Υ-Φ

υδρηλιά ως φωτίκι

υδρηλιά (η) - τοποθεσία, υγρή, νοτερή, ένυδρη που συγκρατεί νερά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και βλασταίνουν υδροχαρή φυτά < ομηρ.υδρηλός-η-ον = ο υγρός και με ποώδη βλάστηση τόπος, το λιβάδι (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

ύλι (το) - το πύον < ομηρ. ύλη = το δάσος, η άγρια ξυλεία καθώς και το καθίζημα, ο βούρκος, η λάσπη που σχηματίζεται από στάσιμα νερά (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

υξέοι ή μυξέοι - τρυπούλες στα στραβόξυλα του σκαριού της βάρκας για να πηγαίνουν τα νερά προς τη σεντίνα < πιθανολόγηση: ομηρ. ύω = στέρνω βροχή, βρέχω. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, από σελίδες για σκαριά πλοίων, όπου οι τρυπούλες αυτές αναφέρονται ως μυξοί '' " Φρακά­ρισαν τα παγιόλα, οι μυξέοι, η σεντίνα και το αμπάρι και δεν χωρούσε πια ούτε ουρά από δαύτους." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

υπέρα ή απλή (η) - (ναυτ.) σκοινί του οποίου η μία άκρη δένονταν στην ελεύθερη άκρη της αντένας πάνω στην οποία ήταν δεμένο το πανί του σκάφους και η άλλη στην κουπαστή. Υπήρχαν μία δεξιά και μία αριστερά και χρησίμευαν στον χειρισμό του πανιού για αλλαγή πορείας του σκάφους < ομηρ. υπέρη = αυτή που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

υπεργώνω ή περγώνω - κάνω κάποιον υποχείριο, υποτακτικό, υποτάσσω < υπό + έργο || «...Έχουν καλό αφεντικό, όρκο γι' αυτό σας δίνω, άξιο, βαρβάτο κυνηγό, το Μήτσο το Μαρίνο. Εις τον καιρό του κυνηγιού, τότε, τονέ περγώνει παίρνει σκυλιά και δίκαννο και τα βουνά οργώνει....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΡΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΤΣΑΤΙΡΕΣ») .Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

υπουρίδα (η) - η δερμάτινη ζώνη κάτω από την ουρά που συγκρατεί το σαμάρι ή τη σέλα < μτγν. υπουρίς < υπό + ουρά

ύφαλα (τα) - (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται κάτω από τη γραμμή που χαράζει επάνω του η επιφάνεια του νερού, τα βρεχάμενα < αρχ. ύφαλα < ύφαλον < ύφαλος < υπό + αλς, -αλός = θάλασσα

φαγάνα (η) - το ειδικό πλωτό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για εκβάθυνση λιμανιών, καθαρισμό βυθών και άλλων λιμενικών έργων, η βυθοκόρος αλλιώς < φαγάνα λόγω των μεγάλων ποσοτήτων που αρπάζει

φαγγρίζω - 1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού) 2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ' από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά φαγγρίζει 3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής < ίσως φεγγαρίζω < μσν. φεγγίζω < φέγγος

φάγουσα ή φάουσα (η) - (ιατρ.) ονομασία διαφόρων ελκών (όπως τα καρκινώδη, τα αφροδίσια κ.τ.λ.), η φαγέδαινα < αρχ. φαγέδαινα

φαερόπ - αστραπιαία, πολύ γρήγορα,με μεγάλη ταχύτητα < αγγλ. fire up (σηκωθείτε φωτιά) τουρκ. fayrap = επιτάχυνση, πετώ

φακιόλι (το) - χρωματιστό συνήθως μαντίλι που δένουν οι γυναίκες γύρω απ' το κεφάλι < μτγν. φακιόλιον < φακίολος < λατιν. fasciola || "ΦΑΚΙΩΛΙ, Σ. Φακιώλιον, Φακιόλιον, Φακεόλιον, ουδετ. και Φακεωλίς, θηλ. Δ. Κεκρύφαλος Ελλ. περικάλυμμα ή περιτύλιγμα της κεφαλής , των μεν γυναικών ονομαζόμενον Τουρκοχυδ. Τζεμπέρι, Σ. των ανδρών δε (πάλιν Τουρκοχυδ.), Σαρίκι, Σ. (turban), Το Φακιόλιον, είναι λέξις τού παρακμ. Ελλ. από το αρχαιότερον Φάκελλος, Ελλ. όθεν τών Ρωμαίων το Fasciola, υποκορ. του Fascia Τα Γλ. φέρουν: « Fasciola, επιδέσμιον» ο δε Σουΐδας: « Φάκελλος, το της κεφαλής φόρεμα, ο και Φακιόλιον λέγεται......." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

φακλάνα (η) - 1. πόρνη μεγάλης ηλικίας. 2. γυναίκα: α. με άσχημο, παχύ ή παρακμασμένο σώμα. β. με πρόστυχη, χυδαία εμφάνιση ή συμπεριφορά < αγν.ετυμ. η λέξη, εντούτοις δεν είναι αμάρτυρη. Απαντά στην παραλλαγή D της έντυπης βενετικής έκδοσης (ανατύπωση 1553) του Σπανού, του γνωστού ανώνυμου βωμολοχικού έργου του 14ου -15ου αι.: «Ημείς, ο τε παπὰ-Φιλίσκος απὸ τοὺς Φιλίππους έτι δε και κυρὰ Κουμμερτικίνα η Κατσικοπορδοὺ απὸ την Ασφάμιαν, παπαδία του, παραδίδομεν εις τον γαμβρὸν ημών κυρ Λέοντα τον Κατσαρέλην απὸ την Πέργαμον την γνήσιαν ημών και φιλτάτην θυγατέρα ονόματι Φακλάνα»  Σπαν. (Eideneier)1681. Στο κείμενο του Σπανού απαντούν και ομόρριζοι σχηματισμοί, σύνθετοι και παράγωγοι, όπως φακλανάτος, φακλανίζω, φακλανοπορδοτσουφάτος κ.ά. Όλες οι παραπάνω τύποι αποτελούν κατασκευασμένο υβριστικό λεξιλόγιο που αφορά σωματικές ανθρώπινες ανάγκες. Η Φακλάνα ήταν το λογοτεχνικό όνομα μιας βδελυρής στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά γυναίκας που πιθανόν προέκυψε από τη σύμφυρση των ρηματικών θεμάτων φά(ω) + κλάν(ω) + με κλιτικό επίθημα -α. (https://www.icgl.gr/files/greek/81-853-860.pdf)

φαλάγγι (το) - 1. (ναυτ.) καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια πάνω στα οποία μετακινείται ένα βάρος και κυρίως κάποιο σκάφος κατά την ανέλκυση ή την καθέλκυση, καθώς και τα ξύλα πάνω στα οποία θα πατήσει κατά την παραμονή του στη στεριά φαλαγγώνω, φαλάγγωμα = η προετοιμασία με τοποθέτηση των φαλαγγιών πριν τη διαδικασία του τραβήγματος της βάρκας στη στεριά, αλλά και η τοποθέτηση φαλαγγιών τόσο κατά τη διαδικασία του τραβήγματος όσο και του ριξίματος στη θάλασσα 2. δηλητηριώδης αράχνη, η ρωγαλίδα την οποία λέμε και σφαλάγγι 3. έκφρ. τους πήραν φαλάγγι (τους έτρεψαν σε φυγή και τους καταδίωξαν) < αρχ. φαλάγγιον < φάλαγξ

φάλαρο (το) - στολίδι στην προμετωπίδα ή στα χαλινάρια των αλόγων < αρχ. φάλαρον < φάλος

φάλια (η) - το άνοιγμα, η τρύπα που δημιουργείται σε στερεή επιφάνεια ύστερα από άσκηση πίεσης σε ορισμένο σημείο της < ομηρ. φάλος = μεταλλικό ανασήκωμα, έπαρμα στην μπροστινή επιφάνεια της περικεφαλαίας το οποίο δεχόταν τα χτυπήματα του σπαθιού του αντιπάλου (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Από τις σπάνιες αναφορές της, η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Κύπρο και όπως αναφέρεται σε σχετική σελίδα, στην κυριολεξία, έλεγαν φάλια την τρύπα όπου άνοιγαν οι μεταλλωρύχοι για να τοποθετήσουν δυναμίτη για τη διάνοιξη περασμάτων.

φαλιμέντο (το) - η χρεοκοπία, η πτώχευση < ιταλ. fallimento

φάλκα (η)- (ναυτ.) οριζόντιο πορτάκι, το οποίο κινείται σε οδηγούς και σύρεται μπρος - πίσω. Σε συνδυασμό με ένα κάθετο πορτάκι, αποτελεί την είσοδο στο εσωτερικό των ξύλινων σκαφών και των ιστιοπλοϊκών < ; || "...Τα νερά είχανε μπει από το ταμπούκιο της πλώρης που δεν το είχαμε κλείσει καλά και δεν είχαμε βάλει τη φάλκα..." (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)

φαλτσέτα (η) - κοφτερό κοπίδι που χρησιμοποιείται από τους βυρσοδέψες και τους τσαγκάρηδες < ιταλ. falcetto

φαμέγιος (ο) - ο οικότροφος υπηρέτης που μένει στο σπίτι του αφεντικού και δουλεύει στο κοπάδι ή στο χωράφι. Συχνά παιδί, οπότε είναι παραγιός ή ψυχοπαίδι < λατ. famulus < ιταλ. famiglio < ενετ. famegio || "ΦΑΜΕΓΙΟΣ, Σ. Φαμίλιος, Δ. και Φάμελος, ο με μισθόν δουλεύων εις τας οικίας, Από το Ρωμ. famulus, Ιταλιστί famiglio. Το θηλ. Φαμέγια, Σ. λέγεται και Φαντέσκα, Σ. από το Ιταλικών fantesca." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

φανάρι (το) - 1. μεταλλικό σκεύος της κουζίνας, σαν μεγάλο κουτί, που οι πλευρές του είναι φτιαγμένες από λεπτό συρματόπλεγμα (σίτα), το οποίο τοποθετούσαν σε δροσερό μέρος και φύλαγαν τα φαγητά και τα τρόφιμα < μσν. φανάρι < φανάριον 2.(ναυτ.) ο φάρος, φανός < φανός

φανερώματα (τα) - η επισημοποίηση της σχέσης ζευγαριού, που μέχρι τότε κρατιόταν κρυφή, η πρώτη επαφή δηλαδή των δύο οικογενειών και η συμφωνία για αρραβώνα και γάμο < φανερώνω

φανέστρα (η) - φεγγίτης σπιτιού,μικρό παράθυρο με τζάμι είτε σταθερό είτε ανοιγόμενο. Συνήθη μορφή φανέστρας στην περιοχή μας, αυτή πάνω από την πόρτα του σπιτιού, που αφήνει το φως να μπαίνει αλλά και τον αέρα τους καλοκαιρινούς μήνες για δροσιά αφού ανοίγει. Επίσης φανέστρα μπορεί να υπάρχει και πάνω από το ανοιγόμενο τμήμα του εσωτερικού παραθύρου < ιταλ. finestra < λατιν. fenestra < αρχ.ελ φαίνω. Ως φανέστρα στα Εφτάνησα φαίνεται να θεωρείται ολόκληρο το παράθυρο ή η πόρτα προς το μπαλκόνι, ενώ στον Τυμφρηστό, Καρδίτσα και αλλού φαίνεται να έχει την ίδια έννοια με τη δική μας, χωρίς γενικά να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η χρήση της λέξης. Επίσης, στο Βόλο, φαίνεται να έχει μια εντελώς διαφορετική και άσχετη με τα παραπάνω έννοια, αυτής της προσπάθειας μπλεξίματος και ριξίματος χαρταετού από άλλον χαρταετό

φανί (το) - το αραιοπλεγμένο με μεγάλα μάτια (ανοίγματα) δίχτυ < ομηρ. φαίνω = κάνω κάτι φανερό (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

φανοκόρος (ο) - ειδικός υπάλληλος που φρόντιζε ν' ανάβει τους φανούς της πόλης, μόλις έπεφτε το σκοτάδι < φανός + αρχ. κόρος = υπηρέτης

φανταλιά (η) - η φυτική ύλη από ξερά θαμνόκλαδα, από ξερά φύλλα δέντρων μου μαζεύονται σε μικρούς σωρούς για να καούν < ομ. φυταλιή = φυτοφόρος τόπος (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Υπάρχουν κάποιες λίγες αναφορές της λέξης με εντελώς διαφορετική έννοια, αυτή του χτυπήματος, της σφαλιάρας κ.λ.π. από Μεσσηνία, Αχαΐα αλλά και Καρδίτσα || "Κατά τον Μάιο, οπότε το ρόβι ροδίζει (όλο το φυτό παίρνει ένα κοκκινωπό χρώμα) και αρχίζει να ξεραίνεται, το ξεριζώνουν με τα χέρια και κάνουν φανταλιές (μικρά δεμάτια)...." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ) || «Με το ξινάρι, τον γκασμά ή τα βατοκόπι, καθαρίζανε το χωράφι από τα αγρίδια και τα κάνανε φανταλιές (σωρούς σωρούς) ή θηκό.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

φαουλιάρικος-η-ο - αυτός που προορίζεται για φαγητό, συν. για τα αγροτικά προϊόντα που έχουν και άλλο προορισμό (π.χ. φαουλιάρικα σταφύλια, φαουλιάρικα πορτοκάλια) < φαΐ . Σπάνιες αναφορές σχετικά με φαουλιάρικα σταφύλια, προερχόμενες μία από Μεσσηνία και μία από Εφτάνησα.

φαρί (το) - άλογο < μσν. φαρί(ο)ν < φάρας < αραβ. faras = ίππος

φαρμακώνω - 1. τρώγω («πάμε να φαρμακώσουμε», υβριστικά «κάτσε στο τραπέζι και φαρμακώσου», με έμφαση στην ποσότητα «μωρέ φαρμακώνει άσχημα αυτός» < φάρμακο (με την έννοια της ουσίας που έχει θεραπευτική δράση στον οργανισμό). Κατά τον Ησύχιο φαρμακίτης ήταν ο αδηφάγος, αυτός που τρώει πάρα πολύ ο λαίμαργος 2. (ναυτ.) περνάω το σκάφος με μοράβια (υφαλόχρωμα, το οποίο αποκαλούσαν και φαρμάκι, επειδή φαρμακώνει τους θαλάσσιους οργανισμούς που πάνε να αναπτυχθούν στα ύφαλα του σκάφους) < φαρμάκι φαρμάκωμα, φαρμακωμένος-η-ο

φάρσωμα (το) - ξύλινος μεσότοιχος, χώρισμα< μσν. φάρσωμα < αρχ. φάρσος = χωρισμένο μέρος φαρσώνω - (ιδιαίτερα για κτήματα) πυκνώνω, αγριεύω από την βλάστηση φαρσωμένος-η-ο

φαρφουρένιο (το) - 1. κατασκευασμένο από πολύ λεπτή πορσελάνη, κυρίως φλυτζάνια, κούπες και άλλα σερβίτσια  2. μτφ. κάθε λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο < τουρκ. fagfur= κινεζική πορσελάνη

φάσιμο (το), πληθ. φασίματα (τα) - τοπική ονομασία φαγώσιμου χορταρικού < ; .

φατούρα (η) - τιμολόγιο εμπορευμάτων < ιταλ. fattura

φελάω - (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) 1. ωφελώ. 2. αξίζω, είμαι χρήσιμος < μσν.(;) φελώ < αρχ. ωφελώ

φελέκι (το) - μόνο στη βρισιά «γαμώ το φελέκι μου» βρίζοντας την κακή τύχη < τουρκ. felek = τύχη

φελί (το) - κομμάτι, φέτα, συνήθως τρόφιμου και περισσότερο μανταρινιού και πορτοκαλιού < μσν. οφελλίον< υποκορ. του λατ. of(f)ella

φελοπάτημα (το) - 1. (ναυτ.) τεχνική στο ψάρεμα του παραγαδιού, στην οποία κάθε κάποια μέτρα δένουν στη μάνα του παραγαδιού ένα μικρό φελό ώστε αυτή να μην είναι στρωμένη μόνο στο βυθό, αλλά κάθε τόσο να σηκώνεται κάνοντας καμπύλες 2. μτφ. ελαφράδα του μυαλού, παλαβομάρα < φελός + πάτημα φελοπατάω, φελοπατημένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

φελούκα (η) - χαμηλό και στενό σκάφος που πλέει με κουπιά ή πανιά < ιταλ. feluca < ισπαν. faluka

φέλπα (η) - μαλακό ύφασμα με βελούδινη υφή από ίνες μαλλιού < ιταλ. felpa || Το σκολινό (καλό) γυναικείον ένδυμα αποτελούμενον από το σακάκι και μία φούστα με πλατειές πτυχές εγένετο από φέλπα χρώματος ερυθρού. (Η φέλπα είναι ύφασμα εξ ερίου ή βάμβακος κατ' απομήμησιν του βελούδου, αλλά με παχυτέραν την χνουδωτή όψιν)"(ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

φέρσα (η) - κομμάτι, λωρίδα < ; || «φέρσα (η) ιταλ. δημ. κ. φέλσα, λωρίς υφάσματος, λουρίδα- 2} ναυτ. έκαστον των φύλλων της οθόνης, εξ ών συρράπτεται το ιστίον.(Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

φερτίκια (τα) - τα έξοδα της μεταφοράς, της μετακόμισης, τα κόμιστρα < φέρνω

φεστόνι ή φιστόνι - βελονιά που χρησιμοποιείται κατά κύριο στο τελείωμα των υφασμάτων, για να αποτρέψει δηλαδή το περαιτέρω ξέφτισμα. Το φεστόνι μοιάζει με τη βελονιά κουμπότρυπα μόνο που γίνεται ανά μεγαλύτερα διαστήματα < ; || "Οι γυναίκες κατάσαρκα εφόρουν το πουκάμισο το οποίο ήταν μακρύ και έφτανε έως τους αστραγάλους, από λευκόν "πρικάλι" με άνοιγμα έμπροσθεν, με φαρδυά μανίκια τα άκρα των οποίων είχον πολλούς φραμπαλάδες (βολάν) και κέντημα με φιστόνι" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ) ||«...Στο κάτω μέρος ήταν μπλε ή κόκκινο λουράτο (ριγέ). Στο γύρισμα (ποδόγυρο) τέλειωνε σε φιστόνι (ειδική βελονιά)...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

φθισικός-ή-ό - ο φυματικός < αρχ. φθισικός φθίση = φυματίωση < αρχ. φθίσις

φιάκας (ο) - φιγουρατζής, επιτηδευμένος < πιθανολόγηση: θεατρικό έργο του 1871 «Ο Φιάκας» του Δημοσθένη Μισιτζή που πρωταγωνιστής με αυτό το όνομα ήταν ένας φιγουρατζής, επιτηδευμένος προικοθήρας

φιάλα (η) - η νεροκολοκύθα, η οποία αποξηραμένη είχε διάφορες χρήσεις, κυρίως ως σκεύος μεταφοράς υγρών, ως σημαδούρα για το ψάρεμα, κ.λ.π. Πολλές φορές και το ίδιο το φυτό ονομάζεται έτσι (φύτεψα μερικές φιάλες). Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά, μια αναφορά της προερχόμενη από την Αρκαδία μας μαρτυρά και μια άλλη χρήση της, σαν μεγάλο μπρίκι με το μακρύ στέλεχος σαν λαβή, όπου χρησιμοποιείτο σε παλιό ελαιοτριβείο για μετάγγιση του λαδιού και μονάδα μέτρησης < φιάλη

φιλέρι (το) - είδος κλήματος, με πυκνές ρώγες για οινοποιία κυρίως, με ποικιλίες του μοσχοφίλερο το μαυροφίλερο και το ασπροφίλερο < ;

φιλεύω - 1. προσφέρω σε κάποιον κάτι 2. ως κέρασμα = τρατάρω 3. ως φιλοδώρημα 4. προσφέρω σε κάποιον με φιλική διάθεση φαγώσιμα ή ποτά, κάνω το τραπέζι σε κάποιον < μσν. φιλεύω, φιλεύγω < φίλ(ος) -εύω φίλεμα

φιλίστρα (η) - το καριοφίλι, παλιό εμπροσθογεμές όπλο, στενά συνδεδεμένο με την επανάσταση του 1821 <; . Η ονομασία αυτή δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού, δεν υπάρχει αναφορά της στο διαδίκτυο ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά // «...Ανεβαίνει λοιπόν, δε χάνει καιρό, γεμίζει τη φιλίστρα (καριοφίλι) και τραυμάτισε δύο από τους οποίους ο ένας πέθανε καθ' οδό...» (Ελευθέριος Αλεξάκης «Λαϊκές παραδόσεις και τοπίο στον Καβομαλιά», πληροφορητής Νίκος Δαμιανάκης, Άγιος Νικόλαος)

φιοριτούρα (η) - 1. άχρηστο στολίδι, μπιχλιμπίδι 2. α) μτφ. τρόπος έκφρασης αλλά και συμπεριφοράς υπερβολικά περίτεχνος, στολισμένος, εξεζητημένος β) (μουσ.) στόλισμα, καλλωπισμός σε τραγούδι ή σε μουσικό κομμάτι< ιταλ. fioritura

φίνα (η) - ομίχλη με πολύ υγρασία, η οποία πέφτοντας πάνω στις καλλιέργειες, μεταφέροντας προφανώς και κάποιες ασθένειες, προκαλούσε μεγάλες ζημιές στις εκτεταμένες καλλιέργειες κρεμμυδιών της περιοχή μας και ήταν από τις μεγαλύτερες μάστιγες για την τοπική αγροτική οικονομία, ειδικά αφού παλιότερα δεν υπήρχαν γεωργικά φάρμακα και οι παραγωγοί δεν ψέκαζαν τις καλλιέργειες < πιθανολόγηση: ομηρ. φθίνω = φθείρω λιγοστεύω, αφανίζω ή ιταλ. fine = τέλος τέρμα μτφ. θάνατος καταστροφή. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. || "Το ασπραγάνι το πιάνει η φίνα. Τον Απρίλιο ή τον Μάιο, ορισμένες χρονιές πολύ πρώιμα πέφτει πούσι (ομίχλη) που κρατά ως τις 10π.μ. περίπου. Όταν φύγει το πούσι, επάνω στα στάχυα μένει δροσιά (σταγόνες νερού). Μετά όμως πιάνει πολύ ζέστη, οπότε οι ρίζες καίγονται και το στάχυ κιτρινίζει πριν της ώρας του..." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

φινωμένος-η-ο - ο καρπός ή το φρούτο που έχει στεγνώσει που δεν έχει χυμούς < πιθ. φίνα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

φινίρω - 1. τελειώνω μια δουλειά 2. κάνω τις τελευταίες λεπτομέρειες σε μια μαστορική δουλειά (φινίρισμα) 3. καταλήγω, πεθαίνω< ιταλ. finire

φιότσος-α - βαφτισιμιός-α < κρητ. φιλιότσος < ιταλ. figlio που σημαίνει γιος + καταλ. -zzo < figlio-zzo = ο γιόκας < βεν. fiozzo

φίσκα - γεμάτο ασφυκτικά < ίσως από το αρχ. φύσκα = φούσκα, δωρ. τύπος του φύσκη ||"Η Αγορά, από το συμβολαιογραφείο του Λαλούση μέχρι το φαρμακείο του Σαρσέντη, ήτανε φίσκα από κόσμο. Από εκεί και πέρα, μερμήγκι δεν περπατούσε. Νεκραΐλα." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φιρφιρίκος (ο) - αυτός που εύκολα επηρεάζεται και αλλάζει γνώμη, επιπόλαιος < τουρκ. firfiri = το παιδικό παιχνίδι ανεμόμυλος

φισεκλίκι (το) - φυσιγγιοθήκη < τουρκ.fiek-lik

φισφιρής - χαρακτηρισμός γνωστού μας προσώπου, με περιπαικτική διάθεση, χωρίς συγκεκριμένη πιθανά έννοια, που συνήθως χρησιμοποιείται κατά τον χαιρετισμό π.χ.«γεια σου ρε Γιώργο φισφιρή» < ;

φλάμπουρο (το) - 1. πολεμική σημαία 2. λάβαρο < μσν. φλάμπουρον < φλάμπουλον < φλάμμουλον

φλάρος (ο) - 1. καθολικός ιερέας ή καλόγερος 2. έκφρ. τον κακό σου το φλάρο = τον κακό σου τον καιρό < μσν. φράρος < βενετ. frar

φλασκί (το) ή φλάσκα (η) - 1. ο καρπός της φλασκιάς (κολοκυθιά) 2. δοχείο για κρασί ή νερό κατασκευασμένο από τον αποξηραμένο καρπό της φλασκιάς 3. είδος μελιτζάνας (η κλασική μελιτζάνα που βάζουμε στα γεμιστά) < μσν. φλασκί(ο)ν < φλάσκα

φλησκούνι (το) - φυτό από το οποίο γίνεται αφέψημα< μσν. φλησκούνιν και βλησκούνιν < αρχ. βλήχων - γλήχων

φλέντζα (η) - 1. λεπτή φέτα 2. φλούδα < πιθ. μσν. φλάντζα < ιταλ. flangia

φλεντζακούδα (η) - μικρή φλέντζα, κομμάτι φλοιού ξύλου < φλέντζα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

φλιά (η) - η παραστάδα, η κάθετα προς το οριζόντιο επίπεδο τοποθετημένη πέτρινη ή από πωρί πελεκημένη στήλη δεξιά και αριστερά της πόρτας ή του παραθύρου. Πάνω τους στηρίζεται από το ίδιο υλικό το ανώφλι και κάτω επίσης από το ίδιο υλικό υπάρχει το κατώφλι < ομηρ.φλιή (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Λίγες αναφορές της λέξης, κυρίως αναγράφεται σε λεξικά και σε παλιά κείμενα, ενώ φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Κρήτη ως κατώφλι || «φλιά (η) κ. νεώτ. εκατέρα των όρθιων δοκών έφ' ων στηρίζεται η θύρα, παραστάς θύρας ...... 2) κ. νεώτ. κτ. εν. το κατώφλιον ...... 3) το ανώφλιον...... 4) Ησ. «φλιή, πρόθυρον» 5) αι παραστάδες του ονίσκου (είδος βαρούλκου-ανυψωτικής μηχανής) ...... (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

φλίσουρο (το) - σκουπιδάκι από υπολείμματα ξύλου, κομματάκι από φύλλο δέντρου ή φυτού κ.λ.π. < πιθανολόγηση: φλοιός φλέω + σύρω . Υπάρχουν κάποιες αναφορές της λέξης με την ίδια έννοια, ως φλέσουρο όμως, προερχόμενες από Μεσσηνία, Φθιώτιδα και Αρκαδία.

φλόκι (το) - 1. το χνούδι, η φουντίτσα 2. μάλλινη ή βαμβακερή θηλιά < λατιν. floccus Στη ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ αναγράφει: "Αν την άλλη ημέρα φυσά βοριάς λιχνίζουν έτσι ώστε ο καρπός να πέφτει προς βορρά και το φλοίσουρο (φλόκος) προς νότο..." .Πιθανό ο φλόκος αυτός να έχει να κάνει με το φλόκι όπως περιγράφεται πιο πάνω.

φλόκος (ο) - τριγωνικό πανί κοντά στην πλώρη, ο αρτέμων < μσν. φλόκκος < ιταλ. flocco

φλόμος (ο) - το φυτό βερμπάσκο από το οποίο παράγεται ναρκωτική ουσία. Το χρησιμοποιούσαν παλιά στο ψάρεμα, για να βγάλουν ψάρια ή χταπόδια που είχαν χωθεί μέσα στα θαλάμια τους. Βάζοντας φλόμο μέσα σε αυτά, «έπνιγε» τα ψάρια η επαφή τους με το φυτό και αναγκάζονταν να βγουν από τα θαλάμια και να γίνουν ευάλωτο θήραμα < αρχ. φλόμος || " ΦΛΟMOΣ, άρσ. Σ. Δ. Φλόμος και σήμερον, ως ωνομάζετο και από τους παλαιούς συγγραφείς, Ελλ. και Ρωμ. (Φλόμος, Philomus). Μόνος ο Αριστοτέλης τον ονομάζει διά του π Πλόμον, ιστορών και την έτι και σήμερον συνήθη χρήσιν του φυτού εις την οψάρευσιν « Αποθνήσκουσι δε ο ιχθύς τω Πλόμω, διό και θηρεύουσιν οι μεν άλλοι τους εν τους ποταμούς και λίμνας ΠΛΟΜΙΖΟΝΤΕΣ, οι δε Φοίνικες και τους εν τη θαλάσση». Είναι των φυτολόγων το Verbaseum thapsus, το αυτό με την από τον Διοσκορίδην (IV, πο4) ονομαζομένην « Φλόμος θήλεια λευκή» .... Από το Φλόμος, ρήμα Φλομόνω, Σ. Δ. κατά την προσθήκην μόνην του ν διαφέρον από το αθησαύριστον ακόμη εις τα Ελληνικά λεξικά, Φλομόω, αντί του οποίου έλεγαν οι παλαιοί Φλομίζω ή κατά τον Αριστοτέλην, Πλομίζω. Η κυρία σημασία του Φλομόνω είναι ζαλίζω τα οψάρια δελεάζων διά του φλόμου, ως φαίνεται και από τους εξής στίχους (Απολλ. έν Τύρ.), Κ' ευγήκεν εις το πέλαγος σαν φλομωμένον ψάρι, Που δεν ηξεύρει την οδόν της σωτηριάς να πάρη ........" Φλομόνω, μεταφορ, το βρωμίζω, οίον, αποστρεφόμενοι τι βρωμερόν λέγομεν, Μ' εφλόμωσε." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832) || « Κι ο φλόμος έχει υγρό σαν γάλα. Οι παλιοί το ρίχνανε στη λίμνη. Φουσκώνανε τα ψάρια και βγαίνανε έξω. Έτσι πιάνανε κεφάλους και χέλια...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

φλομώνω - 1. ναρκώνω τα ψάρια με φλόμο 2. διαχέω καπνό ή άσκημη μυρουδιά κάνοντας αποπνιχτική την ατμόσφαιρα 3. μτφ. χάνω την υπομονή μου, θολώνω, πνίγομαι (με φλόμωσε στα ψέματα) < μσν. φλομώνω < αρχ. φλόμος φλόμωμα, φλομωμένος-η-ο || "Τάπιασε τούρτουρας, κατουρηθήκανε από την τρομάρα τους από αυτή την είδηση και σαν τα φλομωμένα ψάρια οι άνθρωποι δεν ξέρα­νε τι δρόμο να πάρουνε, που να κρυφτούνε, για να σώσουνε τον εαυτό τους και το παιδομάνι που κρεμότανε στο λαιμό τους." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φόκο (πήρε φόκο) - πήρε φωτιά, άναψε, πυροδοτήθηκε < ιταλ. fuoco < λατιν. focus = φωτιά

φοκόλιθρο (το) - μία από τις μεγάλες πέτρες (συνήθως δύο) που χρησιμοποιούσαν για να ακουμπάνε τα καζάνια, ώστε από κάτω να υπάρχει κενό για να ανάβουν φωτιά < φόκος + λιθάρι . Σπάνια λέξη, που φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα χωριά των Μολάων || «Τα είχανε στεριώσει, πιο πέρα από την Αγία Τριάδα, πάνω σε φοκόλιθρα και μέσα βράζανε τα ρούχα για να ψοφήσουν οι ψείρες, οι οποίες έβγαιναν στον αφρό και τις μαζεύανε με μία κουτάλα...» (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)

φόκος (ο) - το τζάκι < ιταλ. fuoco < λατιν. focus = φωτιά

φόλα (η) - πρόσθετο τμήμα σε παπούτσι, μπάλωμα < μσν. φόλα < λατιν. follis || «...Τα πατούμενά του με φόλες και ψίδια που η πολυκαιρία τα είχε αφανίσει και αυτά, όπως, αφανίζεται κάθε τι το υλικό σε αυτόνε τον ψεύτικο ντουνιά και δείχνανε να βρίσκονται στο τε­λευταίο στάδιο της ύπαρξής τους....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΑΛΕΚΟΣ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ»). Τη λέξη τη συναντάμε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως την Τήνο (Φόλα= Πρόσθετο πλαϊνό τμήμα παπουτσιού, Υστερνιώτικο (Τήνος) γλωσσάρι), αλλά και στη Νιγρίτα (ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ - ΛΕΞΙΚΟ Ν. ΠΑΣΧΑΛΟΥΔΗ) || «......2) δημ. μικρόν δερμάτινον επίρραμμα επί εφθαρμένου μέρους υποδήματος...... (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

φόλισα ή φόλιση - η άρθρωση < πιθανολόγηση: ιταλ. follicolo = θύλακας, κοιλότητα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "Κάτι λιόφυτα που είχε, θέλανε χεροπάλαιμα και πόρεψη, από τη μεριά του νοικοκύρη, αλλά, οι φόλισες τονέ πεθαίνανε από τον πόνο και τα πόδια του δεν πειθαρχούσανε στη θέλησή του." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φορτίο (το) - ποσότητα μέτρησης, γεωργικών προϊόντων, με πιο χαρακτηριστικό τον μούστο που ακόμα τον μετράνε με φορτία και που ήταν η ποσότητα που μπορούσε να μεταφέρει ένα υποζύγιο < αρχ. φορτίον

φορτωτήρα (η) - διχαλωτό ξύλο που χρησίμευε για το φόρτωμα των ζώων < φορτώνω|| «φορτωτήρα (η) δημ. 1) ο φορτωτήρ βλ λ. 2) ... στήριγμα, ακτηρίς, δίχαλωτόν ξύλον, διά του οποίου υποβοηθείται ή φόρτωσις των ζώων.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

φούμαρο (το) - λόγος που είναι γέννημα της φαντασίας, φαντασιοπληξία, καυχησιολογία < φουμάρω < ιταλ. fumare

φούμο (το) - 1. καπνιά 2. είδος μελάνης από καπνιά, στάχτη < μσν. φούμος < λατιν. fumus = καπνός

φουντί (το) - καθεμιά από τις σανίδες του πάτου του βαρελιού < λατιν. fundus || "Τα βαρέλια που γιομίζανε αφρισμένο σταφυλόζουμο, ξεντογιαστήκανε, ξεφουντιαστήκανε. Οι ση­μερινοί άνθρωποι, πίνουνε μπύρα και κόκα-κόλα και σεβενάπια και κακοχρόνους και μονάχα κρασί δεν βάνουνε στο στόμα τους. Ξανοστήσανε!" (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φουρκάδα (η) - 1. το δίκρανο 2. (ναυτ.) μεταλλικό εξάρτημα της βάρκας διχαλωτό, πάνω στην κουπαστή της βάρκας, σε ζευγάρια στις δύο πλευρές, στο οποίο τοποθετούν τα κουπιά όταν δεν χρησιμοποιούνται < μσν. φούρκα < λατιν. furca

φούρλα (η) - η στροφή προσώπου (ιδ. χορευτή, κατά την εκτέλεση χορευτικών κινήσεων) ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του < ιταλ. frulla προστ. του frullo = περιστρέφομαι γρήγορα

φουρνέλο (το) - δυναμίτης, εκρηκτική ύλη < βεν. fornello

φουρό (το) - είδος γυναικείου μεσοφοριού < γαλλ. fourreau

φουρτουνιάρικος-η-ο - ο σχετικός με φουρτούνες. Μπορεί να είναι περιοχή που επικρατούν φουρτούνες (φουρτουνιάρικος κάβος, φουρτουνιάρικος κόλπος), καιρός που φέρνει φουρτούνες (φουρτουνιάρικος καιρός ο σορόκος). Επίσης, φουρτουνιάρικο χαρακτηρίζεται και το φεγγάρι όταν παρατηρώντας το βλέπουν σημάδια επερχόμενης φουρτούνας ή όταν όλος ο κύκλος του φεγγαριού προβλέπεται από τα σημάδια να έχει φουρτούνες < φουρτούνα . Λέξη με πολύ λίγες αναφορές, δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά αλλού, αντίθετα με την περιοχή μας που έχει πολύ συχνή χρήση.

φουρούσι (το) - κατασκεύασμα που εξέχει από την επιφάνεια του τοίχου και χρησιμεύει για να στηρίζει άλλες κατασκευές (εξώστες, γείσα κ.τ.λ.) < τουρκ. foroz = πιάσιμο με καλούπι

φουσάτο (το) - 1. πλήθος στρατιωτών, στρατός 2. μτφ. πλήθος που εισβάλλει κάπου < μσν. φουσάτον < φοσσάτον < λατιν. fossatum = στρατόπεδο || «Στα ελληνικά σήμερα το φουσάτο λέγεται μόνο με την σημασία "το στράτευμα" ή "τα στρατεύματα" ανεξάρτητα από το πού στρατωνίζεται. Συνήθως το συναντάμε σε δημοτικά ποιήματα και στο πατριωτικό εμβατήριο «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»...... Από το Λατινικό fossa = όρυγμα, τάφρος, χαντάκι, χαράκωμα, φρούριο ή στρατόπεδο και κατά συνεκδοχή το στράτευμα που στρατωνίζεται στο στρατόπεδο (πχ. Τάγμα, σύνταγμα, τούρμα κλπ). (Άρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr/AENAON/AS3/foysato.pdf) || « Ο γέροντας ήταν μάγος, από εκείνους τους μάγους που με τον λόγο ημπορούν να μαρμαρώσουν τη θάλασσα και να θαλασσώσουν τις στεριές. Η δύναμίς του όλη και η μαγεία του ήταν σ' εκείνη την κασσέλα που την έκανε όπως ήθελε: γοργοπόδαρο άλογο στη στεριά, τρεχαντήρι άφταστο στη θάλασσα και πουλί πετούμενο στον αέρα. Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να γιατρέψη την Γκιουλχονούμ....» (Ανδρεάς Καρκαβίτσας «ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ - ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ»)

φούσκα (η) - η ουροδόχος κύστη < μτγν.φούσκα < αρχ. φύσκη

φουσκί (το) - χώμα ανακατωμένο με κοπριά για τη λίπανση της γης, κοπρόχωμα < μτγν. φουσκίον < αρχ. φύσκη

φουσκοδεντριά (η) - 1. οι μέρες πριν από την έναρξη της άνοιξης, κατά τις οποίες σχηματίζονται οι οφθαλμοί των φυτών και των δέντρων και τα φυτά φουσκώνουν από χυμούς και ζωή 2. μτφ. ερωτικές εξάψεις, φουντώματα και ανησυχίες κυρίως νεανικές (αλλά όχι μόνο). Επειδή και αυτές εντείνονται με τον ερχομό της άνοιξης παραλληλίζονται με τις φουσκοδεντριές των φυτών και των δέντρων < φουσκώνω + δέντρο

φουσκοθαλασσιά (η) - 1. κατάσταση της θάλασσας που κυματίζει ενώ έχει νηνεμία (βουβό κύμα) η οποία λέγεται και ρεστία. Πολλές φορές στον τόπο μας, η ύπαρξη φουσκοθαλασσιάς προμηνύει ότι θα φυσήξει βοριάς και αρκετές φορές συμβαίνει να εξακολουθεί το κύμα να έρχεται παρότι έχει επικρατήσει βοριάς και αυτός φυσάει με κατεύθυνση αντίθετη από κείνη που έρχεται το κύμα 2. επίσης σαν φουσκοθαλασσιά ή φουσκονεριά λέμε το ανέβασμα των νερών και της στάθμης της θάλασσας κατά τη φάση της πλημμυρίδας < φουσκώνω + θάλασσα.

φούσκος (ο) - μπάτσος, σφαλιάρα, χαστούκι < φούσκ(α) -ος (;)

φουφού (η) - μεταλλικό ή πήλινο φορητό σκεύος, ανοιχτό επάνω, όπου ανάβεται φωτιά για παρασκευή φαγητού ή για θέρμανση, το μαγκάλι < τουρκ. fufu < ελλ. φουβού < φουγού

φραγγέλιο (το) - μαστίγιο, καμουτσίκι < μτγν. φραγγέλλιον < φραγέλλιον < φλαγγέλλιον, υποκορ. του φλάγγελλον || " Στην περίπτωση του Γερμανού, η γλώσσα γινότανε φραγγέλιο, που με άτσαλους και σκληρούς χαρακτηρισμούς έδινε ηχητικά, α­κουστικά μαστιγώματα, που κάνανε την καρδιά του κληρικού να λαχταρίσει." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φραγκοράφτης (ο) - ο ράφτης που μετά την τουρκοκρατία, έραβε παντελόνια σακάκια κ.λ.π. δηλαδή ρούχα φράγκικα, που είχαν έρθει από τη Φραγκιά (Ευρώπη). Φραγκοραφτάδικο = το σχετικό ραφτάδικο, που αντικατέστησε σιγά σιγά το ελληνοραφείο που έφτιαχνε τις φουστανέλες, τις βράκες κ.λ.π. < Φράγκος + ράφτης || "Στα Βάτικα, έμεινε μέχρι τις ημέρες μας ριζωμένη η διάκριση, για τα ευρωπαϊκά ρούχα και το καθιερωμένο πιά κοστούμι ρα­βότανε από φραγκοράφτες, στα φραγκοραφτάδικα της Νεάπο­λης." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φραμπαλάς (ο) - 1. πλατιά πτύχωση στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος 2. χαβαλές, καλαμπούρι, πλάκα < γαλλ. falbala

φρεζάρω - 1. λειαίνω ή γλύφω με φρέζα μέταλλα ή ξύλα 2. λειαίνω το χώμα αγρού (με γεωργική φρέζα) < γαλλ. fraise φρεζάρισμα, φρεζαρισμένος-η-ο

φρεσκάρισμα (το) - (ναυτ.) κατά την επισκευή των ξύλινων βαρκών, όταν αυτές έμεναν για μεγάλο διάστημα στη στεριά, τα σανίδια του πετσώματος της βάρκας «ξερομαχούσαν» ξεραίνονταν δηλαδή και άνοιγαν οι αρμοί μεταξύ τους. Μετά λοιπόν το τέλος των επισκευών, γέμιζαν τις βάρκες με νερό, (πολλές φορές τις βούλιαζαν και μέσα στη θάλασσα, αφού δεν υπήρχαν μηχανές) και τα ξύλα «φρεσκάριζαν» πότιζαν νερό και φούσκωναν με αποτέλεσμα να κλείσουν οι αρμοί και να μην μπαίνει νερό. Για τον ίδιο λόγο στις κουβέρτες των ξύλινων σκαφών, ρίχνουν πολύ συχνά νερό < φρέσκο φρεσκαρισμένος-η-ο, φρεσκάρει

φρέσκος (ο) ή φρεσκαδούρα (η) - νεοφερμένος αέρας ο οποίος έχει τάσεις δυναμώματος, συνήθως βοριάς ο οποίος δυναμώνει γρήγορα και όντας ακόμα νέος (γέρο βοριά αρμένιζε και νότο παλικάρι, λέγανε οι παλιοί ναυτικοί, γιατί ο βοριάς όταν "γεράσει" σπάει σταδιακά, ενώ ο νοτιάς όταν είναι νέος χρειάζεται αρκετό χρόνο για να δυναμώσει) < φρέσκος φρέσκος φρεσκάρει (ο καιρός), φρεσκάρισμα

φρίμασμα ή φρούμασμα - (για άλογα) δυνατό φύσημα με τα ρουθούνια < φριμάζω < αρχ. φριμάσσομαι φρουμάζω

φρόκαλο (το) - 1. σκουπίδι 2. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, χωρίς αξία < μσν. φροκαλώ < αρχ. φιλοκαλώ < φιλόκαλος || «Φρόκαλο είναι το σκουπίδι. Μεταφορικά είναι και ο άνθρωπος ο άξιος περιφρόνησης, ο τιποτένιος, και κυρίως με αυτή τη μεταφορική σημασία ακούγεται σήμερα η λέξη. Προέρχεται από ρήμα "φιλοκαλώ", φιλώ το καλόν, αγαπώ το ωραίο, εξωραΐζω, διακοσμώ και μετά "τακτοποιώ, συγυρίζω", και βέβαια για να φιλοκαλίσουμε απαιτείται η σκούπα, το μεσαιωνικό "φιλοκάλιον" = σκούπα. Και: φιλοκαλώ > φλοκαλώ > φροκαλώ> φρόκαλο» (Άρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr) || «φρουκάλι (προφέρεται και Φουκάλι από το Φιλοκάλιον, το οποίο μη εννοήσας ο Λατίνος του Σουΐδα μεταφραστής, απέδωκε το «Σαρώματα, φιλοκαλήματα» του Λεξικογράφου, ίδε Σάρωμα» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

φρύγανο (το) - ξερόκλαδο ή θάμνος για κάψιμο, προσάναμμα < αρχ. φρύγανον < φρύγω = καβουρντίζω

φτενός-η-ο - λεπτός, λιγνός < μσν. φτενός < πτενός ίσως < αρχ. πτηνός = φτερωτός

φτερακάω - 1. πετάω, φτερουγίζω 2. μτφ. ξεφεύγω, χάνω τα μυαλά μου, παραλογίζομαι < φτερά φτεράκισμα, φτερακισμένος-η-ο. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται μόνο στη Πελοπόννησο

φτερακώνω - 1. βγάζω φτερά 2. μτφ. ενθουσιάζομαι, ευφραίνομαι < φτερό + καταλ. ώνω . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της στο διαδίκτυο, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά // «Η εργα­τιά, το βραδάκι, απόδιωχνε την κούραση και τις έγνοιες με το γλεντοκόπημα. Δοξάριζε τις κόρδες της λύρας με το σαλτάρι του ο Ντίγρης, κατηφόριζε στον καταπίτη κακαρισιά το ξανθό βαρελίσιο, φτεράκωνε το ανθρωπομάνι, ακράγγιζε τη φλούδα της γης με τα αντριπηδήματα, με σβελτάδα και ήταν σαν να μάκραινε έτσι το πρόσκαιρο σύνορο της ζωής και την έκανε αθάνατη.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΟΙ ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΥ»)

φτούριος-α-ο - αρκετός, πολύς < φτουρώ.  Λίγες αναφορές της λέξης, προερχόμενες από Μεσσηνία, Αρκαδία και Λακωνία.

φτουρώ - 1. διαρκώ πολύ, είμαι αρκετός 2. έκφρ. δε φτουράει (καταναλίσκεται εύκολα, χαλάει γρήγορα) < λατιν. obduro, με επίδρ. του φτάνω

φυλλόψυχα (τα) - τα φύλλα της ψυχής, τα σπλάχνα < φύλλα + ψυχή || "...... Πήγε ο καπνός μονιτάρου στα φυλλόψυχά του και τα γλύκανε. Μολαΐμισε, ήρθε στα σέστα του." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φυραρόλι (το) - φυτίλι < πιθανολόγηση: φυραίνω ή αρχ. φύρω, μία από τις έννοιες του οποίου είναι συγχέω,βρέχω, υγραίνω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

φυρασία ή φυρασιά ή φυρονεριά (η) - η άμπωτη,το αποτράβηγμα των νερών της θάλασσας (μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας) < φυραίνω

φύρδην-μίγδην - ανάστατα, ανακατεμένα, άνω κάτω < αρχ. φύρδην < φύρω = ανακατεύω < αρχ. μίγδην < μ(ε)ίγνυμι

φυσεκολός (ο) - δερμάτινη θήκη ζωσμένη στη μέση με θήκες για τα φυσίγγια, φυσεκλίκι < φυσέκια + καταλ. λος. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. Η λέξη όπως και πολλές άλλες τοπικές, φέρει την κατάληξη λος την οποία χρησιμοποιούσαν για να προσδιορίσουν ιδιότητα στην λέξη, όπως ο τιαφολός (αυτός) που φέρει τιάφι (θειάφι), ο κρυολός (αυτός που κρυώνει) κ.λ.π. || «...Επειδή ήταν βαρύς να τρέξει δεν μπορούσε, έπαιρνε τη γαΐτα του κι εδώ κι εκεί γυρνούσε. Έπαιρνε τον φυσεκολό κι όπλο μ' ένα κανούλι και για να πιάνει το λαγό τον Χ. τον Σιγανούλη....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΡΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΤΣΑΤΙΡΕΣ»

φώλι (το) - το αβγό που τοποθετείται στο κοτέτσι για να προσελκύσει την κότα να κλωσήσει εκεί τ' αβγά της < φωλεός = φωλιά || «Φωλείτης (το αυγόν όπου αφήνουν εις την φωληάν ίνα πηγαίνουν η όρνιθες και γεννούν εκεί). «Προσφώλαιον (ωόν). (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

φωριαμός (ο) - ντουλάπι ή κιβώτιο (συνήθ. μεταλλικό) που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση ρουχισμού, φακέλων, βιβλίων κτλ.< αρχ. φωριαμός = μπαούλο

φωτερά (τα) - τα μάτια < φως || «Τι λές μωρή ανηψιά! Κακοχρονάχει, ο αντίχριστος. Τί έχου­νε παιδάκι μου να ιδούνε τα φωτερά μας! Φράγκος, είναι;» (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

φωτιά (η) - (ναυτ.) 1. ο δυναμίτης που χρησιμοποιούσαν παλιά για αλιεία (μπουμπούνισα μια φωτιά και γέμισε ο κόσμος ψάρια) < φωτιά 2. Επίσης στα μέρη μας λέμε φωτιά το δοκάρι που τοποθετείται σαν μοχλός κάτω από βαριά αντικείμενα προκειμένου με την ώθηση ανθρώπων να σηκωθούν ή να μετακινηθούν λίγο. "Φωτιές" έβαζαν πολλές φορές κατά το σύρσιμο της βάρκας στη στεριά ή κατά το ρίξιμό της στη θάλασσα, κάτω από τη βάρκα, αν αυτή είχε πάει στραβά, προκειμένου να επανέρθει στη θέση της ή να τοποθετηθεί κάτω από αυτή κάποιο "φαλάγγι". Το πώς συνδέεται η λέξη φωτιά με την παραπάνω χρήση είναι άγνωστο

φωτίκι (το) - συνηθ. στον πληθ. φωτίκια 1. τα ρούχα που φοριούνται στο βρέφος από τον ανάδοχο μετά τη βάφτισή του, τα βαφτιστικά ρούχα 2. τα δώρα των νονών στο παιδί που βαφτίζουν < φως (θείο φως κατά τη βάφτιση) || «φωτίκι (ον) (το) μσν. δημ. ο λευκός χιτών, δι' ου ενδύουσιν αμέσως μετά την τέλεσιν του βαπτίσματος τον βαπτισθέντα- συνεκδ. κτ. πληθ. τα φωτίκια τα βαπτιστικά ενδύματα.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)