Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι

δαμάκι ως ίσκα

δαμάκι (το) - 1. σαν δαμάκι εμείς λέμε τον τοίχο από ξερολιθιά που δημιουργεί ένα μικρό επίπεδο κομμάτι γης. Πιθ.όμως από την ετυμολογία του, η αρχική του έννοια να ήταν ένα μικρό τμήμα γης, ένα μικρό τμήμα αγρού σε πλαγιά που έχει ισοπεδωθεί και συνήθως το χώμα του υποστηρίζεται με τοίχο χτισμένο με πέτρες χωρίς λάσπη, ξερολιθιά και έτσι να έμεινε σαν δαμάκι το τοιχάκι 2. ως επίρρ.) δαμάκι = λίγο < (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» + (κατάλ.) -άκι(ν)  Στην Κρήτη χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια του λίγο, λιγάκι || «Δαμίν. Σημαίνει ολίγον, Μικρόν. Η λέξις είναι μάλιστα των Κρητικών. Έχει και υποκοριστικών Δαμάκιν, κατά το ολιγάκιν. Εις τον ποιητήν τού Ερωτοκρίτου ευρίσκεται συχνά. Η πηγή της λέξεως φαίνεται ή αυτή και του ουδαμώς των παλαιών.......... Δαμάκιν. ΔΓ, Κομάτιν (γρ. Κομμάτιν). Το Δαμάκιν, σημαίνει το αυτό και το ανωτέρω Δαμίν.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 1ος 1828) || «Δαμάκι (ν) (το) μον, κ. δημ. μικρά ποσότης, μικρόν τεμάχιον, ολίγον, ελάχιστον : Πρόδρ.2,224 και μόλις νά μάς φέρουσιν θυννόκομαν δαμάκιν 2' ώς έπίρρ. ολίγον, μικρόν, λιγάκι : Θυσία Αβραάμ 915 Κύρη, μή σφίγγας τό σκοινί, άσ' το αχαμνό δαμάκι 3) δημ. τεμάχιον ισοπεδωθείσης γης, επί κλιτύος λόφου η όρους ευρισκομένης : το κτήμα μας είναι όλο δαμάκια» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

δαμάλι (το) - θηλυκό μοσχάρι ενός μέχρι δύο ετών < μτγν. δαμάλιον < αρχ. δάμαλις ή δαμάλη δαμάλα - 1. μεγάλη αγελάδα 2. μτφ. χοντροκομμένη γυναίκα

δάνος (ο) - χρέος, δανεισμός. «Χάθηκε ο δάνος, χάθηκε ο κόσμος» έλεγαν οι παλιοί, εννοώντας ότι αφού σταμάτησε να δανείζει ο ένας τον άλλον, σημαίνει ότι χάθηκε η εμπιστοσύνη και η αλληλοβοήθεια μεταξύ των ανθρώπων < αρχ. δάνος (που εκτός του δανεισμού με τόκο ή όχι, σήμαινε και δώρο)

δαχτύλα (η) - το μεγάλο ακρινό δάχτυλο του χεριού και του ποδιού < δάχτυλο.  Στα Βάτικα χρησιμοποιούμε τη λέξη σαν ονομασία των συγκεκριμένων δαχτύλων, ενώ αλλού συναντάται για να δοθεί έμφαση και στόμφος σε οποιοδήποτε δάχτυλο.

δεξίμι (το) - πληθ. δεξίμια ή δέξιμα (τα) - 1. τα δώρα που στέλνονται από μακριά 2. αυτά που δεχόμαστε, που μας επισκέπτονται. Εκφρ.«καλά δέξιμα» = καλώς τα δέχτηκες, με το καλό να τα δεχτείς < δέχομαι

δεμάτι (το) - το σύνολο όμοιων πραγμάτων δεμένων μεταξύ τους (ένα δεμάτι στάχια) < δέω = δένω στέρεα, συνδέω

δερβένι (το) - 1. στενή δίοδος βουνού 2. στρατιωτικός σταθμός σε στενωπό βουνού < τουρκ. dervent και derbent δερβέναγας = φύλακας δερβενιού

δέση (η) - 1. το μέρος του ποταμού όπου με τεχνητό τρόπο (ξύλινους πασσάλους, ξύλα, χώμα και πέτρες) αλλάζει το ρου μέρος του νερού και πηγαίνει στο αυλάκι για πότισμα των χωραφιών, η για το μύλο κ.λ.π. 2. γενικά το φράγμα ποταμού, ρυακιού < δέω = δένω

διαγουμίζω ή δραγουμίζω - λεηλατώ, κουρσεύω < ουσ.διαγουμάς (λάφυρο- λεηλασία) + κατάλ. -ίζω < τουρκ. yagma δραγουμιτζής, δραγουμισμένος-η-ο  || «ΔΙΑΓΟΥΜΙΣΙΣ, Διαγούμισμα Διαγουμισμός, Σ. Διάγουμα (γρ. Διαγουμά) θηλ. Δ. Και διά του κ και με μονόφθογγον Διακομά, Δ. όθεν πιστόνεται, ότι είναι βάρβαρος συγκοπή του Διακομιδή, Ελλ. ώς το Διαγουμίζω, από το Διακομίζω Ελλ.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

διακαμός ή γιακαμός - η λάμψη, η αναλαμπή που κάνει το πλαγκτόν ή τα κοπάδια ψαριών στη θάλασσα τη νύχτα, ο φωσφορισμός, γενικά η αναλαμπή ή λάμψη αλλά και μτφ. η σκιά, η φευγαλέα αχνή παρουσία ενός ανθρώπου, ή ζώου < τουρκ. yakamoz

διάκι (το) - (ναυτ.) 1. τιμόνι σκάφους 2. η λαβή του πηδαλίου < μσν. οιάκιον < αρχ. οιαξ  ||«ΔΙΑΚΙ. Από το Oιάκιον υποκορ. τού Ελλ. Oιαξ, έχυδαΐσθη η λέξις εις το Ιάκιον Ιάκι, και τελευταίου Διάκι. Σημαίνει τον Ελλην. ονομαζόμενον Αύχένα του πηδαλίου» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

διακονιάρης-α ή -ισσα-ικο - ζητιάνος, επαίτης < διακονία = προσφορ υπηρεσίας σε συνάνθρωπο, ως χριστιανικό καθήκον διακονιά, διακονιαρεύω < «ΔΙΑΚΟΝΩ, Σ. Δουλεύω 2)Διακονώ, ψωμοζητώ ,όθεν και Διακονιάρης, Διακονιάριος, και Διακονιάρης, ο ψωμοζήτης και Διακονία, θηλ. αυτό το λαμβανόμενον, ψωμίον άλλο τι, εις έλεημοσύνην. Εχει τινά συγγένειαν με τά Διακόνια (πληθ.ουδέτερ) της Ελληνικής δεισιδαιμονίας.......Πιθανόν ότι μετά την τελετήν τα έμοίραζαν εις τους πτωχούς.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832) ||  "....... και με την ίδια σβελτάδα βούτηξε από άλλη φραγή, φουστάνες και σουρτούκα και ντύθηκε ο ίδιος διακονιάρα." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

διάλαλο (το) - 1. διαλαλημός, φήμη, διάδοση 2. δημόσια κοινοποίηση με διαλαλητή (εκφρ. μας έβγαλαν στα διάλαλα = μας συζητάνε) < διαλαλώ. Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στη Μάνη και αναφέρεται επίσης στη σελίδα (https://greek_greek.enacademic.com).

διαλεγώνας (ο) - η δυνατότητα επιλογής, το διάλεγμα, η διαλογή < διαλέγω. Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στη Κρήτη.

διαπόρι (το) - στενό πέρασμα προς μία έξοδο < δια + πόρος (ως έξοδος)

διάσελο (το) - στενό πέρασμα ανάμεσα σε δυο λόφους ή σε δυο κορυφές βουνού < διά + σελί < σέλα

διάσιμο (το) - 1. τακτοποίηση των νημάτων του στημονιού στον αργαλειό για την ύφανση 2. η ύφανση < διάζω < μτγν. διάζομαι. Το διάσιμο των νημάτων είναι μια πολύπλοκη και δύσκολη τεχνικά διαδικασία, η οποία γίνονταν στις αυλές των σπιτιών ή ακόμα και στο δρόμο έξω από τα σπίτια, γιατί απαιτεί ελεύθερο χώρο, ώστε να στρωθεί κατάλληλα το νήμα και αφού δημιουργηθούν κατάλληλες διαδρομές που θα ακολουθήσει, στη συνέχεια να τυλιχθεί πάνω στο αντί του αργαλειού, τόσο προσεκτικά και σωστά τυλιγμένο, έτσι ώστε στη αφού τοποθετηθεί στον αργαλειό να έρχονται ταυτόχρονα όλα τα νήματα χωρίς να μπερδεύονται μεταξύ τους. Και μιλάμε για 200 τουλάχιστον νήματα για τους μικρούς αργαλειούς και 300-400 νήματα ή και πολύ περισσότερα ακόμα και πάνω από 1.000 για τους μεγαλύτερους. Έτσι υπήρχαν σε κάθε χωριό κάποιες πιο έμπειρες διάστρες, οι οποίες είχαν το πρόσταγμα και από τις οποίες μάθαιναν οι νεώτερες. Σήμερα έχουν απομείνει ελάχιστες με αυτή τη γνώση και όσες ή όσοι ασχολούνται με τον αργαλειό διάζουν το νήμα σε κάποιες βιοτεχνίες με ειδικά μηχανήματα

διάστρα (η) - 1. εξάρτημα του αργαλειού ή υφαντικής μηχανής 2. η γυναίκα που ασχολείται με το διάσιμο < διάσιμο διάζομαι και διάζω = κάνω την εργασία του διασίματος, διασμένος-η-ο, διαστικά = η αμοιβή για το διάσιμο, διασίδι = το νήμα που χρησιμοποιείται για το διάσιμο // «......Διασίδι, πολυδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο, διασίδι όταν σε διαζόμουνα ήρθαν οι συμπεθέροι. Κι όταν σε μεσοκόπησα ήρθαν για να με πάρουν, μα τώρα η μοίρα μου θέλησε εγώ να σε ξεφάνω.........» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

διάσκατζος (ο) - διάολος, σατανάς (στην κλητ.) ευφημισμός που δηλώνει έκπληξη και θαυμασμό (αντί διάβολε!) < βεν. diascase, ιταλ. diaschece. Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται κυρίως στην Κέρκυρα αλλά και στη Λήμνο και στην Ιερισσό || "Εκείνονε τον καιρό, λοιπόν, ο διάσκατζος, δεν είχε δουλειά να κάνει και για να περάσει η ώρα του, άρχισε να πιλατεύει τη νουρά του." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

διάτα (η) - διαταγή, παραγγελία, εντολή, διαθήκη < διατάζω

διάφορο (το) - 1. τόκος 2. κέρδος, όφελος, συμφέρον < αρχ. διάφορον Εκφρ. «τρώει η ζημιά το διάφορο»

διβάρι (το) - ιχθυοτροφείο, ενυδρείο < λατιν. vivarium

δικολογιά (η) - οι συγγενείς, το συγγενολόι, το σόι < δικός + -λογιά < αρχ. -λογία < λέγω «συλλέγω, συναθροίζω» (όπως φτωχολογιά κ.λ.π.). Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Κρήτη, καθώς και στη Μάνη || «Θέ μου και τα' είναι τούτο δα, ο ξένος με τη ξένη να γίνονται δικολογιά, αγάπη μπιστεμένη!» (Μηνάς Αναστασάκης «Άσματα των Βατίκων-Τραγούδια του Γάμου» -Δημοσίευμα Εφημερίδας ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ) 

δικράνι (το) - ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο που έχει σχήμα πιρουνιού στη μια άκρη, με μακριά λαβή, χρήσιμο για το λίχνισμα σιτηρών στο αλώνι, για το μάζεμα σανού κ.τ.λ. < δικράνιον < μτγν. δίκρανον < αρχ. δίκρανος

δίκταμο (το) - είδος φυτού φαρμακευτικού < αρχ. ουσ. δίκταμον

δίμιτος-η-ο - 1. αυτός που αποτελείται από δύο μίτους, κλωστές, δίκλωστος 2. υφασμένος από δύο μίτους < μτγν. δίμιτος < δύο + αρχ. μίτος

διμούτσουνος-η-ο- 1. μτφ. ο διπρόσωπος 2. αυτός που έχει δύο όψεις 3. για πιστόλι με δύο κάννες (διμούτσουνη πιστόλα) < δύο + μουτσούνα || «Γκράδες, καραμπίνες, σκουριασμένες τσάγκρες, δικάβαλλες, διμούτσουνες, καμάκια από τις ψαρόβαρκες, παλιά γιαταγάνια, κειμήλια από τους αγωνιστές παπούδες τους, κοπανέλλια, ό,τι τύχαινε....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

διπλάρι (το)- 1. ύφασμα φτιαγμένο στον αργαλειό, υφασμένο με διπλό στημόνι 2. αρματωσιά ψαρέματος καθετής ή πεταχταριού, με δύο αγκίστρια 3. γενικά πράγματα που είναι διπλά, που τα διπλαρώνουμε 4. δίδυμα παιδιά, τα διπλάρια, διπλάρικα < διπλός < διπλό διπλαρώνω, διπλάρωμα, διπλαρωμένος-η-ο

διπλάρωμα (το) - 1. (ναυτ.) η προσέγγιση του σκάφους στο μώλο ή σε άλλο πλοίο με το πλάι (πέφτω δίπλα), πλεύρισμα 2. με την ίδια έννοια και για ανθρώπους < δίπλα διπλαρώνω, διπλαρωμένος-η-ο

διπλοκαμπανιά (η) - 1.διπλό χτύπημα της καμπάνας 2. μτφ. διπλή προσπάθεια, διπλή ενέργεια, διπλό χτύπημα < διπλός + καμπάνα

δισάκι (το) - 1. σύνολο από δύο σάκους φτιαγμένους από ύφασμα ή δέρμα και ενωμένους στα ανοίγματα με λωρίδα 2. απλός σάκος, ταγάρι < μσν. δισάκιον < δίσακος < δίς + σάκος

δισκαφίζω - σκάβω για δεύτερη φορά < δις + σκάβω δισκαφισμένος-η-ο || Τον Μάρτιο σκάβουν όλο το χώμα του αμπελιού και το κάνουν σωρούς. Τον Απρίλιο γίνεται το δισκάφισμα, δηλ. το χάλασμα των σωρών του χώματος και η εκ νέου ισοπέδωσή του" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

διωματάρης-ισσα-ικο - 1. αυτός που έχει καλό παράστημα, κομψός, χαριτωμένος 2. αυτός που έχει ψυχικά προτερήματα < ουσ. διώμα = Η καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά, καμάρωμα < ιδίωμα

δοκιέμαι - νομίζω, έχω τη γνώμη, παίρνω είδηση, καταλαβαίνω, σκέφτομαι, θυμάμαι δοκήθηκα - αντιλήφθηκα, πήρα χαμπάρι, κατάλαβα, σκέφτηκα  < δοκώ = αντιλαμβάνομαι < αρχ. δοκέω

δομώ - εκτός από την γνωστή του έννοια το ρήμα χρησιμοποιείται και σαν σκέφτομαι, ίσως με τη έννοια της σύνθεσης των σκέψεων. Λέμε λοιπόν μου δόμησε ότι πρέπει να κάνω κάτι, ή μου δόμησε ότι πρέπει να πάω εκεί κ.λ.π. < δομώ // «......Του δόμησε πως κάτι συμβαίνει. Τότες σήκωσε τα ρούχα τους και είδε στην κοιλίτσα του πληγές. Κατάλαβε τι συμβαίνει......» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

δραγάτης (ο) - αγροφύλακας, ειδικά ο αμπελοφύλακας < 1. σλαβ. draga = κοιλάδα ή εδρ-εργάτης < εδραίος εργάτης ή < αμπελιδεργάτης 2. ομηρ. δέρκομαι = ρίχνω παρατηρητικό βλέμμα, παρατηρώ με προσοχή δραγατεύω

δραγουμάνος (ο) - διερμηνέας, μεταφραστής < ιταλ. dragomanno < αραβ. tarqoman δραγουμανίζω

δράκα (η) - ότι χωράει η χούφτα του ανθρώπου, κυρίως στην έκφραση μια δράκα, πολύ μικρός αριθμός (μια δράκα ανθρώπων) < ελνστ. δράξ

δράμι (το) - μονάδα βάρους ίση με το 1/100 της λίτρας = 3,19 γρ. < αραβ. dirhem - περσ. diram < ουσ. δραχμή = μονάδα βάρους ίση με το 1/8 της ουγγιάς = 3,333 γρ.

δραπέτσι (το) - το πολύ δυνατό ξίδι και κατ' επέκταση οτιδήποτε με πολύ όξινη γεύση < Δραπέτι ή δραπέτσι ή τραπέτσι λέγεται το πολύ δυνατό ξίδι και γενικότερα καθετί που έχει δυνατή, δριμεία γεύση, π.χ. το πολύ αλμυρό φαγητό, η δυνατή σκορδαλιά, το ξινισμένο κρασί ή το στυφό άγουρο φρούτο. Η λ. ετυμολογείται από τη φρ. «δραπέτης οίνος», όπως λεγόταν το κρασί που έχει ξινίσει, έχει χάσει τον χαρακτήρα του (ετυμολογία που πρότεινε ο Φ. Κουκουλές· και οι αρχαίοι έλεγαν εκτροπίαν οίνον το ξινισμένο κρασί). Η λέξη συχνά ως επίθετο, π.χ. «ξίδι δραπέτι», ή και μόνη της. Παρόλο που ο καθένας ομιλητής θεωρεί ότι η λέξη ανήκει στο τοπικό ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, στην πραγματικότητα είναι σχεδόν πανελλήνια αλλά «υπόγεια». Η μόνη τοπική διαφοροποίηση είναι ότι στα Επτάνησα επικρατεί ο τύπος με τ-, τραπέτσι, όπως στο αποκριάτικο κεφαλονίτικο τετράστιχο: Το' έταξε και τ' αμπέλι της που 'ναι στα Τσουκαλάτα - που με την πιο καλή χρονιά γιομίζει μια κανάτα - Τση τάζει κι άλλο δεύτερο απάνου στ' Ακρωτήρι - που το κρασί του γένεται τραπέτσι στο ποτήρι.» (Νίκος Σαραντάκος «Λέξεις που χάνονται. 366 λέξεις, η ερμηνεία και η ιστορία τους» 

δρασκελιά (η) - η απόσταση μεταξύ δύο ποδιών ανοιγμένων, το ανοιχτό βήμα < δρασκελώ < μσν. δρασκαλεύω < δρασκελεύω < δια-σκελίζω

δρίμες (οι) - ως δρίμες, αλλού λέγονται οι τρεις πρώτες ημέρες του Mαρτίου, του Mαΐου ή του Aυγούστου, αλλού  οι πρώτες έξι ημέρες του Αυγούστου και αλλού οι πρώτες 12-15 ημέρες του Αυγούστου τις οποίες βλέπουν και τα μερομήνια   < ελνστ. δρίμ(αι) "κρύο" μεταπλ. -ες < (δριμύς) || ....Τις ημέρες αυτές πίστευαν πως υπήρχε η κακιά η ώρα κι η κακιά η στιγμή.Για το λόγο αυτό οι ημέρες αυτές ήταν αρκετά δυσοίωνες. Απέφευγαν να λουστούν, να σφουγγαρίσουν και να πλύνουν τα ρούχα τους στη διάρκεια αυτών των έξι ημερών. Ακόμα απέφευγαν να συχνάζουν σε απόμερα μέρη και σε τρίστρατα. Τα μικρά παιδιά συνήθιζαν να τα βάζουν με το ζόρι να κοιμηθούν τα αυγουστιάτικα μεσημέρια για να μην τριγυρνάνε άσκοπα από δω κι από κει και κινδυνεύσουν.Μετά τις 6 Αυγούστου κι τον εορτασμό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος οι Δρίμες έφευγαν κι η φύση κι οι άνθρωποι γαλήνευαν.  Ο αριθμός των Δριμών ποικίλει. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι Δρίμες ήταν οι πρώτες 12 ημέρες οι οποίες είναι και τα ημερομήνια. Δηλαδή η κάθε ημέρα αντιστοιχεί και σε ένα μήνα. Έτσι ότι καιρό θα κάνει την ημέρα εκείνη θα κάνει κι ο αντίστοιχος μήνας του έτους. Σύμφωνα με μια άλλη δοξασία οι δρίμες αρχίζουν από της 24 ή 25 Ιουλίου και λήγουν στις 6 Αυγούστου, Αν τύχαινε να πλύνουν τα ρούχα τους σύμφωνα με την παράδοση ο ήλιος του Αυγούστου θα τους τα τρυπούσε. " https://kokkinovraxos.blogspot.gr/2013/07/blog-post_29.html ||" Δρίμες είναι οι πρώτες δεκαπέντε ημέρες του Αυγούστου. Τότε δεν λούζονται, γιατί θα πέσουν τα μαλλιά τους. Δεν γνέθουν. Δεν πλένουν ούτε τα ρούχα τους ούτε το σώμα τους. Δεν ανοίγουν τα μπαούλα. Δεν πλένουν προίκες, γιατί τα ρούχα κόβονται αν εκτεθούν στον ήλιο, δηλ. γεμίζουν μικρές τρύπες." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

δριμόνι (το) μεγάλο κόσκινο με φαρδιές τρύπες, το οποίο κυρίως χρησιμοποιούσαν για τα σιτηρά και με διάφορες παραλλαγές στην ονομασία του ανά την Ελλάδα, όπως δρεμόνι, δερμόνι, διρμόνι κ.λ.π.< μσν. δρομόνι < δρομώνιον δριμονιάζω, δριμόνιασμα, δριμονιασμένος-η-ο

δριμώνω - δυναμώνω, αγριεύω, γίνομαι δριμύς < δριμύς δρίμωμα. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται ελάχιστα, με κάπως πιο συχνές αναφορές από την Κρήτη.

δρόγγεμα (το) - πτώση θερμοκρασίας, δρόσεμα της ατμόσφαιρας πιθανά και με υγρασία (ο καιρός δρόγγεψε) < πιθανολόγηση: δρόγγος (λόγω της υγρασίας και της παγωνιάς που επικρατεί σε τέτοια μέρη). Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στην Χίο || "ΔΡΟΓΓΕΜΑ, με έξήγησιν, στίβη, πάχνη, πάγος» Δ." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 5ος 1835) δρόγγος (ο) - ορεινό και δασώδες πέρασμα< μσν. δρούγγος < λατ. drungus

δρόλαπας (ο) ή δρολάπι (το) - ανεμόβροχο, ανεμοθύελλα, άνεμος δυνατός με ραγδαία βροχή < δρολαιλάπι < υδρολαιλάπιον < υδρολαίλαψ || « Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας τελειώνοντας εγύρισε υπερήφανο βλέμμα, να ιδή και να χαρή με την έκπληξι των συντρόφων του. Πριν αφαιρεμένος στη διήγησί του, με τα μάτια ψηλά σαν ν' ακολουθούσε στον αέρα τα πράγματα που εδιηγόταν και τα φουσάτα που επερίγραφε, δεν είδεν ούτε τα χαμόγελα ούτε τα κρυφονοήματα των ακροατών του. Μα τόρα τους βλέπει όλους γύρω να κοιμώνται και να ροχαλίζουν. Δρόλαπας τον επλάκωσεν ο θυμός. Με τους ίσκιους λοιπόν εμιλούσε τόσην ώρα! Αναψοκοκκίνησεν, ετινάχθηκεν ορθός και αρπάζοντας τη σκάλα ηθέλησε ν' ανεβή, βρίζοντας θεούς και ανθρώπους....» (Ανδρέας Καρκαβίτσας «ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ - ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ»)

δρούγα (η) - το ραβδί του αδραχτιού < αλβ. druge δρουγιάζω

δρυμώνας (ο) - δάσος, δρυμός < μτγν. ουσ. δρυμών

δρωτσίλα (η) - εξανθήματα του δέρματος από τον ιδρώτα ιδίως κατά το καλοκαίρι < ιδρωτίλα < ιδρωτίς

δυναμάρι (το) - 1. φρούριο, οχυρό, κάστρο 2. στήριγμα, υποστήριγμα < μσν. δυναμάριν < δύναμις + κατάλ. άριν

εγγοφός (ο) - η περιοχή του ανθρώπινου σώματος όπου η πάνω άκρη του κόκαλου του μηρού ενώνεται με την λεκάνη < ομηρ. εν + γόμφος = ξύλινο καρφί. Σπάνια λέξη, με ελάχιστες αναφορές, που που εκτός από την περιοχή μας φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Ηλεία.

έγια μόλα-έγια λέσα - (ναυτ.) εντολή κωπηλασίας που σημαίνει τράβα και άσε < έγια < αρχ. εία ένα επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να ευθυμήσει κάποιος ή για να παρακινηθεί σε κάτι , μόλλα < ιταλ. mollare = χαλαρώνω, λέσα < ιταλ. lascia < lasciare = λασκάρω, χαλαρώνω (Άρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr)

έγκομος-η-ο -ευπαρουσίαστος, περιποιημένος και πιθανά καλοζωϊσμένος (άρα συνεκδοχικά ευτραφής) < πιθανολόγηση: εγκομάω = καλοπίζω, στολίζω. Σπάνια λέξη, με ελάχιστες αναφορές, που που εκτός από την περιοχή μας φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Αρκαδία || «Εγκομώ-άω μσν. καλλωπίζω, στολίζω εντός: Ίωσ.Γενέσ.4,51 Δ φυτόν.. άνθεσιν εγκομάν» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

εδά - εδώ, σ' αυτή τη θέση < εδά < δά < αρχ. δή

εδανά - εδώ, σ' αυτήν ακριβώς τη θέση < εδά + να

εδωδά ή εδώδα έ - εδώ, σ' αυτή τη θέση < αρχ. ωδε + δά

εκειδά ή εκείδα έ - εκεί, σ' εκείνο το μέρος < εκεί + εδά

έκταμα (το) - (ναυτ.) το μήκος της αλυσίδας ή του σκοινιού που έχουμε αφήσει από το σκάφος μέχρι την άγκυρα όταν έχουμε αγκυροβολήσει < εκτείνω

ελαφρόπαρτος-η-ο - αυτός που υπέστη πνευματική διαταραχή, είδος φρενοπάθειας < ελαφρός + παίρνω

έλιρη (η) - ιλαρά < μσν. ίλερη θηλ. του ιλαρός = εύθυμος, χαρούμενος (έλιρη και γλυκιασμένη κατ' ευφημισμό). Μοναδική αναφορά της λέξης, σε συνέδριο της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας και Ιστορικό Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης με θέμα Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο Λαϊκής Ιατρικής και Ιατρικής Επιστήμης Σχέσεις Αμφίδρομες»  ||«Τέτοιο καμίνι δεν το ματαθυμήθηκα. Μπαΐλντισα, μπαντονάρισα. Και γω, ξεφούσκωσε η άλλη, τα ίδια χαβάλια έπαθα. Από τη ζέστη έβγαλα την έλιρη.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

έλισος ή έλισσος (η)- άγρια συκιά < ; Μία μοναδική αναφορά της λέξης, από Μεσσηνία προερχόμενη || « Πρωτομαγιά. Θυμάμαι πως όταν είμαστε μικρά παιδιά μας έλεγε η μάνα μου να κόψουμε ένα κομμάτι έλισο (άγρια συκιά), ένα κουκί πεντοκούκι, μια αγκινάρα, ένα σκόρδο χλωρό, ένα στάχυ, ένα κλαδί ελιές και ένα κλαράκι Μάη (αγριολούλουδο με ρωζ λουλούδια). Αυτά τα κάναμε μπουκέτο και τα κρεμάγαμε στο κατώφλι της πόρτας πριχού να βγει ο ήλιος το πρωϊ» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

έμπλωρος-η-ο - (ναυτ.) το σκάφος, (κυρίως για τα ξύλινα ψαράδικα) που έχει την πλώρη χαμηλότερα σε σχέση με την πρύμη. Η λέξη χρησιμοποιείται και στη ναυτιλία για πλοία που είτε έχουν φορτωθεί περισσότερο στην πλώρη με αποτέλεσμα να είναι αυτή χαμηλότερα από την πρύμνη ή που γενικά έχουν τέτοια τάση στην πλεύση τους < εν + πλώρη και το αντίθετο το έμπρυμος-η-ο < εν + πρύμνη.  Λίγες αναφορές της λέξης, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί τόπος χρήσης της.

έμπυο (το) - 1. πυώδες εξάνθημα, πυώδης φλεγμονή 2. πληγή ή σπυρί που πυορροεί < εν + πύον < ομηρ. πύθω = σαπίζω (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Η λέξη συναντάται κυρίως σε παλιά κείμενα και λεξικά || «ΕΜΠΥΟΝ, ουσ. ουδετ.Σ. Έμπυον, με την πρόθεσιν, ονομάζομεν το άπλούν Πύον των Ελλήνων. Εις εκείνους το Έμπυον, έπίθ, έσήμαινε το σήμερον λεγόμενον Εμπυωμένον μετοχ, του αμεταβ. Εμπυόνω, Σ. μεταβάλλομαι εις έμπυον.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ενταλώνω - 1. (ενεργ.) σκοτεινιάζω 2. (μέσ.) ζαλίζομαι < ίσως ανταλοάω < νταλώνω ||«Ενταλόνω, θαμβώνω. Ο Σομαυέρας και Δουκάγγιoς το γράφουν Ενταλώνω. Από βήμα αμάρτυρον Εν ταλόω (ώς από το Χρυσόω το Χρυσόνω), τούτο δε πιθανόν ότι από το Τάλως «Τάλως, ήλιος» λέγει Ησύχιος. Εν από τα θαμβάνοντα τους οφθαλμούς είναι και εις τον ήλιον ατένισις» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1829)

έντος-η-ο - νάτος-νάτη-νάτο < ;

εντοσέ-εντηέ-εντοέ - νάτος εκεί -νάτη εκεί -νάτο εκεί < ;

εντράδα (η) - φαγητό από κρέας (συνήθως εντόσθια) και λαχανικά < βεν. entrada (πρβ. ιταλ. entrata, βεν. intrada = είσοδος

έξαλα (τα) - (ναυτ.) τα ευρισκόμενα έξω από τη θάλασσα, τα πάνω από την ίσαλο γραμμή μέρη του πλοίου < εξαλα < εξ + αλς, -ός

εξαπίνης - απρόοπτα, απροσδόκητα, ανέλπιστα, ξαφνικά, αιφνίδια < αρχ. εξαπίνης

εξεικάζω ή ξεικάζω - 1. α) κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο β) παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω 2. α) σχηματίζω γνώμη, ιδέα για κάτι, κρίνω β) καταλαβαίνω, εννοώ 3. περιγράφω < αρχ. εξεικάζω.  Λίγες αναφορές της λέξης, κυρίως από την Κρήτη προερχόμενες.

εξηνταβελόνης-ισσα-ικο - υπερβολικά φιλάργυρος, τσιγκούνης < εξήντα + βελόνα (που έχει ράψει τις τσέπες του με εξήντα βελόνες) || «Εξηνταβελόνης (ωνομάσθη άπό τον ευφυέστατον μεταφραστήν του Μολλιερικού Φιλάργυρου ο εις άκρον φιλάργυρος, καθώς και άπό τους αρχαίους ωνομάζετο με διάφορα, τής αυτής ιδέας ηχόμενα, γελοία επίθετα) . Κυμινοπρίστης, καρδαμογλύφος , παρακρουσιχοίνιχος, κίμβιξ, κνιπός και σκνιπός και σκνιφός, ανελεύθερος, μι(σμι)χρολόγος, ρυπαρός.» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

έξω καιρός (ο) - ο νότιος καιρός, ο καιρός που έρχεται από τη θάλασσα < έξω + καιρός (ο καιρός που έρχεται από έξω, από το πέλαγος).  Έκφραση του τόπου μας, που περιγράφει τους νότιους καιρούς τους έξω καιρούς ή τους όξω καιρούς όπως συχνά ακούγεται.

επίστεγο (το) - (ναυτ.) υπερκατασκευή πάνω από την πρύμνη του πλοίου, δηλαδή το υπερυψωμένο τμήμα που μοιάζει με καμπίνα, το κάσαρο αλλιώς, που στα παλιότερα πλοία κυρίως τα ιστιοφόρα αποτελουσε το χώρο διακυβέρνησης του πλοίου και της καμπίνας του καπετάνιου < επί + στέγη

εργάτης (ο) - (ναυτ.) είδος μοχλού, βαρούλκο (ο εργάτης που τραβάει την άγκυρα) < μσν. εργάτη (η) < παλαιότ. ιταλ. ergata < λατ. ergata < ελλην. εργάτης

ερίφης-ισσα-ικο - κατεργάρης, κουτοπόνηρος, τιποτένιος < τουρκ. herif

ευτού ή αυτού ή ευτού δα ή ευτού δα ε - εκεί, στο σημείο αυτό  ευτούνος-η-ο - αυτός-η-ο ευτούνος-η-ο 'υτού - αυτός-η-ο εκεί < αυτού, γεν. τής αντωνυμίας αυτός, τής οποίας η σημασία επιρρηματικοποιήθηκε

έχερη ή εχέρα (η) - η λαβή του αλετριού < ομηρ. εν + χειρ

ζαβάδα (η) - 1. αδεξιότητα 2. ανόητη πράξη ή λόγος, ανοησία, βλακεία, χαζομάρα 3. ελάττωμα 4. ιδιοτροπία < μσν. ζαβός-η-ο = στρεβλός, άμυαλος < αραβ. zawiyah = γωνία (;) (πρβ. μσν. ζαβιά = ανοησία  || «ΖΑΒΟΣ Ίσως από το Σαβός, κατά τροπήν συνήθη του σ εις ξ. Σαβούς, ωνόμαζαν οι παλαιοί τούς βακχεύοντας, και ακολούθως τους τρελούς» (Αδ.Κοράης Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ζάβαλος ή ζάβαλης-η-ο - ταλαίπωρος, δυστυχής, καημένος < τουρκ. zavalli ||«ζάβαλης (ο) (τουρκ.) δημ. κ. ής δυστυχής, ταλαίπωρος : Βάρν.Άπολ.Σ «και) μονάχοι φταίχτες οι τρείς παλιανθρώποι, πού τόνε κατάτρεξαν τό ζάβαλη ' έν χρ. κ. θωπευτικώς : Καμπούρ. Άθην.Διηγ.234 κουτός είσαι, ζάβαλη.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

ζαβώνω - 1. ζαλίζω 2. αλλάζω στο χειρότερο < ζαβός ζαβωμένος-η-ο, ζάβωμα

ζαγάρι (το) - 1. κυνηγετικό σκυλί 2. γενικά ζώο που ζει στο σπίτι 3. μτφ. άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος < μσν. ζαγάριον, υποκοριστικό του αραβ. Sakar , τουρκ. zagar ||"ΖΑΓΑΡΟΝ, Δ. Ζαγάρι, Σ., σκύλος χρήσιμος είς κυνήγιον, διά την οξύτητα μάλιστα της όσφρήσεως. Κατά τον Ρεϊσκιον (Σημ. εις την Κωνσαντ. Πορφυρογ. Εκθ. Βασιλ. τάξ. σελ.685), από το Αραβικών Σακάρ, όποιον εις εκείνους σημαίνει τον ιέρακα ή τον γύπα, σαρκοβόρα όρνεα, χρήσιμα εις κυνήγιον (Ζ. Ιερακάρης), Ζαγάριον ωνόμαζαν και οι Γραικορωμαίοι, ώς ημείς, τον κυνηγετικόν σκύλον......" - (Αδ.Κοράης Άτακτα τόμος 5ος 1835)

ζαΐρι (το) - εφόδιο, τρόφιμο, προμήθεια< τουρκ. zahire. Η λέξη αναγράφεται στο «Γλωσσάρι από τ' αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ως ζαερές, ζαχερές, ζαϊρές, ζαχιρές, ο (τουρκ. zaire) = εφόδια, τρόφιμα και με αυτές τις ονομασίες συναντιέται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ενώ ως ζαΐρι φαίνεται να χρησιμοποιείται μόνο εδώ || «Οι νοικοκυρές πλένανε και ζυμώνανε πρωτού ξεκινήσουν το θέρο. Φτιάχνανε πολλά παξιμάδια και ετοιμάζανε το ζαΐρι (τα τρόφιμα για τους εργάτες) (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ζάκα (η) - κόντρα, ζόρι, ξέσπασμα δύναμης < πιθανολόγηση: ομηρ. ζάκοτος, - ον, αυτός που ξεχειλίζει από οργή, οργίλος, αυτός που είναι έξαλλος από θυμό. Η λέξη συναντάται πολύ σπάνια και κάποια αναφορά υπάρχει από το Ρέθυμνο με την έννοια της σωρευμένης στεναχώριας που κρατάμε μέσα μας.

ζακόνι ή τσακόνι (το)έθιμο, συνήθεια, χούι < μσν. ακόνιν < σλαβ. zakonu || "...Αγάπα το φίλο σου με το τσακόνι (ελάττωμα) π' έχει" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β.ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

ζαλάκα (η) - το μαλακό, σαν κρέμα, μέρος του τουλουμοτυριού < πιθανολόγηση: μσν. μαλάκα (η) = είδος μαλακού τυριού < ; επίθ. μαλακός. Μια άλλη ετυμολόγηση της λέξης γίνεται στο βιβλίο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων" όπου αναγράφεται ότι προέρχεται από το ζάλισμα (ανακάτεμα της μυζήθρας). Μόνο στα μέρη μας και πιθανά στα ορεινά χωριά γύρω από τη Μονεμβάσια, συναντάται η ονομασία αυτή.

ζαλίκα (η) - 1. φορτίο που κουβαλάει κάποιος στους ώμους ή στην πλάτη 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος < ζαλώνομαι ζαλώνω ή ζαλικώνω- φορτώνω ζαλώνομαι - φορτώνομαι στην πλάτη ή στους ώμους ζαλωμένος-η-ο

ζαμάνι (το) - πολύς χρόνος Εκφρ. «χρόνια και ζαμάνια» < τουρκ. zaman

ζαμπάκι (το) - το μανουσάκι, ο νάρκισσος < τουρκ. zambak // «Γαμπρέ μου που 'τοιμάζεσαι να πας στη πεθερά σου, μόσκο βγάζουν τα ρούχα σου, ζαμπάκι τα μαλλιά σου, την κοκκινίλα του κρασιού έχουν τα μάγουλά σου...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου «ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»)

ζαμπούνης-α(ισσα)-ικο - 1. καχεκτικός, αρρωστιάρης, χτικιάρης 2. κακόκεφος < τουρκ. zebun

ζαπώνω - αρπάζω, στριμώχνω, οικειοποιούμαι με τη βία, με το έτσι θέλω < τουρκ. zaptetmek = καταλαμβάνω, ιδιοποιούμαι ζάπωμα, ζαπωμένος-η-ο

ζαργάνα (η) - 1. ψάρι με μακριά μύτη μικρογραφία του ξιφία 2. μτφ. λεπτή λυγερή και όμορφη γυναίκα < μεσαιων. ζαργάνη < πιθ. αρχ. σαργάνη

ζαρίφικα - με κομψότητα, με επιτήδευση < ζαρίφικος < ζαρίφης < τουρκ. zarif

ζάφτι (το) - περιορισμός, έλεγχος, επικράτηση. Εκφρ. «κάνω ζάφτι» = δαμάζω, επιβάλλομαι < τουρκ. zapt = άλωση

ζάφτω - βαρώ βιτσιές στα καπούλια μτφ. δέρνω, χτυπώ, δυνατά και ξαφνικά (με το χέρι μου) < αραβ. dabt ή τουρκ. zaptetmek

ζεβζέκης-ισσα-ικο - 1. ανόητος, ελαφρόμυαλος 2. απειθάρχητος, ανυπόταχτος < τουρκ. zevzek

ζέμα (το) - 1. ζεστό ρεύμα αέρα 2. το ρεύμα αέρα γενικά (μη κάθεσαι εκεί έχει ζέμα) < ζέμαν = ζεστό, καυτό νερό < μτγν. ζέμα < ζέω. Σπάνια λέξη, η οποία δεν συναντάται πουθενά αλλού με αυτή την έννοια, παρά μόνο σαν συναφή του ζεματίσματος.

ζεμπίλι (το) - σάκος από μαλακή ψάθα ή πλαστική ύλη, με δύο λαβές < τουρκ. zembil

ζερβοδίμιτος-η-ο - συν. στον πληθ. ουδ. ζερβοδίμιτα = πολύ δύσκολα, στριμωγμένα, ζόρικα < πιθανολόγηση: ζερβός και δίμιτα (υφάσματα που υφαίνονται με δύο νήματα). Πιθανόν να χρησιμοποιούνται οι δύο αυτές λέξεις για να τονίσουν την δυσκολία. Μοναδική σχετικά αναφορά της λέξης, στη σελίδα: pwpl.lis.upatras.gr/index.php/pwpl/article/view/65/ 112  (Η σύνθεση στο ιδίωμα των Μεγάρων, Μαρίας Κολιοπούλου) || «...Εδώ Δέσποτά μου είναι ο Παράδεισος, εδώ και η κό­λαση. Στα φέρνει δεξιά, μπαίνεις στον παράδεισο, στα φέρνει ζερβοδίμιτα, μπαίνεις στην κόλαση. Δε βρίσκεις λογαριασμό.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

ζερβός-η-ο - αριστερός ζερβί = το αριστερό χέρι < επίθ. ζαρβός < ζαβρός < ζαβός ζερβοκουτάλας = ο αριστερόχειρας < ζερβός-ο- + κουτάλα || «Ζαρβός. Συνηθέστερον είναι το Ζερβός οίον Ζερβόν χέριον. Ζερβά επίρ. Ζερβός, Ζερβοχέρης. Απορώ περί τής ετυμολογίας του. Τού Ησυχίου τό, Eπίζας, επί τα αριστερά κ.τ.λ.» και το εναντίον του Ευράς, έκ πλαγίου, εκ δεξιών» δεν αρκούν να λύσωσι την απορίαν. Eσημειώθη αλλού (Ισοκρ. μέρ. Β, σελ. 179) ότι λέγομεν ασυνδέτως Ζερβά δεξιά, αντί του Ζερβά και δεξιά.» (Αδ.Κοράης Άτακτα τόμος 2ος 1829)

ζεργίνα (η) - (ναυτ.) διπλό σκοινί με το οποίο περιζώνεται κάποιο ογκώδες αντικείμενο, προκειμένου να ασφαλιστεί για να ακινητοποιηθεί ή να μεταφερθεί μετακινούμενο σιγά σιγά ή κυλιόμενο < ;  Ελάχιστες αναφορές της λέξης, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί κάποιος τόπος χρήσης της || «Το μποτσάραμε καλά στα δύο άλμπουρα, κάνοντας ζεργίνες, για να είναι πιο καλά δεμένο...» (ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΣΤΗ ΝΕΑΠΟΛΗ - Βασίλη Μιχ.Λιάρου, από το βιβλίο του «Ταξιδεύοντας με το σκάφος «Βύρων») || « κυλιστήριον το [ναυτ.] trevire, n.f. κοινώς ζεργίνα: σχοινίον δεμένον δια του ενός άκρου του εις το άνω μέρος κεκλιμένου επιπέδου και περιβάλλον κυλινδρικόν σώμα δια του ετέρου άκρου του εφ' ού και έλκοντος ανασύρομεν κυλιόντες το σώμα. Βλ. και κυλίω trevirer» (ΛΕΞΙΚΟΝ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟΝ ΚΑΙ ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ-ΤΟΜΟΣ Β'- ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΗΠΙΤΗ 1909)

ζευγολατιό (το) - χωράφι καλλιεργήσιμο ή καλλιεργημένο< μσν. ζευγηλατείον, ζευγαλατείον, ζευγολατειόν < ουσ. ζευγηλάτης + κατάλ. είον < ζευγαλάτιον ζευγολάτης, ζευγάς || «ΖΕΥΓΑΛΑΤΕΙΟN. Σ. Ζευγαλατείον και Ζευγαλάτιον, Δ. Ζευγηλατείον, Ελλ. Λέξις αξία να καταχωρισθή και εις τα Ελλ. λεξικά, επειδή κατεχωρίσθη εις αυτά το Ζευγηλάτης και το Ζευγηλασία. Σημαίνει τόπον οίκησιν του Ζευγηλάτου.» (Αδ.Κοράης Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ζεύλα (η) - μαστορεμένο ξύλινο κατασκεύασμα καμπυλωτό, γύρω από τον τράχηλο του ζώου, στο οποίο συνδεόταν το άροτρο < ομ.ζεύγλη < ζεύγνυμι = συνενώνω, δένω μαζί ζευλώνω, ζευλωμένος-η-ο

ζέφυρος (ο) - δυτικός άνεμος < αρχ. ζέφυρος

ζεψιά (η) - έκταση χωραφιού που οργώθηκε με αλέτρι < ζεύω

ζηλεψήμιος-α-ο - αξιοζήλευτος, ευάλωτος στη ζήλια, στο κακό μάτι < ζήλια (ζηλεύσιμος). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά ||«Ήταν τα ζα βλέπεις ζηλεψήμια και τα 'πιανε το μάτι.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ζητημένος-η-ο -ξαναμμένος για συνουσία, εβρισκόμενος σε οίστρο < ζητώ (αυτός που ζητά). Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για τα ζώα που βρίσκονται στη φάση της αναπαραγωγής και ψάχνουν να ζευγαρώσουν και κυρίως για τα θηλυκά (ζητημένη φοράδα, ζητημένη γαϊδάρα κ.λ.π.) Λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Αρκαδία, στα Χανιά, το Πόρο αλλά και την Ήπειρο κ.α.||«Ο πεθερός μου ο μακαρίτης έκανε το γάιδαρο και του λέγανε: είναι ζητημένες οι γαϊδάρες γι αυτό γκαρίζει ο γάιδαρος...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ζιλέ (το) ή ζιλές (ο) - λεπτό ζακετάκι συνήθως χωρίς μανίκια, γελέκο < γαλλ. gilet ζιλεδάκι

ζιπούνι (το) - 1. κοντός επενδύτης σαν γιλέκο με μανίκια 2. ρουχαλάκι βρέφους σαν φόρμα (ζιπουνάκι) < βεν. zipon γαλλ. jupon

ζόγκα (η) - αλιευτικό εργαλείο, αποτελούμενο από ένα μεγάλο αγκίστρι με ενσωματωμένο βάρος στην πάνω πλευρά του < πιθανολόγηση: τουρκ. zoca = αγκίστρι

ζορμπάς (ο) - 1. οπλοφόρος άτακτου στρατιωτικού σώματος 2. μτφ. βίαιος, τυραννικός, παλικαράς < τουρκ.zorba

ζούδι (το) - 1. μικρό ζώο, ζωύφιο 2. μτφ. άνθρωπος μικρόσωμος, ταπεινός, ασήμαντος 3. δαιμονικό, φάντασμα, στοιχειό 4. σκιάχτρο < αρχ. ζώδιον < ζώον

ζούζουλο ή ζουζούλι (το) - 1. ζωύφιο, ζούδι, ζουζούνι 2. δαιμόνιο, στοιχειό < σλαβ. zuzel = κάνθαρος 

ζουλάπι (το) - 1. άγριο ζώο και ιδιαίτερα ο λύκος 2. μτφ. πανούργος, πονηρός, κτήνος < μσν. ζουλάπιον < ρουμαν. zulape

ζουμπάς (ο) - 1. εργαλείο που τρυπάει μέταλλα ή σπρώχνει πρός τα μέσα τα κεφάλια των καρφιών που προεξέχουν 2. μτφ. άνθρωπος μικρόσωμος, κοντός < τουρκ. zimba

ζούμπερο (το) - έντομο, ζουζούνι, ζωύφιο < σλαβ. zonbru

ζουμπουρλούδικος-η-ο - στρουμπουλός, παχουλός, πεταχτός < ίσως ζούμπρος είδος μεγαλόσωμου άγριου βοοειδούς < παλαιότ. σλαβ. zabra;;;).

ζουρλοπαντιέρα ή ω - πρόσωπο που συμπεριφέρεται ζουρλά, ελαφρόμυαλο, παλαβιάρικο < ζουρλό + παντιέρα

ζουμπραγός-η-ο - δίδυμος < μσν. ζυμπραγός < συμπραγής, συμπράσσω < βλαχ. Τζυμπραγός. Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, εκτός από εδώ και την Κρήτη, που συναντάται ως ζυμπραγός.

ζουπάω ή ζουμπάω - ζουλάω,πιέζω κάτι δυνατά (με το χέρι μου) για να περιορίσω τον όγκο του ή για να το κάνω να βγάλει το περιεχόμενό του < ίσως αρχ. διοπίζω = βγάζω τον οπό, το χυμό ζούπησμα ή ζούπηγμα, ζουπησμένος-η-ο ή ζουμπηγμένος-η-ο

ζοχάδα ή τζοχάδα (η) - 1. αιμορροΐδα 2. μτφ. ιδιοτροπία, εκνευρισμός 3. τζοχάδας, άνθρωπος φιλόνικος, ευερέθιστος < όψιμο μσν. ζοχάδα < εσοχάδα τζοχαδιάζω, τζοχαδιασμένος-η-ο, τζοχάδιασμα || «ΕΣΟΧΑΔΕΣ Γράφεται Ζοχάδας και Ζοχάδες. Εσοχάδας (από το Εσέχω) ονομάζομεν τας έσω του πάτου αιμορροΐδας, ώς Εξοχάδας (από το Εξέχω) τάς έξω τού πάτου. Και αι δύο λέξεις ευρίσκονται εις τόν Γαληνόν, κακά γραμμένα διά του Εσωχάδες και Εξωχάδες» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ζύγι (το) - 1. το νήμα της στάθμης (νήμα με βάρος δεμένο στην άκρη του που χρησιμοποιούν οι χτίστες για να ορίζουν την κάθετο 2. ένα από τα κομμάτια σπάγκου που δένουμε σε ίση απόσταση από τις άκρες του χαρταετού και τα οποία καταλήγουν στο κέντρο του και συνδέονται με το μακρύ σκοινί που χρησιμοποιούμε για να ανέβει ψηλά < ζυγός

ζυγούρι (το) - μικρό αρνί, συνήθως δύο χρονών < μσν. ζυγούριν < ζυγός = διπλός

ζωνάρι (το) - (ναυτ.) περιμετρική λωρίδα στις βάρκες η οποία εξέχει των υπόλοιπων μαδεριών και συνήθως βάφεται διαφορετικό χρώμα < μτγν. ζωνάριον < ζώνη

ήδυσμα (το) - μυρωδικό < αρχ. ήδυσμα

ηλακάτη (η) - η ρόκα < αρχ. ηλακάτη

ήλος (ο) - 1. καρφί 2. μικρό εξόγκωμα στο σώμα ζώου ή σε φυτά 3. (προκ. για τα χέρια ή τα πόδια) ρόζος, κάλος < αρχ. ουσ. ήλος

ήπατα (τα) - στη φρ. «μου κόπηκαν τα ήπατα» = φοβήθηκα πολύ, τρόμαξα < ήπαρ (συκώτι) || «HΠATA, μόνον τούτο το πληθ. του Ήπαρ, σώζεται εις την κοινήν γλώσσαν, σημαίνον δύναμιν, προθυμίαν, οίον, Δέν έχω ήπατα, Μού έκοψε τα ήπατα, Εκόπησαν τα υπατά μου. Κατά τους παλαιούς, το Ήπαρ ένομίζετο τόπος τών παθών της ψυχής.........Εις τα ήπατικά πάθη, οποίος είναι ο λεγόμενος Ικτερος , έν από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα παρατηρείται ατονία του σώματος, και έξαιρέτως των ποδών, ως λέγει Ιπποκράτης.......» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ήρα (η) - είδος φυτού, ζιζάνιο του σιταριού < αρχ. αίρα και ήρα

θαλάμι (το) - 1. φωλιά ψαριού ή χταποδιού 2. μτφ. το σπίτι, το δωμάτιο του ανθρώπου < θαλάμιον υποκορ. αρχ. θάλαμος ή του θαλάμη θαλαμώνω, θαλαμωμένος-η-ο, θαλάμωμα

θαλασσομάχος-α-ο - που μάχεται τη θάλασσα  θαλασσομάχα βάρκα αυτή που αντέχει και ταξιδεύει καλά στη θάλασσα, στη φουρτούνα < θάλασσα + μάχομαι || «...Ο ένας ότι νταραβεριζότανε επιδέξια με την θάλασσα και πάντοτε ήτανε πρόθυμος, να τον αρμενίσει με τη θαλασσομάχα την πάσαρα του, στις παραθαλάσσιες ενορίες....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

θαλάσσωμα (το) - το δυνάμωμα του καιρού, το αγρίεμα της θάλασσας, το φουρτούνιασμα «έβαλε θάλασσα = φουρτούνιασε», αντιθ. αποθαλάσσωμα < θάλασσα θαλασσώνω = μπαίνω στη φουρτούνα, σε σημείο που το χτυπάει ο καιρός, θαλασσώνει = βάζει θάλασσα, φουρτούνα,δυναμώνει ο καιρός, αποθαλασσώνω = μπαίνω σε απαγγερό σημείο που σπάει η θάλασσα, αποθαλασσώνει = πέφτει η θάλασσα, καλμάρει ο καιρός

θαλερός-η-ο 1. το ουδ. ως ουσ. = ανθηρότητα, δροσιά 2. νεαρός, νέος < μσν. θαλερός <αρχ. θαλερός

θέλπινος-η-ο - βελουδένιος-η-ο < πιθανολόγηση: αρχ. θάλπω = εκπέμπω ή μεταδίδω ήπια και ευχάριστη ζέστη, το οποίο θάλπω σε κάποια πολύ παλιά λεξικά συναντιέται και ως θέλπω. Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "Μα να ' ταν μόνον αυτά που έχουν φέρει τα "κύματα" και ο "μπάτης" στα Βάτικα, να ' ταν μόνο αυτά: φουστάνια θέλπινα (= βελουδένια) και μεταξωτά, μποτίνια και πασουμάκια για τις γυναίκες...." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' -Μηνάς Αναστασάκης "Τη θάλασσα την αλμυρή θα την ποτίσω μέλι") || «...Οι νυφάδες φοράγανε κόκκινα θέλπινα φουστάνια ή ροζ μεταξωτά, με μαντήλια μεταξωτά και πούλιες.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

θεοπλερωμένος-η-ο - αυτός που τιμωρεί ο Θεός, ανάλογα με τις κακές πράξεις του < Θεός + πληρωμή || «Η ανηψιά, έξυσε την κεφαλή της και έπεσε σε συλλογή. Μωρέ, δίκιο έχει η γριά, σκέφτηκε. Πού στα κομμάτια του τα βάνει ο θεοπλερωμένος;...» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ!»)

θεριακλής-ού-ίδικο - ο μανιώδης καπνιστής ή γενικότερα αυτός που του αρέσει υπερβολικά κάτι < τουρκική tiryaki < περσική < tiryak = οπιομανής < αρχαία ελληνική θηριακή, θηλυκό του θηριακός < θηρίον θεριακλίκι

Θεριστής (ο) - ο μήνας Ιούνιος < αρχ. ουσ. θεριστής

θερίτης (ο) - 1.αυτός που είναι πολύ κοφτερός 2. μτφ. αυτός που προκαλεί καταστροφές, που κάνει ζημιές που θερίζει ή ένα αντικείμενο που είναι καταστροφικό ή και αποδοτικό σε κάποιες εργασίες («θερίτης είναι αυτή η καλαμαριέρα», «πρόσεχε το μαχαίρι αυτό γιατί είναι θερίτης», «το κρασί που μας έφερε ήταν θερίτης»). Όπως φαίνεται και πιο πάνω χρησιμοποιείται χωρίς αλλαγή και για το θηλυκό και για το ουδέτερο < πιθaνολόγηση: θερισμός (αυτός που θερίζει). Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, δεν υπάρχουν αναφορές της στο διαδίκτυο ή αλλού, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

θέρμη (η) - 1. νόσος που επιφέρει δυνατό πυρετό, και κυρίως ελώδη, θερμασιά, ελονοσία 2. μτφ. ζήλος, προθυμία, ζέση για κάτι 3. θέρμες - θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές 4. θέρμες, οι ελώδεις πυρετοί < αρχ. θέρμη < θερμή < θερμός

θηκός (ο) - μεγάλη στοίβα, μεγάλος σωρός < πιθανολόγηση: αρχ. θηκαίος-α-ον, όμοιος με μπαούλο ή κάσα οίκημα θηκαίον, ταφική κατοικία, τύμβος. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Με το ξινάρι, τον γκασμά ή τα βατοκόπι, καθαρίζανε το χωράφι από τα αγρίδια και τα κάνανε φανταλιές (σωρούς σωρούς) ή θηκό.»(Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

θηλύκι (το) - 1. κουμπί. 2 α. κουμπότρυπα. β. θηλιά από την οποία κρεμάμε κάτι 3. θηλύκι παντελονιού ή φούστας που περνάει και στηρίζεται η ζώνη < μσν. θηλύκιον υποκορ. του αρχ. επιθ. θηλυκός θηλυκώνω, θυληκωμένος-η-ο, θηλύκωμα

θημωνιά (η) - σωρός από σιτηρά ή χόρτα που έχουν θεριστεί < μτγν. θημωνιά < θημών = σωρός < τίθημι θημωνιάζω

θολερός-η-ο - 1. αυτός που δεν είναι τελείως διαυγής 2. σκοτεινός, σκιερός, θαμπός < αρχ. θολερός < θολός

θράσεμα (το) - θέριεμα, φούντωμα (φυτά) θρασεύω, θρασεμένος-η-ο < θράσος

θρασίμι (το) - 1. το ψοφίμι < θρασόν < αρχ. σαθρόν 2.υποτιμητικά για κάποιον θρασύ αλλά και κακόβουλο < θράσος

θράψαλο (το) - μαλάκιο παρόμοιο με το καλαμάρι, με πιο σκληρό κρέας και λιγότερη νοστιμιά < «ΘΡΑΥΣΑΛΟΣ. Το γράφει Θράψαλος κατά την χυδ. προφοράν και το εξηγεί. Καλαμάριν, ήγουν το θαλάσσιον Καλαμάριον (calmar) του μεγάλου είδους, λεγόμενος Tεύθος Ελλ. ίσως όνομαζόμενος εις τας νήσους του Αιγαίου πελάγους θηλ. Καλαμαρίδα, (από το Καλαμαρις, ιδος). Ηκούσθη προφερόμενος και Τράψαλος (Ιδ.τας εις τον Ξενοκράτη σημ. σελ. 194 ).» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

θραψατήρι (το) ή θράψα (η) - ποικιλία σταφυλιού < ίσως από θρεψερός ή θραψερός = καρπερός, καλοθρεμένος, ζουμερός (για φρούτα) < θρέψη

θρεψίνη (η) - παρασκεύασμα από σταφίδες, σαν μαρμελάδα, το οποίο αλοιμένο πάνω σε μία φέτα ψωμί αποτέλεσε το βασικό πρωινό των παιδιών μέχρι τη δεκαετία του 60 < θρέψη

θρομύλι (το) - πελεκητή πέτρα, ή ξύλινο αντικείμενο που στο κέντρο της έχει μια κοιλότητα ή μια τρύπα, στην οποία στερεωνόταν το αδράχτι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται και να μαζεύει το νήμα < Φαίδων Κουκουλές Λαογραφία αναφέρει ορθομίλι = θρομίλι || «ΘΡΟΜΥΛΙ, Σομαυέρας τό εξηγεί λαβήν ή χείρα Ανέμης, η Τυλιγαδίου. Δεν αμφιβάλλω, ότι είναι σύνθετον από το Μύλος, αν και δεν έχω πώς να εξηγήσω το πρώτον μέρος της συνθέσεως (Θρο). Ισως έχυδαίσθη από το Τροχομύλιον, κατά συγκοπήν Τρομύλιον, και Θρομύλι.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

θρούμπα (η) - 1. η ώριμη ελιά που έπεσε από το δέντρο, χαμάδα < δρούππα < δρύππα < δρύπετη 2. η ώριμη ελιά που αρωματίστηκε από θρούμπι (είδος αρωματικού φυτού) < αρχ. θρύμβη < θύμβρα

θυρανοιξία (η) ή θυρανοίξια (τα) - εγκαίνια (ναού) < ουσ.θύρα + ανοίξια

θύσανος (ο) - φούντα, τούφα από κρόσια < αρχ.θύσανος

ίγγλα ή ίγκλα (η) - ζώνη για το δέσιμο του σαμαριού, που περνιέται κάτω από την κοιλιά του ζώου < μσν. κίγγλα < λατ. cingula = ζώνη ίγκλωμα ή ίγγλωμα, ιγκλώνω ή ιγγλώνω, ιγκλωμένος-η-ο ή ιγγλωμένος-η-ο

ικάντο (το) - (βγήκε στο ικάντο) για κάποιον που ξετσιπώθηκε, που έγινε ξεδιάντροπος < ίσως μσν. ινκάντο το, ικάντος το = πλειστηριασμός < ιταλ. incanto = μαγεία, θέλγητρο, πλειστηριασμός

ισιάρω ή ισάρω - (ναυτ.) αίρω, υψώνω, σηκώνω ίσια πάνω, το ιστίο, το πανί του σκάφους < υπάρχει σχετική ιταλική λέξη issare στην οποία αποδίδουν την ετυμολογία σε κάποιες ελάχιστες αναφορές στο διαδίκτυο, καθώς και η παρακάτω ετυμολόγηση < ίσια + ομηρ. αείρω = σηκώνω, υψώνω (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ), η οποία και δικαιολογεί γιατί λέμε τη λέξη ισιάρω και όχι ισάρω και γιατί δεν γράφεται με δύο σίγμα ισσάρω

ισιάδι (το) ή ισάδι - 1. μέρος οριζόντιο και επίπεδο, ίσιωμα 2. ίσιος, ομαλός δρόμος < επίθ. ίσιος + κατάλ. ‑άδι

ίσκα (η) - μύκητας που τον ξέραιναν και τον χρησιμοποιούσαν για να ανάβουν το τσακμάκι < μσν. ίσκα < λατιν. esca