηγούσης πέραν του Ατ­λαντικού, παιδίσκης, να ενωθεί εις σάρκαν μίαν με τον χριστιανομάχο και αχόρταγο ασιάτη αιματολάφτη.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

ακοστάρω - (ναυτ.) πλευρίζω (η βάρκα ακοστάρισε στο μόλο) ακοστάρισμα (το) = πλεύρισμα ακόστα (επιρ.) = πλευρισμένο < ιταλ. accostar(e)

ακραγγίζω - αγγίζω απαλά, μόλις που βρίσκομαι σε επαφή, ακουμπώ με τα άκρα < άκρο + αγγίζω //«Στηνόταν ο χο­ρός, ακράγγιζαν τα πόδια τη γη και πετούσαν οι χο­ρευτές φτερακωμένοι στον αγέρα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΟΙ ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΥ»)

ακρόπρωρο ή ακρόπλωρο (το) (ναυτ.) - γλυπτή διακοσμητική παράσταση στην πλώρη των παλαιών (ιστιοφόρων) πλοίων - φιγούρα, η γοργόνα της πλώρης, μάσκα, ακροστόλιο < ελνστ. ακρόπρωρον = άκρη της πλώρης προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αρχ. πρώρα = πλώρη

ακταιωρός (η) - (ναυτ.) σκάφος του πολεμικού ναυτικού ή του λιμενικού σώματος, μικρού εκτοπίσματος, κατάλληλο για να επιθεωρεί τις ακτές < αρχ. ακτή + ούρος = φύλαξ

αλαλιάζω - (σε φράσεις που περιέχουν κάποια υπερβολή) 1. φέρνω κάποιον σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης, ταραχής και αδυναμίας, παλαβώνω, τρελαίνω (τον αλάλιασε στο ξύλο), (τον αλάλιασε ο πόνος) 2. παλαβώνω, τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου (αλάλιασε από αυτά που του είπαν) 3.μένω άλαλος < άλαλος + ιάζω αλαλιασμένος- η-ο, αλάλιασμα

αλαμπάντα ή αλά μπάντα - 1. (ναυτ.) α) στο πλάι, στη μπάντα, στην πλευρά του σκάφους «βάλε το τιμόνι αλαμπάντα», «φέρε το σκάφος αλαμπάντα», «πέσε στο μόλο αλαμπάντα» β) πλεύση με τον καιρό στο πλάι 2. γενικά η προσέγγιση, η κίνηση, η στάση με το πλάι 3. μτφ. η προσκόλληση «αυτός μου 'χει πέσει αλαμπάντα και δεν μ' αφήνει σε ησυχία» < ιταλ. alla+ μπάντα

αλάργα - 1. (ναυτ.) στο ανοιχτό πέλαγος, στ' ανοιχτά 2. μακριά σε απόσταση αλαργινός-η-ο, αλάργεμα ή αλαργεμός, αλαργάρω = απομακρύνομαι < ιταλ. alla larga

αλατζάς (ο) - 1. βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας, συνήθως προερχόμενο από διάφορα υλικά και χρώματα (απ' ότι έβρισκαν δηλαδή, οπότε το ύφασμα αυτό ήταν συνήθως πολύχρωμο και χωρίς κάποιο σχέδιο) 2. πολύχρωμος, στικτός < τουρκ. alaca αλατζένιος-α-ο, αλατζαδένιος-α-ο || «Για την ενδυμασία φορούσαν απλά φορέματα από αλαντζάδες και για περισσότερη ζεστασιά το χειμώνα είχαν τους μποξάδες...» (Γιάγκος Κοντός «ΕΝΑΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ»)

αλατσόγουρνα (η) - γούβα (γούρνα) στα βράχια κοντά στη θάλασσα που μαζεύεται αλάτι < αλάτι + γούρνα. Υπάρχουν και τοποθεσίες με το όνομα «Αλατσόγουρνες» στην περιοχή μας, λόγω της ύπαρξης τέτοιων γουβών από όπου μαζεύουν αλάτι, κάτι που συμβαίνει και στην Κρήτη, όπως βλέπουμε στη μοναδική αναφορά της λέξης στο διαδίκτυο, σε έκδοση του Κέντρου Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης Νεάπολης Κρήτης (https://repository.edulll.gr/ edulll/retrieve/3949/1186.pdf). Επίσης στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών αναγράφεται ότι σχετική τοποθεσία υπάρχει και στην Κάλυμνο, ότι ως αλατσοόυρνα χρησιμοποιείται στην Απείρανθο Νάξου, καθώς και ότι στη Λακωνία λέγεται και αλατσόσγουρνα

αλαχνά - ρηχά μέσα στη θάλασσα < αλς + άχνη

αλειχοσκούτης (ο) - Τη λέξη συναντάμε στο βιβλίο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων" με την ερμηνεία: ο λαίμαργος που (α)λείχει τα σκουτιά (πιάτα, κουτάλια, κατσαρόλες...)  Σκουτιά όμως είναι τα ρούχα και ίσως η λέξη να εννοεί αυτόν που "γλύφει" μεταφορικά κάποιον (όπως το φιλάει κατουρημένες ποδιές) ή με την έννοια του λαίμαργου θα μπορούσε να συνδεθεί με την σκουτέλα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

αλεποντή (η) - είδος λαχανικού για βράσιμο < ; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. || «Τα καλοκαίρια βάζανε μποστάνια με μαυρόχορτα, βλήτα, μελιτζάνες, αλεποντές, κολοκύθια άγρια και ήμερα, αγγούρια, ατζούρια, πιπεριές, μπάμιες.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") // «αλεποντή-καλλιεργούμενο φαγώσιμο λαχανικό» (https://tahydromakos.blogspot.com/) 

αλεποπορδή (η) - άγριο μανιτάρι με νόστιμη γεύση, το οποίο όταν το πατήσουμε ή το πιέσουμε κάνει πουφ και πετά σε μορφή σκόνης τους σπόρους του και έτσι έχει πάρει αυτό το όνομα < αλεπού + πορδή

αλεσιά (η) - ποσότητα που μπορεί να αλέσει κάθε φορά ο μύλος < αλεσ- (αλέθω) -ιά

αλέστα - σε ετοιμότητα, στη θέση σου < ιταλ. alla lesta

αλεστάρω - προετοιμάζω, διευθετώ, είμαι έτοιμος, πρόθυμος (είμαι αλέστα)< ιταλ. allestare. Ελάχιστες αναφορές στο διαδίκτυο, φαίνεται να χρησιμοποιείται σε Κύθηρα, Λακωνία και Άνδρο

αλετροπόδα (η) - το πίσω και κάτω μέρος τουαρότρου, το πόδι δηλαδή του αλετριού, στο οποίο πατά ο γεωργός για να μπει στη γη το υνί < αλέτρι + πόδα . Επίσης σαν Αλετροπόδα ονόμαζαν οι παλιοί τον αστερισμό του Ωρίωνα, από τα αρχαία όπως φαίνεται χρόνια, αφού αναφέρεται και από τον Θεόκριτο (315-265 π.Χ.). Στο βιβλίο της Ασπασίας Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") αναφέρεται από πληροφορητή, σχετικά με την παρατήρηση των αστεριών από τους παλιούς ανθρώπους «...Βλέπαμε την Άρκτο ή αλλιώς αλεκτροπόδα με τα εφτά αστέρια. Κοιτούσαμε και τον Τραμουντάνα, τον πολικό αστέρα......». Επίσης στο βιβλίο Νικολάου Πολίτου - Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις - Μέρος Β΄ 1904) αναγράφεται: «...Οι εκδόται του Θησαυρού του Ερρίκου Στεφάνου παραθέτουσι χωρίον εκ του σχολιαστού του Αράτου, καθ' ώ ο Ωρίων ιδιωτικώς καλείται αλεκτροπόδιον. Η λέξις όμως έχει πλημμελώς αντί αλλετροπόδιον. Εκ της πλημμελούς δε γραφής πλανηθείς ο Κ.Ο.Muller προσεπάθει να συμβιβάση το σχήμα του αστερισμού προς την παράσταση κολοσσιαίου ποδός αλέκτορος.». Οι δύο παραπάνω αναφορές δεν μπορούμε να ξέρουμε αν έχουν σχέσεις μεταξύ τους μιας και δεν υπάρχουν άλλες αναφορές της λέξης. Στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών αναφέρει στις σημειώσεις του σχετικού λήμματος, ότι ως αλετροπόδα λένε τον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου στον Βασσαρά Λακωνίας και στην Αρτάκη της Προποντίδας, άρα είναι πιθανό και στα μέρη μας να έλεγαν αλετροπόδα την Μεγάλη Άρκτο η οποία σημειωτέον ότι το σχήμα της, συχνά και σε άλλα μέρη, σχετίζεται με το άροτρο γενικότερα

αλετροχέρα ή αλετροχέρη (η) - το σημείο του αλετριού το οποίο κρατάει ο ζευγολάτης, η λαβή του αλετριού < αλέτρι + χέρι . Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο // Στα ξύλα (κέρατα των βοδιών) ήτανε τυλιγμένο σκοινί. Το ξετύλιγε ο ζευγολάτης όσο χρειαζόταν και το 'δενε στην αλετροχέρη (το μέρος που κρατούσε ο ζευγολάτης το αλέτρι), έπαιρνε τη βουκέντρα και σκούνταγε τα ζα να ξεκινήσουν» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

αλευρογυρίζω - στριφογυρνάω, γυρίζω γύρω-γύρω χωρίς να κάνω κάτι, περιφέρομαι ασκόπως < αλεύρι + γυρίζω αλευρογύρισμα

αλευρομαγειρεύω - κάνω ενέργειες χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα < αλεύρι + μαγείρεμα αλευρομαγείρεμα

αλιάδα (η) - η σκορδολιά < ιταλ. agliada < βεν. agiada

αλιβάρβαρο (το) αυτοφυές χόρτο. Τα νεαρά φύλλα τρώγονται σε ωμή σαλάτα, βράζονται διατηρώντας την πικράδα τους, μαγειρεύονται φρικασέ, ενώ για πολλούς γίνονται ανάρπαστα για τουρσί < ;

αλικοντίζω ή αλικοντάω, αλικοντίζομαι - εμποδίζω-ομαι, παρεμποδίζω-ομαι, κοντράρω-ομαι, αναχαιτίζω-ομαι < αντί + ακοντίζω ή τουρκ. alikodum (αόριστος του alikomak) αλικόντισμα (το) , αλικόντια (η) , αλικοντισμένος-η-ο || "...Τον κοινωνάνε για να μην πάει χωρίς εισιτήριο, για να μην βρει αληκόντια στο δρόμο για τον άλλο κόσμο..." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "Στοιχεία Λαϊκού Πολιτισμού") 

αλισβερίσι (το) - δοσοληψία, πάρε δώσε < τουρκ. alisveris = πάρε δώσε

αλισίβα (η) - σταχτόνερο που χρησιμεύει για το πλύσιμο ρούχων και μαγειρικών σκευών και στην παρασκευή κάποιων γλυκών < ιταλ. lisciva < λατιν. lexiva αλισιβιάζω, αλισίβιασμα  || «Αλισίβα (η) δημ. Ιταλ. ' το μετά τέφρας ξυλανθράκων (καρβουνόσταχτης) βεδρασμένον θερμόν ύδωρ, τό έν συνήθει χρήσει διά πρώτον πλύσιν ακαθάρτων μαγειρικών σκευών, λοπάδων, πινακίων κττ. ή τό δι ου αποσταζομένου μέσον πυκνού υφάσματος περιχύνονται εστοιθασμένα (μπουγαδιασμένα) μετά πρώτην αυτών πλύσιν βαμβάκινα ή λινά ιμάτια, οθόναι κττ. Ασπρόρρουχα 'άλλως δημ. θολόσταχτη, σταχτόνερο, θερμός. 2) δημ. βοταν. ή άλμυρίς, άγριον φυτόν ποώδες, απαντών συνήθως είς παραλίους γαίας, βοσκήσιμον άλλως δημ. άλμυρίδι, άρμυρήθρα.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

αλιφασκιά (η) - 1. το φυτό φασκομηλιά 2. το ρόφημα που γίνεται από τα φύλλα του παραπάνω φυτού φασκόμηλο < μσν. αλιφασκιά < ελιφασκιά < αρχ. ελελίσφακος

αλλαξοβασιλίζω - αλλάζω γνώμη, άποψη, στάση ή συμπεριφορά < πιθανολόγηση: αλλάζω + βασιλίζω (= είμαι με το μέρος του βασιλιά) αλλαξοβασίλισμα, αλλαξοβασιλισμένος-η-οΔεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

αλλαξοχάραγος-η-ο - αυτός που αλλάζει έκφραση  το πρόσωπό του, από κάτι που τον τάραξε που, τον ξάφνιασε κ.λ.π. < αλλαγή + χαραγή (πιθανά με την έννοια ότι χαράσσονται άλλες γραμμές έκφρασης στο πρόσωπο σαν γκριμάτσες ;) Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. || "αλλαξογάραχος, ο, αυτός που αλλάζει έκφραση (χαραγή), ανήσυχος, τρομαγμένος" (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων" 

άλλειμα (το) - το λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα των ζώων το οποίο χρησιμοποιούσαν αντί για γράσο σε διάφορες εργασίες, όπως στο σύρσιμο και το ρίξιμο των σκαφών, αλείφοντας τις ξύλινες σκάρες για να γλιστράει πάνω σε αυτές το σκάφος < αλείφω (στον Όμηρο το ρήμα χρησιμοποιείτο κυρίως για λίπος και λάδι)

αλμίζω - αλατίζω, παστώνω < μτγν. αλμίζω

άλμπα - 1. χάραμα 2. (ναυτ.) «καλάρισα άλμπα» = έριξα τα παραγάδια ή τα δίχτυα λίγο πριν το χάραμα και αμέσως μετά το χάραμα άρχισα να τα σηκώνω < λατιν. alba

αλμπάνης-ισσα-ικο - 1. πεταλωτής 2. μτφ. ατζαμής, αδέξιος, ανίκανος, αυτός που δεν κατέχει ικανοποιητικά την τέχνη ή την επιστήμη του < τουρκ. nalbant

αλουές (ο) - (ναυτ.) ο εσωτερικός ή εξωτερικόw διάδρομος του πλοίου < αγγλ.hallway ή alleyway

αλτάνα (η) - μικρός κήπος στην αυλή σπιτιού < ιταλ. altana

άλτο (το) - ύψος (αυτό το δίχτυ έχει μεγάλο άλτο) < ιταλ.alto

αλυχτάω - (για σκύλο) γαυγίζω < υλακτέω < υλακτή = γαύγισμα αλύχτημα

αλωνάρης (ο) - 1. ο αλωνιστής 2. ο μήνας Ιούλιος < αλώνι

αμάδα (η) - 1. μικρή επίπεδη πέτρα κυκλικού σχήματος, που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια (ρίχνω την αμάδα) 2. (πληθ.) ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με αμάδα (παίζουν (τις) αμάδες) < μσν. αμάδα ίσως < ομάδα (επειδή είναι ομαδικό παιχνίδι) ή μάδα < σημάδα < μσν. σημάδιν < αρχ. σήμα (επειδή με την αμάδα σημάδευαν στόχους) || «...Στο τραβερσάρισμα, τρακαριστήκανε, πιάσανε το λακριντί και όπως, η πέτρα κυλάει και βρίσκει την αμάδα, έτσι οι δύο τους, ξερομαχισμένοι, για δρόσισμα, ρεβανίσανε, ολοταχώς και μπουκάρανε στου Μαρκαντώνη....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

αμάκα (η) - 1. η απόκτηση αγαθών εις βάρος άλλων, παρασιτισμός 2. ως επίρρημα = τζάμπα, δωρεάν < βενετ. α maca = με έξοδα άλλου αμακαδόρος-ισσα-ικο ή αμακαδόρικος-η-ο

αμαλαγιά (η) - 1. τόπος ή περιοχή στη γη ή στη θάλασσα που είναι αμάλαχτος, άθιχτος, ήσυχος. Κατά συνέπεια τέτοιος τόπος είναι πλούσιος σε βλάστηση και βρίσκουν τα ζώα τροφή (τα πρόβατα βρήκαν καλή αμαλαγιά) καθώς επίσης τα ψάρια τροφή και ησυχία (εδώ είναι αμαλαγιά, έχει πολύ ψάρι) < πιθανολόγηση: αμάλαγος-η-ο (αυτός που δεν έχει μαλαχτεί)

αμελέτητα (τα) - τα γεννητικά όργανα, ιδίως σφαγμένου ζώου < αμελέτητος

αμέτι μουχαμέτι - με το ζόρι, με κάθε τρόπο, πεισματάρικα, με επιμονή, οπωσδήποτε (το 'βαλε αμέτι μουχαμέτι να καταφέρει) < τουρκ. amet muhabbet

αμιραλής (ο) - ναύαρχος < γαλλ. amiral

αμορόζος-ούζα ή μορόζος-α - αγαπητικός, εραστής < ιταλ. amoroso- amourousa.

άμορος-η-ο - 1. αυτός που στερείται, που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι 2. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, καλό πεπρωμένο 3. μια άλλη έννοια του άμορος που συναντάμε, είναι του άφαντος, εξαφανισμένος || «Άμορος είχε γίνει, και δεν ακούστηκε πλια. Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε· ήτον στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θα ᾽ρθη, και δεν ερχότανε.» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η αποσώστρα») < αρχ. άμορος < α στερ. + μόρος < μείρομαι = παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει 4. Στην περιοχή μας άμορα λένε και τα ποντίκια (πιθανά επειδή είναι αυτά που δεν έχουν καλή μοίρα, που πρέπει να ψοφήσουν ή μήπως αυτά που είναι άφαντα;). Την ερμηνεία αυτή βρίσκουμε και στη σελίδα «https://greek_greek.enacademic.com»

άμπακος (ο) - 1. ο πυθαγόρειος πίνακας πολλαπλασιασμού 2. έκφρ. «ξέρει τον άμπακα» = είναι σοφός, πολυμαθής, «έφαγε τον άμπακα» = έφαγε πάρα πολύ, «του 'ψαλα τον άμπακα» = του τα 'ψαλα για τα καλά < ιταλ. abbaco < λατιν. abacus < αρχ. άβαξ « Το πιάτο ως σύνολο λεγότανε πινάκιο. Δηλαδή μικρός πίναξ, σανίδα. Γιατί πάνω σε σανίδες σερβίριζαν τα κρέατα.Τώρα το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τον πίνακα του δικαστηρίου όπου καταγράφονται οι δίκες μιας μέρας. Το πινάκιο παραμένει μόνον στην έκφραση "αντί πινακίου φακής" δηλ. πολύ φθηνά. Άλλη λέξη για τον σανιδένιο πίνακα ήταν ο "Άβαξ" [Hofman σ.1] η Άβακας ή Άμπακας (επηρεασμένο από το λατινικό Abacus). Η ρίζα της λέξης πιθανόν να είναι Εβραϊκή (βλ Προφήτης Αβακούμ). Η Φράση φαγε τον άμπακα/άμπακο" σημαίνει έφαγε καθ΄υπερβολήν , έφαγε και το πιάτο, ...μεταφορικώς.» (ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ www.stougiannidis.gr) || «...Αρχικά λοιπόν έχουμε "ξέρει τον άμπακο". Στη συνέχεια η λέξη άμπακος μετέπεσε στη σημασία του μεγάλου πλήθους, έτσι ο Πολίτης αποδελτιώνει επίσης την έκφραση "του έψαλε τον άμπακο" η οποία είναι συχνή στη λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα -τη βρίσκουμε επανειλημμένα στον Σουρή, π.χ. "Καταλαλούν τον Κόντη μας, τον άμπακο του ψάλλουν". Από εκεί δεν είναι παρά ένα βηματάκι για να πει κάποιος "έφαγε τον άμπακο" και "ήπιε τον άμπακο" δηλαδή "πάρα πολύ" και αυτή η χρήση έμεινε, ενώ οι πρώτες, οι αρχικές ξεχάστηκαν....» (ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ www.sarantakos.com)

αμπάς (ο) - χειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντροϋφασμένο μάλλινο ύφασμα που το φορούσαν συνήθ. οι γεωργοί, οι ναυτικοί κτλ. < τουρκ. aba (από τα αραβ.)

αμπάρι (το) - η αποθήκη των πλοίων ή των καϊκιών, κάτω από το κατάστρωμα < τουρκ. αmbar αμπαριάζω = αποθηκεύω αμπαριασμένος-η-ο, αμπάριασμα   || «... Ό,τι του χρειαζότανε το είχε αμπαριάσει κρυφά από τη μάνα του, στο σπίτι, όπως το χταπόδι που καβουλιάζει με τα οχτώ ποδάρια του τη λεία του και τηνέ φέρνει στο θαλάμι του, στη φωλιά του, για να την φάει με την ησυχία του...» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

αμπάριζα (η) - 1. είδος παιχνιδιού σε ανοιχτό χώρο με συμμετοχή πολλών παιδιών 2. παίρνω αμπάριζα = παρασέρνω, γκρεμίζω στο πέρασμά μου < αλβαν. ambareze

αμπασαδούρα =χαμήλωμα, κατέβασμα, άπλωμα < αμπάσος < ιταλ. abbassare = κατεβάζω, χαμηλώνω . Η μοναδική εκτός Βατίκων αναφορά, βρίσκεται σε μία ιστοσελίδα που περιγράφει τον φάρο Αλεξανδρούπολης: «Οι ναυτικοί λένε την ακτή της πόλης μας « αμπασαδούρα», δηλαδή χαμηλή ακτή που δεν διακρίνεται εύκολα από απόσταση»      || « Ήτανε η οικογένεια Τσάκου, η οποία ζούσε στα «Kαλυβάκια» και στη «Βίγλα» και ακόμα σώζονται οι παραδόσεις γιατί τα κτήματα ανήκουν σε αυτούς, η οικογένεια Μέντη η οποία ήτανε δυο οικογένειες Μέντη που η μία ήτανε στις «Ελιές» στην αμπασαδούρα του νησιού μας που χωρίζει τους πρόποδες του νησιού με τις «Ελιές», και η οικογένεια Αρώνη η οποία κατοικούσε στη «Φιδοσπηλιά» κι έπιασε το μέρος του Κάτω Νησιού» (Τ.Ε.Ι. Ηπείρου Σχολή Μουσικής Τεχνολογίας Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Θέμα: Κοινωνικές μεταλλάξεις και ταυτοτικά σύμβολα: Η περίπτωση της λύρας στην Ελαφόνησο Λακωνίας 1930-1960. Της σπουδάστριας: Τζερεφού Ν. Αντωνίας Επόπτρια Καθηγήτρια: Μάργαρη Ν. Ζωή) || «Στην πρώτη γραμμή έκανε σκάλα, στην Ψαφάκα, στον Άγιο Βασίλη, στα Καλένια, στο Παραδείσι και από την αμπασαδούρα της Κριθίνας έφτανε στην Κάτω Καστανιά, ύστερα στην Πάνω Καστανιά και από εκεί ανηφόριζε για το Φαρακλό... » (Τζώρτζης Ανωμήτρης «Παναγιώτης Φωκάς, Ο Ταχυδρόμος» -Δημοσίευμα εφημερίδας ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

αμπάσος-α-ο - 1. πλατύς, κοντός και απλωτός σε σχήμα (αμπάσα βάρκα) 2. κατώτερος 3. χαμηλός < ιταλ. abbassare = κατεβάζω, χαμηλώνω αμπάσο (επιρ.) = χαμηλά, χαμηλόφωνα, αμπασαδούρα = χαμήλωμα, κατέβασμα, άπλωμα || « Ήτανε η οικογένεια Τσάκου, η οποία ζούσε στα «Kαλυβάκια» και στη «Βίγλα» και ακόμα σώζονται οι παραδόσεις γιατί τα κτήματα ανήκουν σε αυτούς, η οικογένεια Μέντη η οποία ήτανε δυο οικογένειες Μέντη που η μία ήτανε στις «Ελιές» στην αμπασαδούρα του νησιού μας που χωρίζει τους πρόποδες του νησιού με τις «Ελιές», και η οικογένεια Αρώνη η οποία κατοικούσε στη «Φιδοσπηλιά» κι έπιασε το μέρος του Κάτω Νησιού» (Τ.Ε.Ι. Ηπείρου Σχολή Μουσικής Τεχνολογίας Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Θέμα: Κοινωνικές μεταλλάξεις και ταυτοτικά σύμβολα: Η περίπτωση της λύρας στην Ελαφόνησο Λακωνίας 1930-1960. Της σπουδάστριας: Τζερεφού Ν. Αντωνίας Επόπτρια Καθηγήτρια: Μάργαρη Ν. Ζωή)

αμπέχονο (το) - μπλούζα της στρατιωτικής στολής, με πολλά κουμπιά και πολύ εφαρμοστό χιτώνιο < αρχ. αμπέχονον < αμπέχω < αμφιέχω = έχω γύρω γύρω

αμπόδεμα (το) - μάγια που έκαναν στο νιόπαντρο ζευγάρι (κυρίως στον άντρα) και το έκανε ανίκανο για συνουσία, κάτι που έκαναν οι  αντίζηλοι ή ζηλόφθονοι άνθρωποι και το ανάθεταν σε εξειδικευμένες γυναίκες τις αμποδέστρες < αρχ. αποδένω (δένω εντελώς), σε συνδ. και του εμποδίζω  αμποδένω, αμποδεμένος-η-ο|| "Το κάρφωμα το λένε και αμπόδεμα. Πριν από το γάμο έβαζαν μέσα από τα ρούχα της νύφης ένα μικρό σταυρό από καλάμι και στη μέση αυτής και του γαμπρού από δίχτυ ψαράδων σε τρεις γύρους σφιχτά. Πιστεύουν ότι την ώρα που λέει το Ευαγγέλιο ο παπάς, κατά τη στέψη, όποιος θέλει να  αμποδέσει τους νεόνυμφους, πάει κοντά του και ανοιγοκλείνει τρεις φορές κρυφά μέσα στην τσέπη του ένα μαύρο σουγιαδάκι με ξύλινο χέρι, λέγοντας μαγικά λόγια. Αν ο γαμπρός είναι αμποδεμένος επί 34 ημέρες μετά τη στέψη στέλνει η μητέρα του τα γαμπριάτικά του εσώρουχα στην εκκλησία, για να τα διαβάσει ο παπάς και να λυθεί το αμπόδεμα." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)        Η πρόληψη αυτή ήταν πανελλήνια, αλλά πιο ζωντανή στην Πελοπόννησο. Υποτίθεται ότι ο ζηλόφθονος αμποδέτης (αμποδέστρα συνήθως) πήγαινε να σταθεί πίσω από το αντρόγυνο και, την ώρα που ο παπάς έλεγε το «Ευλογητός», έδινε κόμπους μια κόκκινη κλωστή λέγοντας «Όπως δένω τον κόμπο, έτσι να δεθεί ο γαμπρός».           Στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα, οι χωριάτισσες ζητούν από τον Τζιρτόκωστα μαγικά βότανα για «το αμπόδεμα και το λύμα του· το αβάσκαμα και το γήτεμα του». Στη Λυγερή, του ίδιου, μια αμποδέστρα, όπως λέγονταν οι γυναίκες που ήξεραν να αμποδένουν, συμβουλεύει τη μάνα του γαμπρού «να δώσει εις τον υιόν της να κρατεί επάνω του το Τετραβάγγελον, διά ν' αποφύγει την κακοβουλίαν άλλης καμιάς αμποδέστρας».

αμποτά - (επιρ.) σπρωχτά, απωθώντας < πιθανολόγηση: αμπώνω ή και αμπώχνω (σπρώχνω, ωθώ)<αμπόθω< εμπώθω. Οι παραπάνω λέξεις φαίνεται να χρησιμοποιούνται και στα Εφτάνησα κυρίως, αλλά και στην Ήπειρο, με πιο σπάνια τη λέξη αμποτά. ||ΑΜΠΩΘΩ (pousser), Απόλλων, ο εν Τύρ. «Και αμπώθει τον ο άνεμος, κ' η θάλασσα τον βγάνει». Πιθανόν ότι είναι το Απώθω των παλαιών, με την προσθήκην του μ, ως λέγουν (χυδ.) και Γρεμπίδα την Κρηπίδα, και Λεμπίδα την Λεπίδα...... Εμπώθω.Κατά ταύτην λοιπόν την σημασίαν το ρήμα εις τον Απολλώνιον και εις την κοινήν γλώσσαν ίσως μετεστράφη εις το Αμπώθω από το Εμπώθω, ώς και άλλα πολλά τοιαύτα παραδείγματα (Ζ. Αντάμα και Εντάμια. Το Εμπώθω τούτο παράγεται αβιάστως από το Εμπόω, ώς το Γνόω έγινεν εις την κοινήν γλώσσαν Γνώθω, και το Νοώ, Νοιώθω. Του Eμπόω ή κυρία σημασία είναι Εμπόγω τι, διά νά φράξω (boucher), και το βηματικόν του έμπωμα, ως από το απλούν πάω είχαν οι παλαιοί το πώμα (bouchon). Τούτο πρώτον εσήμαινε το εμπώθω έπειτα, καταχρηστικώς εσήμανε και το απλώς κουντώ τι, μεταβαλθέν βαρβάρως εις το Αμπώθω. Τούτου μαρτύριον ακόμη, ότι το Αμπώθω ελέγετο και Αμπώνω (κατά το Νοιώνω και Νοιώθω), ήγουν από το αυτό πάλιν Εμπόω, Εμπόνω (ώς Χρυσόω, Χρυσόνω), όπου δεν έχει πλέον τόπον το Ωθώ.Ζ. και Πόθω.(Αδαμάντιος Κοραής - ΑΤΑΚΤΑ ΤΟΜΟΣ 2, 1829) || «Οι πλωριοί και οι πρυμνιοί κάθονταν αντικρυστά. Οι πλωριοί τραβούσαν το κουμπί έλκοντάς το και λεγόταν "πάνω τους" ενώ οι πρυμνιοί το έσπρωχναν και λεγόταν "αμποτά". Η δουλειά των πρυμνιών ήταν πιο ζόρικη. Επιπλέον, επειδή αυτοί έβλεπαν μπροστά λειτουργούσαν και σαν τιμόνι δηλαδή έστριβαν ανάλογα τη βάρκα» (Λάμπρος Δημ.Μέντης Ελαφόνησος, περιγράφοντας τους ναύτες της κωπήλατης τράτας ) || « Οι δυο ναύτες πρυμνιοί αμποτά (όρθιοι) τραβούσαν κουπί. Οι δυο πλωριοί καθόντουσαν στους πάγκους» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου «ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»

άμποτε - είθε, μακάρι < αν + ποτέ

ανάβαλος (ο) - το πηγαίο νερό που ανεβαίνει με ορμή από το βυθό της θάλασσας χωρίς άντληση < ανά + βάλλω

ανάβαθος-η-ο - που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος, ρηχός, άβαθος ανάβαθα επιρ. < ανά + βάθος  || «ΑΝΑΒΑΘΟΣ, ρηχός, όλιγόνερος. Ποταμός άναβαθος, Πηγάδιον ανάβαθον, Ανάβαθα νερά, τα όποια και Ρηχά άπλώς ονομάζονται, ώς δυνατά νά περασθώσι με τους πόδας χωρίς κίνδυνον. Λέξις σύνθετος από το Βαθύς και το στερητικών ά, Αβάθος (Ελλην. Aβαθής), και με την επαναδίπλωσιν τής στερήσεως, Ανάβαθος (Ζ.Α στερητικόν).» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1829)

αναβάθρα (η) - το μέσο με το οποίο ανεβαίνουμε, κλίμακα, σκάλα < αρχ. αναβάθρα < ανά + βάθρον

αναβοϊκό ή αναβοή - ξαφνικό, απότομο, απρόσμενο, συνήθως στην έκφραση «μου ήρθε αναβοϊκό» = ή «μου ήρθε μια αναβοή» = μου ήρθε ξαφνικό ή μου ήρθε τόσο απρόσμενα που βουίξε το κεφάλι μου < πιθανολόγηση : αρχ. αναβοώ = φωνάζω δυνατά, συνήθ. από έκπληξη, πόνο, θλίψη κτλ. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ανάβολα - αδέξια, άβολα< ανά + βολή ανάβολος-η-ο = άβολος, ανάποδος, δύστροπος

αναβόλα (η) - πεζούλα, πεζούλι < πιθανολόγηση: αρχ. αναβολάς < αμβολάς = χώμα βγαλμένο από τη γή αναβολιάζω= φτιάχνω πεζούλες

αναγαδεύω-ώνω - αναδεύω, ανακατεύω < πιθανολόγηση: αναδεύω αναγάδεμα, αναγαδεμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

αναδερός-η-ο - αραιός, νερουλός, αυτός που μπορεί να αναδευτεί δηλαδή (το φαγητό είναι αναδερό) < αναδεύω (ανακινώ, ανακατεύω, κινώ ελαφρά) < ελνστ. αναδεύω αναδεύω, ανάδεμα, αναδεμένος-η-ο. Η λέξη έχει ελάχιστες αναφορές στο διαδίκτυο και όπως αναφέρεται στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών χρησιμοποιείται στην Κρήτη και στη Μάνη 

ανάδρομος (ο) - (ναυτ.) ένα από τα σχοινιά που είναι τεντωμένα λοξά από το κατάρτι στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο ή από το ένα κατάρτι στο άλλο < ανά + δρόμος. Οι ανάδρομοι λέγονται και στράλια (τα), όπως τα αναφέρει και ο Καβαδίας στο ποίημα «Σταυρός του Νότου» < πιθ. αρχ. γερμ. strale = μτφ. ακτίνα φωτός "Από το αρχαίο γερμανικό STRALA Μεσαιωνικό strâle, strâl = Αγγλοσαξωνικό srael,συγχ. Αγγλ. Stay,(Noun : any of various strong ropes or wires for steadying masts, funnels, etc. ) Λιθουανικό striela, αρχαίο σλαβικό strêla,Ρωσσικό strěla, strale ανάδρομοι, Λιθουανικό striela, αρχαίο σλαβικό strêla,Ρωσσικό strěla, Σερβικό. strijelà. Σημαίνει βέλος , σαΐτα αλλά και κεραυνός και μεταφορικώς ακτίνα φωτός (πβλ. συγχρ. Γερμ. Strahl που σημαίνει και αυτό ακτίνα φωτός. Ο πληθυντικός του strale είναι strali στράλι που εξελήφθη ως ενικός ουδετέρου (το στράλι και τα πολλά έγιναν τα στράλια). Τα στράλια είναι σχοινιά κι όχι βέλη, ονομάστηκαν έτσι από τη μεταφορική έννοια του strale = ακτίνα, μια και τα στράλια κατεβαίνουν ακτινωτά από το κατάρτι προς το κατάστρωμα." (Άρης Στουγιαννίδης, www.stougiannidis.gr)

ανάζερβη (η) - σφαλιάρα με την επάνω επιφάνεια του αριστερού χεριού, ανάποδη, ανάστροφη < μσν. ζερβός < ζαρβός < ζαβρός < ζαβός ίσως με επίδρ. του αριστερός) αναζερβίζω = ρίχνω ανάζερβη

ανάκαρο (το) - δύναμη, κουράγιο ανακαρώνω - δυναμώνω, αναλαμβάνω δυνάμεις < ανακαρώνω < ανά + αρχ. καρώ ανακαρωμένος-η-ο, ανακάρωμα

ανακαψίλα (η) - 1. φούντωση, κάψα  2. στομαχική καούρα < ανά + κάψιμο. Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στην Ηλεία καθώς και στην Κυνουρία.

ανακλαδίζομαι - τεντώνομαι απλώνοντας χέρια και πόδια, συνήθ. για να ξεμουδιάσω < ανακλαδίζ(ω) -ομαι κατά το τεντώνομαι < ανα- κλαδ(ί) -ίζω ανακλάδισμα  || «ανακλαδίζομαι δημ. εκτείνω χαύνως τάς χείρας ή και τους πόδας έκ κοπώσεως ή ασθενείας,τεντώνομαι, ξεντολογιέμαι: άνακλαδίζεται το παιδί άπό τή θέρμη 2) κάθημαι οκλαδόν, σταυροπόδι και άκουμβών που τα νώτα : καλά μου άνακλαδίστηκες κοντά στό τζάκι.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

ανακλανιέμαι - τεντώνω τεμπέλικα το κορμί και τα άκρα < πιθανολόγηση: ανάκλασις = η προς τα πίσω κάμψη, αναστροφή, κύρτωση   ανακλάνημα. Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στη Μεσσηνία ||  «Που και που, τάχα για να ξεμουδιάσουν, σηκώνανε το κορμί, τεντώνανε χέ­ρια πόδια, ανακλανιόντουσα και δώστου σκυψήματα και χάχα­να και νάζια και ματιές στους περαστικούς και πυρκαγές άσβυστες που κατακαίγανε τα μπατζάκια και το κατωκόρμι του πλήθους....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

ανάκλαστο (το) - εξάρτημα του αργαλειού < πιθανολόγηση: ανάκλασις = η προς τα πίσω κάμψη, αναστροφή, κύρτωση. Η ονομασία του εν λόγω εξαρτήματος, το οποίο  δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί (πιθανά το ξύλο που προσαρμόζεται στο πίσω αντί και κοντράρει φρενάροντάς το για να τεντώνει το νήμα) και ποιο ακριβώς είναι, δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται κάπου αλλού, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά|| «Βρεθήκανε όμως και ψυχωμένοι Νεαπολίτες που κάμανε το χρέος τους, το πατριωτικό. Η θειά Τσακοπετρού φάνηκε ά­ντρας. Μπουκάρισε στο σπίτι και τράνταξε, διάλυσε τον αργα­λειό της. Όξω ήτανε μαζεμένο το ανθρωπολόϊ. Πετούσε, λοι­πόν, αντιά, ανάκλαστο, σαΐτες, ξίγκλες, σφιχτούρια, αδράχτια, θρομύλια, ποδαρικά.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

ανακομίζω - 1. μεταφέρω 2. φέρνω επάνω 3. (προκ. για οστά) μεταφέρω από τον τάφο < αρχ. ανακομίζω ανακόμιση, ανακομιδή

ανακούρκουδα - επίρρ. σε κάθισμα βαθύ, δηλ. πάνω στις φτέρνες με λυγισμένα γόνατα < ίσως < ανα- ελνστ. κλωκυδά < αρχ. οκλαδόν

ανακωλώνω - 1. φέρνω τα πάνω κάτω ή τα κάτω πάνω 2. οπισθοχωρώ, υποχωρώ 3. σηκώνω τα ρούχα (κάπ.) αποκαλύπτοντας τα οπίσθια < ανά + κώλος + κατάλ. ώνω.

ανάλαδος-η-ο - δίχως λάδι < αν στερ. + λάδι

αναλείχω - 1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι 2. αναδίδω υγρασία 3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα < ανά + λείχω = γλείφω < λατ. lingo ||"ΑΝΑΛΕΙΧΙΣΜΑ, ενέργεια του γλύφοντος τι. Ρηματικόν του αχρήστου Αναλειχίζω, από το χρηστόν Αναλείχω " (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 5ος 1835)

αναλιγώνω-ομαι - 1. (συνήθ. για λιπαρή ουσία) κάνω κάτι ρευστό, το λιώνω (έκφρ.) αναλίγωσε το αίμα μας, ζεσταθήκαμε, δεν είμαστε πια παγωμένοι από το κρύο. 2. αισθάνομαι προσωρινή εξάντληση των σωματικών μου δυνάμεων < μσν. αναλιγώνω < ανα- λιγώνω < αναλύω

αναμπαίξουλος-η-ο - 1. αυτός που εμπαίζει συνέχεια του άλλους 2. ο αδέξιος, αυτός που δεν πιάνουν τα χέρια του, αυτός που οι κινήσεις του είναι κρύες και άνευρες < αναμπαίζω = περιγελώ, εμπαίζω < μσν. αναμπαίζω < ανεμπαίζω < αν(α)- εμπαίζω. Τη λέξη χρησιμοποιούμε στα Βάτικα και με τις δύο παραπάνω έννοιες. ||«Αναμπέξαλλος": Απρόσεκτος, παράξενος, στραβόξυλο, απρόβλεπτος στη συμπεριφορά του. Πιθανόν από το αρχ.-ελλ. "άπτω", που αργότερα απαντάται ως "ανάπτω", από τον παρακείμενο του οποίου παράγονται οι λέξεις "άναμμα", "αναμμένος" και από το ρήμα "εξάλλομαι": πηδώ έξω από τίνος τόπου, τινάσσομαι έξω εκ της θέσεώς μου, επί ίππων ίσταμαι ορθός επί τών οπισθίων ποδών και οπισθοδρομών (www.sarakatsiana.gr) « άναμπαιγμα (τό) δημ. κ. άνέμπ- ό εμπαιγμός, τό περιγέλασμα( ό,τι τις περιγελά, τό αντικείμενον εμπαιγμού ά. περίπαιγμα, περιγελά: με τίς ανοησίες του έγινε άνάμπαιγμα του κόσμου» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) || "αναμπέξουλος, ο, αυτός που εμπαίζει συνέχεια του άλλους [ανά+ εν(μ)+ παίζω]. Οι παλιοί έλεγαν: πάψε, κρύε αναμπαίξουλε, να κοροϊδεύεις τους άλλους" (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων" 

αναντάν μπαμπαντάμ - από μάνα και από πατέρα, από καταγωγή, ανέκαθεν < τουρκ. anadan babadan

ανανογιέμαι - αναλογίζομαι, ανακαλώ στη μνήμη, σκέφτομαι < μτγν. ανανοέω < ανά + νοέω || "ΑΝΑΝΟΟΥΜΑΙ, αντί του Αισθάνομαι. Ο Ζήνος (εις την μετάφρασιν τής Βατραχομυομαχ. 83) είπε, Δαγκάνω τον στο δάκτυλο, και δεν ανανοάται, ερμηνεύων του Ομήρου (Βατραχομυομαχ. 46) το « Και " ού πόνος άνδρα κανε ». 2 ) Αναλογίζομαι, ανακρίνω. Λαμβάνει ταύτην την σημασίαν άπό τό ουσιαστικόν Ανανούς, λέξιν ιδίαν της γλώσσης, ώς εις την παροιμιώδη ταύτην φράσιν, Εχει νουν και ανανούν" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)  ||  «...Οι αρμοί στα πόδια τους μπαντονάρανε και τους συγκολλήθηκε μια τρομάρα μέσα τους, με όσα βλέπανε και ανανογιόντουσα ότι ήρθε, ζύγωσε, το τέλος τους....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

ανάπλωρα - (ναυτ.) με την πλώρη προς τη μεριά του αέρα, κόντρα στον αέρα < ανά + πλώρη < αρχ. πρώρα αναπλωρίζω = γυρίζω την πλώρη του πλοίου προς την πλευρά του αέρα, μτφ. γυρίζω προς κάποιον ή προς τα κάπου ανάπλωρος-η-ο, αναπλωρισμένος-η-ο

αναραχώνω - με πιάνει σύγκρυο από φόβο, περνάει ρίγος κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης < ανά + ράχη αναράχωμα, αναραχωμένος-η-ο

ανάρια - αραιά < ανά + αραιά

αναρμολόιτος-η-ο - 1. αυτός που δεν έχει αρμολογηθεί 2.μτφ. ασυνάρτητος, ανεπρόκοπος, ασυγύριστος < πιθανολόγηση: στερ.α + αρμολογώ = συνδέω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχει κάποια αναφορά της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά .

αναρρούσα (η) - η οπισθοδρόμηση των κυμάτων προς τη θάλασσα, αφού προσπέσουν ορμητικά στην ακτή < αρχ. αναρρέουσα, μτχ. του ρ. αναρρέω || "ΑΝΑΡΡΟΥΣΑ , κατά συγκοπ. από το Αναρροούσα, ή από τό Αναβρέουσα. Είναι λοιπόν το Αναβρέουσα, έλλειπτικώς τού θάλασσα, ή ουσιαστικώς και ανελλιπώς λεγομένη Ανάρροια, την οποίαν αλλού ονομάζει πληθ.ουδετ. Ξαναρέματα (γρ.Εξαναρρεύματα ), Σ. και Αντικίνησιν της θαλάσσης, Σ. και Παλινδρομίαν τής θαλάσσης, Σ. Ελέγετο και Άμπωτες και το εναντίον αυτής Πλημμύρα." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ανάροχος (ο) ή ανάροχο (το) - 1. η αίσθηση που σου προκαλεί κάποιος με την εμφάνισή του ή με την παρουσία του, αυτό που εκπέμπει κάποιος 2. το ριζικό, ή προδιάθεση, το πεπρωμένο, το ποδαρικό < αναραχός ή αναρραχός < ανάλαχος < λαχός =αυτό που έχει προοριστεί για κάποιον, η μοίρα, ο κλήρος. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Κρήτη κυρίως, σαν ανάραχο και με την δεύτερη έννοια αυτής, καθώς και στα Κύθηρα ως ανάραχος με τη έννοια της σκιάς των νεκρών που βρίσκεται παντού και της αναταραχής που προκαλεί η σκιά του ετοιμοθάνατου στα σπίτια των συγγενών

ανασκαλεύω-ομαι - 1. α) σκαλίζω β) μετακινώ το περιεχόμενο ενός πράγματος συνήθ. ψάχνοντας κάτι 2. (μτφ.) α) ερευνώ, εξετάζω β) ασχολούμαι με κάτι παλαιό και συνήθ. δυσάρεστο φέρνοντάς το στην επιφάνεια< ελνστ. ανασκαλεύω ανασκάλεμα (το)

ανασκαπαρδώνω - γίνομαι ζωηρός, δυναμώνω, παίρνω τα πάνω μου < πιθανολόγηση: ανά + αρχ. σκάπαρδος = ταραχώδης ανάγωγος ή αρχ. σκαπέρδα = παιχνίδια παιδιών κατά τα Διονύσια, όπου σε ομάδες με γυρισμένες τις πλάτες κρατούσαν ένα σκοινί περασμένο σε τρύπα στεριωμένου στη γη ξύλου, προσπαθούσαν να τραβήξει η μία ομάδα την άλλη προς το ξύλο. Το παιχνίδι παίζονταν και με δύο άτομα αντί για ομάδες. Επίσης μεταφορικά η λέξη σκαπέρδα σήμαινε τον δύσκολο αγώνα    ανασκαπάρδωμα, ανασκαπαρδωμένος-η-ο.   Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, δεν υπάρχουν αναφορές της ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

ανασκελώνω - ρίχνω κάποιον ανάσκελα, ρίχνω κάποιον γενικά (του έβαλα τρικλοποδιά και τον ανασκέλωσα) ανασκελώνομαι - τουμπάρω, πέφτω, πέφτω ανάσκελα (γλίστρησα και ανασκελώθηκα) < ανάσκελα < μσν. ανάσκελα < ανά + σκέλη ανασκελωμένος-η-ο, ανασκέλωμα

ανάστολος-η-ο - 1. κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος 2. μτφ. αυτός που δεν προσέχει τα λόγια του < στερ. ανα + στολή < αρχ. στέλλω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχει κάποια αναφορά της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά .

ανασφουγκώνω-ομαι - αναδιπλώνω προς τα πάνω τα μανίκια ή τα μπατζάκια < ανακουμβόω = ξεκουμπώνω, ξεγυμνώνω ανασφούγκωμα,ανασφουγκωμένος-η-ο

ανατσουτσουρώνω - 1. παίρνω τα πάνω μου, ζωντανεύω, δυναμώνω από ασθένεια < πιθανολόγηση: ανά + ιταλ. schiaccare = συντρίβω, τσακίζω, πατώ κ.λ.π. (δηλαδή συνέρχομαι από κάτι τέτοιο) ή πιθανά να σχετίζεται με την τσουτσούνα και την τσουτσού, δηλαδή ανασηκώνομαι όπως και αυτή  ανατσουτσουρωμένος-η-ο, ανατσουτσούρωμα. Λέξη με ελάχιστες αναφορές από τις οποίες φαίνεται ότι με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται στη Λευκάδα. Υπάρχει αναφορά με την έννοια του ανατριχιάζω από τον Άγιο Ιωάννη Εύβοιας (Αλιβέρι) καθώς και στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιάμαντη «της Κοκόνας το σπίτι» αναφέρεται «Ελαφρὸς κόλαφος ἠκούσθη, καὶ συγχρόνως φωνὴ παραδόξου ὄντος μελανοῦ τὴν ὄψιν, μὲ μαλλιὰ ανατσουτσουρωμένα, μὲ ἀλλόκοτα ράκη ὡς ἐνδυμασίαν αντήχησε...» ||  «ανατσουρώνομαι δημ. αντιμετωπίζω αγρίως τον άντίπαλον: παροιμ. ανατσουρώνεται ο καμπούρης μπρος στό σακάτη.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) ανατσουτσουρωμένος-η-ο, ανατσουτσούρωμα