Π

παγανιά ως πιλοτίνα

παγανιά ή παγάνα (η) - 1. ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων 2. οι κυνηγοί που παίρνουν μέρος σ' αυτό το κυνήγι 3. έκφρ. στήνω παγανιά (επιδιώκω το σκοπό μου με μεθοδικότητα), τον πήραν παγανιά (τον κυνήγησαν απ' όλες τις πλευρές) < μσν. παγανέα < παγανεύω

πάγουρας (ο) - είδος μαλακόστρακου σαν κάβουρας < αρχ. πάγουρος < πάγηναι, απαρ. αορ. β' του πήγνυμι + ουρά

παθός (ο) - αυτός που έχει πάθει κάτι και έχει δυσάρεστη εμπειρία απ' αυτό. 'Εκφραση ο παθός μαθός (αυτός που έπαθε κάτι και έμαθε από αυτό) < παθών < πάσχω

παιδοβούρβουρο (το) - μεγάλο μάζεμα παιδιών που παίζουν και κάνουν φασαρία < παιδί + βουρβουρίζω. Λίγες αναφορές της λέξης, προερχόμενες από την Ύδρα και τον Πόρο || «Από τη Νεάπολη, πάλι, φορ­τώνανε από δαύτα, σε γαϊδουράκια και αλόγατα και καταστα­λάζανε στα μαγαζάκια των χωριών που ήτανε τότε σύμψυχα, πολυάνθρωπα, με τα σπίτια, φίσκα, ξέχειλα από ανθρωπομάνι και κυρίως από παιδοβούρβουρο.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

παιδοτριβή (η) - εκπαίδευση των παιδιών, μαθητεία < αρχ. ουσ. παιδοτριβία. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, κυρίως σε αρχαία κείμενα.

πάκτωνας ή πάχτωνας (ο) - (ναυτ.) 1. είδος σχεδίας περισσότερο τετράγωνης μορφής χωρίς καρίνα, με επίπεδο πυθμένα και με υπερυψωμένες πλευρές. Ο πάκτωνας χρησιμοποιείται κυρίως για το καλαφάτισμα των πλευρών των ξύλινων σκαφών, τον πάνω από την ίσαλο καθαρισμό τους και για την βαφή τους. 2. γενικά κάθε βοηθητικό μικρό σκάφος 3. πρόχειρη ξύλινη εξέδρα στη θάλασσα για πρόσδεση σκαφών < ελνστ. πάκτων = ελαφρύ καράβι του Νείλου από λυγαριά

πακτώνω - 1. στερεώνω κάτι κάπου 2. φράζω 3. νοικιάζω αγροτικό κτήμα < αρχ. πακτόω < πακτός = πηκτός πακτωμένος-η-ο

πάλα (η) - χαντζάρι, γιαταγάνι < τουρκ. pala

παλάγκο (το) - σύστημα τροχαλιών για ανύψωση αντικειμένων < ιταλ. palanca < λατιν. phalangae < ελλ. φάλαγξ ||«...παλάγκο (το) δημ. εν τω ναυτ. σύσπαστον, σύστημα τροχαλιών εν χρ. εν τοις ιστιοφόροις : παλάγκο με ουρά (ένουρον σύσπαστον), παλάγκο με γάντζο (κορακωτόν), - παλάγκο με ποδάρι (επαγόμενον σύσπαστον), παλάγκο του καπονιού (επωτίδιον σύσπαστον), παλάγκο της ράντας (κερκόπους), παλάγκο του πεσκαδούρου (μασχαλιστήρι)...» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

παλαμάρι (το) - χοντρό σκοινί που το χρησιμοποιούν ιδιαίτερα στα πλοία, καραβόσκοινο < ουσ. παλάμη + κατάλ. -άρι(ον) < τουρκ. palamar < ιταλ. palamaro || "Εκ της παλάμης και Παλαμάρι ον το χονδρόν σχοινίον εκ του οποίου κρέμεται ή άγκυρα 2) εκ του οποίου αμέσως προσδένονται τα πλοία εις την γην, Απόγειο, και Πρυμνήσιον. Πιθανόν ότι Παλαμάριον ωνομάσθη δια το πάχος, ώστε να γεμίζη την παλάμην το ονομάζουν έτι και Γούμεναν ..." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)  || «Αφού γυρίσανε, βράσανε λίγο τα χταπόδια, για να τα γδάρουνε, κόψανε και τις σουπιές, δολώσανε, το παραγάδι, σκεπάσανε με βρεμένη στη θάλασσα λινάτσα και περιμένανε απομεσήμερο να λύσουνε παλαμάρι και να πάνε για το καλάρισμα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

παλαμαριάζω - χουφτώνω, βουτάω, αρπάζω με την παλάμη μου < παλάμη πιθανά με επίδραση του παλαμαριού (δηλαδή όπως πιάνω το παλαμάρι) παλαμάριασμα, παλαμαριασμένος-η-ο

παλάμισμα (το) - 1. (ναυτ) το βάψιμο των βρεχάμενων του σκάφους με παλάμη (ειδική μπογιά, μοράβια) για να μην πιάνουν μαλλί ή άλλους οργανισμούς, όστρακα κ.τ.λ. 2. όρκος (παλάμισμα του Ευαγγελίου) παλαμίζω, παλαμισμένος-η-ο < ιταλ. spalmare < παλάμη (έργο του χεριού, της παλάμης)  || "ΠΑΛΑΜΙΖΩ, Σ. Παλαμίζει το πλοίον ότις φράσσει τα σχίσματα ή τας τρύπας του πλοίου επαλείφων με πίσσαν, ρητίνην και τα τοιαύτα. Από το Παλάμη, ως ετυμολόγησαν τινές και το Spalmare (espalmer) των Ιταλών. Τα Γλ.φέρουν « Palmo συνδέω ». (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

παλαμοδέρνομαι - χτυπιέμαι από απόγνωση, από συμφορές, από κακά μαντάτα κ.λ.π. < παλάμη + δέρνομαι (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Καμία αναφορά στο διαδίκτυο και στα ερευνηθέντα λεξικά || «Την ήβρε να παλαμοδέρνεται, να σπαρταράει σαν το καμακω­μένο ψάρι που τούχουνε σμπαραλιάσει το κορμί του οι αιχμη­ροί σαρακοφάοι του καμακιού. Το φύσαγε και δεν κρύωνε.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

παλάσκα ή μπαλάσκα - θήκη για φυσίγγια, η οποία αποτελεί μέρος της ατομικής εξάρτυσης στρατιώτη, φυσιγγιοθήκη < τουρκ. palaska

πανιάζω - 1. γίνομαι ωχρός, χάνω το χρώμα μου, κιτρινίζω, χλομιάζω 2. αποκτώ πανάδες (δέρμα) 3. μουχλιάζω (τρόφιμα) < πανί πάνιασμα, πανιασμένος-η-ο

πανιάρα (η) - 1. η πατσαβούρα που είναι δεμένη σε σιδεριά και καθαρίζει το φούρνο από τις στάχτες για να μπει το ψωμί να ψηθεί 2. μτφ. η άσχημη γλώσσα < πανιάζω πανιάρω = καθαρίζω το φούρνο με την πανιάρα || «Στης Βέζαινας τον φούρνο, μεγαλοφαμελίτισσες νοικοκυρές, ζαλωμένες τις πινακωτές με το ζυμωτό, σκεπασμένες με τις μεσάλες, χαζέβανε με τη Βέζαινα που πανιάριζε, για να παστρέψει το φούρνο από τις στάχτες που κάνανε τα αναμένα κλαδιά, για να τον πυρώσουν και να φουρνίσει το ζυμωτό.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

πανιόλα ή παγιόλα - (ναυτ.) σανίδια που αποτελούν το πάτωμα του εσωτερικού της βάρκας, συνήθως ξεκάρφωτα, για να μπορούν να απομακρυνθούν και να ελεγχθεί αν υπάρχουν εισερχόμενα νερά < ισπαν. panyolo < ιταλ. pagliolo

πάντα ή μπάντα (η) - μικρό χαλί που κρεμιέται στον τοίχο κοντά σε κρεβάτι < μσν. μπάντα < ιταλ. banda

παντόφλα (η) - ferry boat ανοιχτού τύπου, με ξεσκέπαστη πλατφόρμα για τα οχήματα και τον καταπέλτη στην πλώρη < παντόφλα (λόγω ομοιότητας σχήματος)

πανωγόμι (το) - 1. παραπανίσιο, υπερβολικό βάρος 2. το βάρος που φορτώνεται πάνω στο σαμάρι του ζώου και που συνήθως ήταν επιπλέον βάρος < επανωγόμιον < επάνω + γόμος < γέμω ||«Μόνο αλόγατα και πατσογάϊδουρα και ημίονοι προσφέρανε τη ραχοκοκκαλιά τους και ματελάρανε να πηγαινοφέρνουνε φορτώματα, πανωγόμια και ανθρώπους στα σαμά­ρια και στα πισωκάπουλά τους.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

πανωκάπουλα - καβάλα, πάνω στα καπούλια ζώου < πάνω + καπούλια

πανωπροίκι (το) - αυτό που δίνεται στο γαμπρό πέρα από αυτό που συμφωνήθηκε ως προίκα < πάνω + προίκα

παπαδιά (η) - (ναυτ.) 1. τρόπος κατασκευής της πρύμης της βάρκας με καθρέφτη, δηλ. σχεδόν κάθετης και σε όλο το πλάτος της βάρκας 2. ονομασία όλης της βάρκας με τέτοια πρύμη < ;

παπαδιόλα (η) - η μικρή νυχτοπεταλούδα. Λέγεται και χαρούσα, επειδή θεωρείται ότι φέρνει χαρά < ; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά ||«Όταν πετάει παπαδιόλα ή χαρούσα όπως τη λένε αλλιώς, θα έρθει μουσαφίρης» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

παπαλίνα (η) - είδος μικρού ψαριού με γαλαζωπό χρώμα στη ράχη και ασημί στην κοιλιά, που μοιάζει πολύ με τη σαρδέλα < βεν. papalina

παπαρδέλα (η) - ανόητη κουβέντα, αερολογία, φλυαρία παπαρδέλας-α < ίσως μσν. πεπραδιλαί = πορδές

παπαρίζω - χαζολογώ, περνώ την ώρα μου χωρίς να κάνω κάτι σημαντικό, κάνω χαζομάρες < παπαρίζω ή παμπαρίζω = μιλώ σε νηπιακή γλώσσα· (κατ' επέκταση) μιλώ ακατανόητα, φλυαρώ 2. χαϊδεύω < νηπ. παπα = «πατέρας»· πβ. και το αρχ. παππάζω = αποκαλώ κάποιον πατερούλη, πιθ. σε συνδ. με τη λέξη παπάρια (ξύνω τα παπάρια μου, ίδια ένοια με το παπαρίζω)

παπαφίγκος (ο) - τετράγωνο πανί στα ψηλότερα σημεία των ιστών των πλοίων, πάνω από τα μεγαλύτερα και κυριότερα πανιά, που βρίσκονται στο κατώτερο μέρος < βενετ. papafigo

παπατρέχας (ο) - 1. ο παπάς που διαβάζει γρήγορα την ακολουθία 2. μτφ. αυτός που διαβάζει, λέει ή κάνει κάτι βιαστικά και επιπόλαια < παπάς + τρέχω

πάππασμα (το) - μωρουδίστικος λόγος, μωρολογία < αόρ. του αρχ. παππάζω + κατάλ. ‑μα (πβ. αρχ. ουσ.παππασμός με την ίδια σημασ.)

παραγάδι (το) - (ναυτ.) αλιευτικό όργανο των ψαράδων, πετονιά με πολλά αγκίστρια < μσν. παραγαύδιν < παραγαύδιον υποκορ. του ελνστ. παραγαύδης = κροσσωτό φόρεμα (περσ. προέλ.)  || "ΠΑΡΑΓΑΔΙΟΝ, ουσ. ουδέτ. (Παραγάδης, άρσ. Δ.) είδος δικτύου (filet), ίσως από το « Παράγήν» το ριπτόμενον δηλαδή εις τά παράγεια, και όχι εις τό πέλαγος" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)  «Νάχε, λέει ένα πα­ραγάδι, να το καλάρει εκεί που ήθελε και τι καλό στον κόσμο. Μα που να βρεθεί ο σπάγγος, όπως είπαμε, που τα αγγίστρια, που τα σύνεργα;» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

παραγγολή (η) - παραγγελία, εντολή < παραγγέλλω || "*παραγγολή, η, η παραγγελία, το θέλημα, (κατά το εντολή). Έλεγαν οι παλιές γυναίκες: Κάνε μου μιά παραγγολή και θα σε φιλέψω μύ­γδαλα." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") ||" Ο καλόγηρος επήγε εις το Ανάπλι, και τους είπε να συναχθούν εις το Βουλευτικὸ να τους διαβάσει όσα ήτον επιφορτισμένος να τους ειπεί απὸ μέρους μου. Έτζι εσυνάχθηκαν, εδιάβασαν το γράμμα, τους είπε όσα του είχα παραγγολή (1) να ειπεί στοματικώς." (Απόσπασμα από διήγηση του Θ.Κολοκοτρώνη μετά το 1826)

παραγεμιστή ή δηλωτή (η) - παιχνίδι της τράπουλας με στοιχεία από την ξερή και την κολτσίνα και με χαρακτηριστικό ότι μπορούμε να κάνουμε συνδυασμούς φύλλων, «δηλώνοντας» κάποιο (ή κάποια ) από αυτά που βρίσκονται στο τραπέζι με την τοποθέτηση πάνω του(ς) ενός από τα δικά μας φύλλα. Παίζεται από δύο άτομα ή δύο ζευγάρια και ήταν από τα πιο διαδεδομένα παιχνίδια στα καφενεία της παλιότερης εποχής. δηλωτή < δηλώνω, παραγεμιστή < πιθανολόγηση: επειδή γεμίζεις τον αριθμό των φύλλων προσθέτοντας τον αριθμό και άλλων. Δεν υπάρχει αναφορά  του παιχνιδιού ως παραγεμιστή, φαίνεται ότι είναι μόνο δική μας τοπική ονομασία.

παραγώνι (το) - 1. το μέρος κοντά στην εστία, στο τζάκι 2. η εστία, κοντά το τζάκι < παρά + γωνιά

παράκλι (το) - συρτάρι κασέλας ή κομμού < παρά + άρκλα (κασέλα). Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα ||παράκλι- λέξη περιφρονημένη από τους λεξικογράφους, μια και δεν τη βρή­κα σε κανένα γενικό λεξικό - στον Δημητράκο υπάρχει, αλλά όχι σε δικό της λήμμα, μόνο ως επεξήγηση στο βαρθαλαμίδι*. Είναι  το πλευρικό κρυφό συρτάρι ή χώρισμα στις παλιές κασέλες όπου έκρυβαν κοσμήματα, χρήματα ή άλλα πολύτιμα πράγματα (στεφανoχάρτια, συμβόλαια κτλ.). ......" ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ- ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ"|| "...Σε κάθε στενή πλευρά η κασέλα, είχε δυο μικρά συρταράκια, τα λεγόμενα "παράκλια". Εις αυτά εφύλασσον μαχαιροπίρουνα, πετσετάκια, χρήματα..." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

παράμαλλο (το) - καθένα από τα νήματα που κρατούν τα αγκίστρια του παραγαδιού ή της καθετής και που είναι δεμένα στη μάνα < παρά + μαλλί  || «Αφού τονέ πιλάτεψε πολλή ώρα με το κέρωμα είχε πια έτοιμη τη «μά­να» και άρχισε να αρματώνει το παραγάδι. Κάθε δυό οργιές κο­τσάριζε και από ένα παράμαλλο, μισινέζα, με το αγκίστρι του.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

παραμπάτης-ισσα-ικο - 1. αυτός που μπαίνει από την μπάντα, εμβόλιμος 2. παράσιτος, παρείσακτος, προσκολυόμενος< παρά + μπαίνω.  Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Κεφαλλονιά, καθώς και στη Ρόδο.

παρανταριά - 1. (πήρε παρανταριά) - το βίαιο και ορμητικό σάρωμα υλικών στοιχείων τα οποία βρίσκονται στο διάβα ογκώδους αντικειμένου που έχει πάρει την κατρακύλα και τα συμπαρασύρει 2. Με τη σειρά, το ένα μετά το άλλο < ομηρ. επιρρ. παρ-άντα, πάραντα = λοξά, έξω από τον ίσιο δρόμο (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Εμείς χρησιμοποιούμε τη λέξη κύρια με την πρώτη της έννοια, αλλά και με την έννοια της σειράς, με την οποία χρησιμοποιείται και σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας, η οποία όμως είναι πολύ πιθανό να μπερδεύεται με την παραταριά.

παραπούλια (τα) - τα φύλλα του φυτού λάχανο, που παραμένουν στο φυτό αφού πάρουμε το λάχανο, τη μάπα < ;

παρασάνταλος-η-ο - 1. άτσαλος, ακατάστατος, που δεν έχει μέτρο σε όσα λέει ή κάνει 2. ετοιμόρροπος, χαλασμένος < παρά + σαντάλι (που φορά ανάποδα τα σαντάλια του) || «...παρασάνταλος-η-ο δημ. ο μη έχων τάξην, μέτρον εις ό,τι λέγειν ή πράττει, ο ατάσθαλος, ο άτσαλος : μ'αυτόν τον παρασάνταλο συντρόφιασες;...»(Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

παράσημος-η-ο - αυτός που έχει κάποιο εξωτερικό ελάττωμα, κάποιο σημάδι, κάποιο κουσούρι, κάποια αναπηρία. Σπάνια φαίνεται να χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή η λέξη αλλού, από τις ελάχιστες αναφορές που υπάρχουν φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Αρκαδία < πιθανολόγηση: αρχ. παράσημος < παρά + σήμα = παραχαραγμένος, κίβδηλος, παραποιημένος κ.λ.π. 

παρασόλι (το) - ομπρέλα, προστατευτικό για τον ήλιο < ιταλ. parasole

παρασούσουμος-η-ο - αυτός που έχει παραμορφωμένα ή ελαττωματικά χαρακτηριστικά προσώπου, κακομούτσουνος < παρά + σουσούμι

παράστολος-η-ο -κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος, παράταιρος < παρά + στολή < αρχ. στέλλω. Λίγες αναφορές της λέξης, βλέπουμε ότι την χρησιμοποιούσε ο Καζαντζάκης, αλλά τη συναντάμε στη Λήμνο καθώς και σε εργασία για τα γλωσσικό ιδίωμα της Τρίγλιας Βιθυνίας, παλιάς ελληνικής πόλης κοντά στην Προύσσα της Τουρκίας, από πρόσφυγες της οποίας ιδρύθηκε η Νέα Τρίγλια Χαλκιδικής.

παρασυνεικάρω - κάνω λάθος εκτίμηση, υπολογίζω λάθος, πέφτω έξω, χάνω τον προσανατολισμό μου, χάνω την πορεία μου < πιθανολόγηση: παρασυνεικάζω < αρχ. συνεικάζω (συν+εικάζω), που σημαίνει συμπεραίνω παρασυνεικάρισμα, παρασυνεικαρισμένος-η-οΔεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. Υπάρχει μία μοναδική αναφορά της λέξης παρασινικάζω, προερχόμενη από τη Λήμνο όπως φαίνεται στη σελίδα: (https://sarantakos.wordpress.com/2012/03/30/limniwords/) 

παράτα (η) - 1. στρατιωτική παράταξη ή παρέλαση < ιταλ. parata 2. παράταση

παραταριά - δίπλα - δίπλα, στη σειρά, σε παράταξη < πιθανολόγηση: παράτα ή παρανταρία

παράφερνα (τα) - 1. τα πράγματα που φέρνει η νύφη στο νέο της σπιτικό, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στη συμφωνημένη προίκα (ρουχισμός κ.τ.λ.) 2. αυτά που κουβαλάει κάποιος μαζί του (μπαγκάζια, ρούχα κ.λ.π.) < μτγν. παράφερνον < παρά + αρχ. φερνή < φέρω

παραχώνω - ρίχνω χώμα γύρω από τον κορμό του φυτού όταν αυτό μεγαλώνει, ώστε να είναι πλήρως καλυμμένες οι ρίζες του (απαραίτητο κυρίως σε κηπευτικά και πιο πολύ στις ντοματιές, αγγουριές κ.λ.π.) < παρά + χώνω παράχωμα, παραχωμένος-η-ο

παρεγιάζω - κάνω παρέες, σμίγω με φίλους, βρίσκομαι συχνά με φίλους κάνοντας παρέες, ρεφενέδες κ.λ.π. παρεγιασμένος-η-ο < παρέα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

παρέλα (η) - (ναυτ.) το πολύσπαστο, σύστημα κινητών τροχαλιών για ανύψωση ή μετακίνηση πραγμάτων < ;   || «παρέλα (η) Ιταλ. δημ. είδος συσκεύου κ. είδ. το πολύσπαστον βλ.λ. 2) συμβολή δύο ξύλων : παρέλα με δόντι [οδοντωτή συμβολή], - με σφήνα [η ονυχωτή] - μισό και μισό (η ισότιμος). παρέλωμα ήτοι δημ. η πράξις και το αποτέλεσμα του παρελώνω βλ.λ., η συμβολή, ένωσις δύο ξύλων 2) η αγκύρισις μεγάλων πολυσπάστων προς άρσιν βαρέος αντικειμένου. παρελώνω παρέλα" δημ. εν τω ναυτ. συμβάλλω, ενώνω δύο ξύλα. ;...» (Δ.Δημητράκος -ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

παρλαμέντο (το) - συζήτηση με ατέλειωτη πολυλογία < ιταλ. parlamento = βουλή, κοινοβούλιο || «Νωρίς-νωρίς, λοιπόν, στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου, στη λαϊκή βουλή, ας πούμε, της Νεάπολης, να οι δύο πρώτες και βιαστικές γειτόνισσες και φιλενάδες που αρχίσανε το παρλαμέ­ντο.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

παρλαπίπα - 1. φλυαρία, πάρλα 2. μπούρδα, σαχλαμάρα < ίσως γερμ. paperlapapp = φλυαρία ή ιταλ. parlabile

παρλιακός -η-ο - ανόητος, ηλίθιος, βλαμμένος < πάρλα ή παρά + λογικός || «...παρλιακός-η-ο δημ. (ο τον νουν βεβλαμμένος και πως σωματικώς ελλιπής) εν χρ. κ. ως ύβρις» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

παρόλα (η) - 1. η κουβέντα, η ομιλία 2. η ασήμαντη και επιπόλαιη φράση η κουταμάρα <ιταλ. parola

παρολί ή πάρολι (το)- 1. συνδυασμός στοιχημάτων με σκοπό την αύξηση των κερδών 2. στο χαρτοπαίγνιο, όταν ο κερδισμένος το ποσό που κέρδισε το παίζει και πάλι μαζί με το αρχικό ποσό 3. Μεταφ. «τα παίζω όλα για όλα» < ιταλ. paroli, αγγλ. parlay (πολλαπλασιάζω τα κέρδη) || «Άλλοι κερδίζανε, άλλοι χάνανε, άλλοτε ερχόντουσαν, ίσια καράβι, ίσια νερά, άλλοτε βαρούσανε πάρολι, άλλοτε σαλπάρα­νε για το σπίτι, ρέστοι, ξαφρισμένοι και άλλοτε με χαβαλέδες στην τσέπη με τη γαζέττα που κερδίζανε.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

παρταλαμί (το) - ξύλινο κιβώτιο για τα τιμαλφή, συνήθως ενσωματωμένο στο εσωτερικό της κασέλας < παράφραση ομηρ. παραθαλαμίδιον (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Μοναδική αναφορά της λέξης η παρακάτω: «...Μετά το παγκάλλι κάθετα προς αυτό είναι το «παγκαλλάκι», που ανοίγει από πάνω με σανιδόφυλλο και χρησιμεύει και αυτό για κάθισμα και για να φυλάσσουν διάφορα ρούχα. Το παγκαλλάκι έχει μέσα και ιδιαίτερη θήκη το «παρταλαμί» (παρθαλαμίδι) για διάφορα μικροπράγματα....» (περιγραφή παραδοσιακού σπιτιού από τις Μενετές Καρπάθου) www.menetes.org/pages/article.php?Article_ID=10). Η λέξη παραθαλαμίδι(ον) φαίνεται παλαιότερα να ήταν σε χρήση και σε κάποια μέρη της Ελλάδας λέγονταν και βαρταλαμίδι ή πορταλαμίδι || ...Τα είχε προσεχτικά φυλάξει σ' ένα σιδερένιο κουτί που είχε βάλει στο "παρταλαμί", όπως το έλεγε, σε μικρή δηλαδή κρύπτη στην κασέλα της, επάνω δεξιά, εκεί που έβαζε και τα "μαλαματικά" της, ένα δαχτυλιδάκι μοναχά με μικρή, τοσηδούλα, διαμαντόπεντρα..." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Β' -Μηνάς Αναστασάκης "Σεπτά Κειμήλια") 

παρτάλι (το) - 1. κουρέλι, παλιόρουχο, ξεσκισμένο ρούχο 2. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, χωρίς αξία < τουρκ. partal = ράκος

παρτσακλός-η-ο - αταίριαστος, παράδοξος στην εμφάνιση ή στους τρόπους, παλαβιάρης (συνηθίζεται στο ουδέτερο: το παρτσακλό) < ίσως από το παρθιακός = ηλίθιος, άφρονας ή τουρκ. parcak = κουρελιασμένο

παρτσινέβελος-η-ο - συνιδιοκτήτης, συνεργάτης, σύντροφος < βενετ. parcenevole παρτσινεβελιά = συνεργασία, σύμπραξη.  Όχι και τόσο διαδεδομένη λέξη που φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα  || παρτσινέβελός του τονέ λυπήθηκε. Στάσου,του λέει, μπάρ­μπα και θα σου σκαρώσω καθετή, για βλάχους, για να βγάλουμε την ξεπεσούρα. Πρωί- πρωί, με τον ήλιο, θα ρίξουμε." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

παρφουμαρισμένος-η-ο - αυτός που χρησιμοποιεί πολλά καλλωπιστικά σκευάσματα (πούδρες κ.τ.λ.), ο αρωματισμένος <γαλλ. parfum = άρωμα παρφουμάρισμα, παρφουμάρω, παρφουμαρίζομαι

πάρωρος-η-ο - ο εκτός κατάλληλης ώρας, ο εκτός της ώρας του, ο άκαιρος < παρά + ώρα πάρωρα (επιρ.)

πασαπόρτι (το) - διαβατήριο < ιταλ.passaporto< passare =περνώ + porto =λιμένας φρ. "του έδωσε πασαπόρτι" = τον έδιωξε, τον απέλυσε

πάσσαρα (η) - παραδοσιακός τύπος βάρκας, συνήθως ελαφριάς και ευκίνητης, ευέλικτης βάρκας (υπάρχουν αναφορές για πάσσαρες κατά την επανάσταση του 1821, η πάσσαρα του Κων/νου Τρικούπη, του μπουρλοτιέρη Σαχτούρη κ.λ.π.) < βεν. passara || «...πάσ(σ)αρα (η) δημ. λεπτή, στενή και ελαφρά λέμβος, κέλης βλ.λ.»(Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

πάσπαλη (η) - οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη πασπαλίζω, πασπαλισμένος-η-ο, πασπάλισμα < αρχ. παιπάλη = λεπτό αλεύρι  || "ΠΑΣΠΑΛΙΖΩ, Πάσσω , και Πάττω και Παλύνω. Η λέξις είναι των σημερινών Θεσσαλών, από το Πασπάλη, Ελλ. (Ατακτι Ι, σελ. 244), το αυτό και το Παιπάλη, Ελλ. ώς μαρτυρεί ή γλώσσα του Ησυχίου: « Πασπάλη, το τυχόν, οι δε κέγχρον, ή άλευρα κρίθινα » παραβαλλομένη με ταύτην άλλην γλώσσαν τού αυτού: « Παιπάλη, άλευρον λεπτόν, τό από κριθής ή κέγχρου, ή το τυχόν » (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 5ος 1835)

πάσπαρος (ο) ή πάσπαρο (το) - μαλακή ελαφριά πέτρα λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία θρυμματίζεται εύκολα < αρχ.πας + πόρος (δηλαδή γεμάτος πόρους). Η λέξη σπάνια συναντάται και κάποιες λίγες αναφορές της προέρχονται κυρίως από την Κρήτη, αν και αναφέρεται από τον Κοραή στα Άτακτα στον 4ο τόμο, ενώ υπάρχει μία μοναδική αναφορά της λέξης πασπαρογή, επίσης προερχόμενη από την Κρήτη||*πάσπαρο, το, χώμα λευκό και αφράτο. Λέμε: Το χώμα είναι πάσπαρο και τρίβεται σαν παξιμάδι. *πασπαρογή, η, χωράφι από πάσπαρο." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

πασπάτης-ισσα-ικο - αυτός που χρονοτριβεί, χασομέρης < πασπατεύω

παστάδα (η) - το νυφικό δωμάτιο < μσν. παστάδα < αρχ. παστάς = εσωτερικός θάλαμος

πάστρα (η) - καθαριότητα, διαφάνεια < μσν. σπάστρα < σπαστρεύω

παστρικός-ική (-ιά)-ικό - 1. καθαρός 2. μτφ. άσπιλος, ακηλίδωτος, τίμιος, αγνός 3. (ειρων.) ανέντιμος, ανήθικος 4. παστρικιά = γυναίκα ανήθικη, πόρνη επίρρ. -ά παστρέυω, πάστρεμα

πατανία ή μπατανία (η) - μακρύς επενδύτης, παλτό < ιταλ. batania

παταράτσο (το) - (ναυτ.) ένα από τα σκοινιά που στηρίζουν το μεγάλο κατάρτι, δεμένα στα πλευρά του πλοίου, ο παράτονος < ιταλ. paterazzo

πατατούκα (η) - είδος κοντού αντρικού πανωφοριού από χοντρό μάλλινο ύφασμα < ιταλ. patatucco

πάτερο ή πατερό (το) - 1. μεγάλο δοκάρι που υποστηρίζει τη στέγη ή το πάτωμα, πατόξυλο 2. έκφρ. κολοκύθια στο πάτερο (για ανοησίες) < όψιμο μσν. πατερόν < πάτος = ξύλο του πατώματος  || «πατερόν (το δοκάρι, όπου καρφόνονται τα σανίδια της πατωσιάς) οικοδ. Σταμίν (η) (κυρ. του καραβιού, το οποίον ενώνει εκατέρωθεν τα στραβόξυλα, και βαστά την κουβέρταν) θ. διαδοκίς και στρωτήρ (το μικρότερον) (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

πατικώνω - 1. πιέζω, ζουπώ κάτι για να πιάσει μικρότερο τόπο, συμπιέζω, στοιβάζω 2. έκφρ. την πατίκωσε (τη γέμισε την κοιλιά του, χόρτασε)

πατίκωμα, πατικωμένος-η-ο, πατίκα = φίσκα, πιεσμένα, ασφυκτικά γεμάτο < μσν. πατίκ(ιν) = είδος γόμας-ώνω< πατ(ώ) -ίκι(ο)ν

πατήθρα (η) - το ένα από τα δύο ξύλα του αργαλειού που μοιάζουν με πετάλια, τα οποία πατώντας τα ανεβοκατεβαίνουν τα μιτάρια < πατάω || «...πατήθρα (η) δημ. εκάτερον των δύο οργάνων του υφαντικού ιστού, εφ' ών πατούσα η υφάντρια εναλλάσσει τα μιτάρια βλ.λ. δια των ποδών, ά.ποδαριακό, ποδαρικό (ομ.κ.επί ραπτομηχανών)» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

πατητήρι (το) - το μέρος όπου γίνεται το πάτημα των σταφυλιών < μτγν. πατητήριον < πατώ

πατίκι (το) - 1. δεκανίκι, ξυλοπόδαρο ανάπηρου 2. γυναικεία παντόφλα χωρίς τακούνι < μσν. πατίκιν < πατώ

πατινάδα (η) - είδος χορού και τραγουδιού που χόρευαν το πρωί της Κυριακής του γάμου, στο γύρο που έκαναν με τα όργανα στο χωριό, πριν πάρουν τα προικιά < ίσως πατάω (από τον τρόπο του χορού)

πατιρντί (το) - θόρυβος, αναστάτωση, ταραχή, σαματάς < τουρκ. patirdi

πατόλαδο (το) - το λάδι που μένει στον πάτο της στάμνας ή του βαρελιού < πάτος + λάδι

πατούγια (η) - παρέα, ομάδα < ιταλ. pattuglia = περιπολία πατουγιάζω, πατούγιασμα, πατουγιασμένος-η-ο. Από ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι αυτή χρησιμοποιείται και στην Κρήτη.

πατουλιά (η) - φράχτης που έγινε μόνος του από βάτους, αγκάθια, θάμνους < βατουλιά < βάτος

πατούχα (η) - η πατούσα < μσν. πατούχα πατούχας = αυτός που έχει μεγάλες πατούσες

πατρονάρισμα (το) - 1. καθοδήγηση, ιδίως με αφανή τρόπο < λατιν. patronus 2. γερό ενισχυμένο δέσιμο πατρωνάρω, πάτρονας = καθοδηγητής, προστάτης πατρόνα (η) - 1. η οικοδέσποινα, η κυρά 2. ιδιοκτήτρια καταστήματος ή γυναίκα καταστηματάρχη 3. προστάτισσα, καθοδηγήτρια 4. γυναίκα που διευθύνει πορνείο, μπορντέλο < λατιν. patrona = προστάτισσα

πατσός-ή-ό - 1. πλακουτσός, πλατύς (πατσή μύτη) < πατζός 2. υπάρχει όμως η φράση πατσό γαϊδούρι πάντα πουλάρι που δεν ταιριάζει με την παραπάνω περιγραφή και πολύ πιθανό το πατσό εδώ να προέρχεται από το ιταλ. pazzo που σημαίνει τρελός, άγριος, παράφρων, παθιασμένος (το ιταλ. pazzo κατά τον Άρη Στουγιαννίδη - www. stougiannidis.gr είναι αντιδάνειο από το ελ. πάθος) || "ΠΑΤΖΟΣ, Δ., Σιμός, Μικρός. Το επήρεν από τον Σχολιαστήν του Οππιανού (Αλ. 1, 17ο) « Σιμοί, πατζοί, μικροί την ηλικίαν». 2), Σιμός, Δ. « ο την ρίνα σιμός και πατζός» Ατακτ. IV σελ. 499. Κατωτέρω φέρει Πατός, Δ. με την αυτήν εξήγησιν Σιμός όθεν φαίνονται τα γενέθλια του Πατζός. Το Πατός είναι από το Πετάομαι, το εξαπλόνομαι, Πετός, όθεν και Πέταλον το φύλλον, και Πατέλλον, Δ. Ελλ. και κοιν, το « Εκπέταλο ποτήριον» και ή κοινώς Πεταλίδα και Πατελίδα (Ατακτ. IV, σελ. 402 και 418-419). Πατός λοιπόν ισοδυναμεί με το Εκπέταλος και ως έλεγαν το «Εκπέταλο» ποτήριον» (ήγουν το πλατύτερον τα άνω παρά τα κάτω), Πετάλλιον, Δ. και κοιν., κατά τον Ευστάθιον, αναλόγως και η Εκπέταλος ρίς ωνομάσθη Μύτη πατζή η Πατή, ως την ονομάζουν και οι Γάλλοι από την αυτήν πηγήν ανασύραντες το επίθ, Nezepaté." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 5ος 1835)

πατσούρα - πολύ άσχημη γυναίκα η οποία ασχήμυνε λόγω ηλικίας < ; πατσουριάζω

πατωματοστρωμνή (η) - κουρελού ή οποιοδήποτε ύφασμα φτιαγμένο για να το στρώνουμε στο πάτωμα < πάτωμα + αρχαία στρωμνή = στρωμνή, , στρωμένο ή προετοιμασμένο κρεβάτι· γενικά, κρεβάτι, ανάκλιντρο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στρώμα, κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ ἄφθιτος, λέγεται για το χρυσόμαλλο δέρας, σε Πίνδ.). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || κουρελού, η, η γνωστή στενόμα­κρη πατωματοστρωμνή η φτιαγμέ­νη από κουρέλια " (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

παυλούνα (η) - βούλα ή φούσκωμα του δέρματος από μόλυνση, κάψιμο κ.τ.λ. < ; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, δεν αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά, ούτε πιθανολογήθηκε κάποια συσχέτισή της.

πάφυλλας ή πάφιλας (ο)- 1. ο ορείχαλκος 2. λεπτό μεταλλικό έλασμα (κυρ. από ορείχαλκο) < μσν. πάμφυλλος < ίσως τουρκ. pafta = μεταλλικό στολίδι αλόγου + φύλλο παφυλλένιος-η-ο, παφιλένιος-η-ο ή παμφυλλένιος-η-ο || "Το Πάφυλας ή Πάμφυλας, ίσως από το Πάμφυλλος, διότι διαιρείται από τους τεχνίτας εις λεπτά φύλλα ή πέταλα όθεν έλαβε και το όνομα Oripeau (Ιταλτι Orpello), ήγουν χρυσούν δέρμα, χρήσιμα εις στολισμούς ψευδομένους τον χρυσόν." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 5ος 1835)

πεζεβέγκης-ισσα - μαστροπός, ρουφιάνος < τουρκ. pezevenk

πέζο (το) - 1. ζύγι, βάρος, καθώς και η ίδια η ζύγιση 2. μτφ.ταλάντωση, κούνημα (αυτή η βάρκα έχει πέζο) < ιταλ. peso. Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα || «Ο Γκουντής κι ο Νάσος κουβαλούσαν τα σακιά με το στάρι στην παλάντζα. Ο Γιώργης ζύγιζε κι έγραφε τα νούμερα στο τεφτέρι. Έξαφνα, ο Γκουντής σταμάτησε, με μάτι γεμάτο παράπονο. Ο επιστάτης, καθώς ζύγιζε, έβαζε το πόδι κάτω απ' την παλάντζα, αβγατίζοντας έτσι κάθε πέζο* τέσσερες και πέντε οκάδες. *πέζο: το βάρος, το φορτίο που ζυγίζουμε κάθε φορά.» (Μ.Καραγάτσης «ΤΟ ΜΠΟΥΡΙΝΙ»)

πεζόβολο (το) - είδος διχτυού για ψάρεμα, σε σχήμα κώνου και βαρίδια στην περιφέρειά του για ψάρεμα με πέταγμα από το γιαλό < αρχ. πέζα = αμφίβληστρο δίχτυ + βόλος < βάλλω || "ΠΕΖΟΒΟΛΟΣ, Σ. Δ. Αμφίβληστρον, και Πέζα, είδος δικτύου τρογγύλον (epervier). Η ετυμολογία του είναι Βόλος Πέζας, επειδή πέζαν ωνόμαζαν είδος τι δικτύου (πιθανόν ότι τον Πεζόβολον τούτον)...." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

πεζολάτης-ισσα-ικο - πεζός, περπατητής < μτγν. πεζολάτης < πεζός + αρχ. ελαύνω = προχωρώ || «Οι μεγαλονοικοκυραίοι, οι μαγαζάτορες, ο χοντρός λαός, οι χωριάτες που είχανε νετάρει με τις δουλειές τους και μπεκροπίνανε στα μαγέρικα, οι γυναικούλες που είχανε πρωί-πρωί, άλ­λες καβαλλικάδα, άλλες πεζολάτισσες, φτάσει από τα χωριά και είχανε χαζέψει στα εμπορικά και στα σαλδαμάρικα (μπακάλι­κα), ακούγανε την οχλοβοή και ξεπορτίζανε να γελάσουνε με το θέαμα. Γινότανε πανζουρλισμός!» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

πεζούλα (η)- αναβαθμίδα, επίπεδο κεκλιμένου κτήματος που έχει δημιουργηθεί με τοίχο αντιστήριξηςτα «πεζούλια» < μσν. πεζούλλιν < αρχ. πέζα

πεζούλι (το) - 1. μικρός λιθόχτιστος τοίχος, χαμηλό ντουβάρι έξω από οίκημα, που χρησιμεύει για κάθισμα ή για να ξεπεζεύει κάποιος 2. τοίχος που συγκρατεί χώματα, συνήθως στα χτήματα με κλίση όπου φτιάχνονται διαφορετικά επίπεδα οι «πεζούλες» < μσν. πεζούλλιν < αρχ. πέζα || "ΠΕΖΟΥΛΗ άντι πεζούλιν, ήγουν Πεζούλιον, υποκορές και ουδέτερον του συνηθεστέρου σήμερον θηλυκού Πεζούλα. Σημαίνει τα προ των πυλών καθίσματα λίθινα (bancs de pierre), πιθανόν ούτως όνομασθείσα, διότι εις αυτήν πεζεύει, ήγουν καταβαίνει από το άλογον, ο ερχόμενος έξωθεν καβαλλάριος" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 1ος 1829)«Πεζούλι (κυρ.το κτιστόν και πέτρινον κάθισμα έξωθεν της θύρας οίκου, ίσως διότι εις αυτό ξεπεζεύουσιν από τον ίππων. Ο Ευστάθιος [Οδυσ. Ε' 483] το γράφει Πεσσούλιον και υποθέτει ότι είναι η «Στιβάς («κατέκειτο εν σπηλαίω στιβάδας εντετμημένας έχοντι κατά την πέτραν,) βατήρ. (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

πεθεριακός-η-ο - ο προερχόμενος από τον πεθερό ή την πεθερά                                        πεθεριακά - τα προερχόμενα από αυτούς «αυτά τα κτήματα είναι πεθεριακά μου», αλλά και οι ίδιοι ο πεθερός και η πεθερά «τα πεθεριακά μου είναι σπίτι». Ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα Τσακώνικα και ίσως στην Κεφαλλονιά. Στο βιβλίο «ΖΩΓΡΑΦΕΙΟΣ ΑΓΩΝ» - ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΝΤΑ ΕΝ ΤΩ ΝΥΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩ ΛΑΩ-1896» του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΛΟΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ, αναφέρεται ο πεθεριακός με τη σημείωση ότι χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο // «Τη Βαρβάρα τη γνώρισα στο βουνό! Ένα μήνα κάναμε αρρεβωνιασμένοι και γρήγορα παντρευτήκαμε. Τα πεθεριακά μου μας έδωσαν 100 γίδια, ένα οικόπεδο στο Γουλά κι ένα χωράφι στη Μυγδαλιά. Σιγά σιγά η Μυγδαλιά έγινε το μεγάλο και ωραίο μας κτήμα. Με τη Βαρβάρα και τα παιδιά μου το κάναμε.» (Μηνάς Αναστασάκης - «Κώστας Χρ. Πατσάκης. Ο αιωνόβιος των βουνών μας»)

πειραξίτης-ισσα-ικο - αυτός που κάνει πειράγματα, ο σκανταλιάρης, ο οχληρός < πειράζω. Μοναδική αναφορά της λέξης, στη σελίδα της Ακαδημίας Αθηνών σε δείγμα βάσης μορφολογίας της Ελληνικής και των Διαλέκτων '' «Να, τί κάνανε οι πειραξίτες. Στο πίσω μέρος, ανοίξανε μιά τρυπούλα, όσο να σωφυλλιάζει το καψούλι, φτιάξανε και στε­ριώσανε αυτοσχέδιο πυράκονα και για «κόκορα» ταιριάζανε μιά μικρή πρόκα....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

πέλα (η) - (ναυτ.) φύλο ξύλου ή μαδέρι που προσαρμόζεται πάνω από την κουπαστή του σκάφους, στο μεγαλύτερο μέρος της κάθε πλευράς του και δημιουργεί ένα υπερυψωμένο προστατευτικό πάνω από την κουβέρτα του σκάφους < μσν. πέλλα

πελεκούδι (το) - απόκομμα ξύλου, φλούδα του δέντρου. Φρ. «θα καεί το πελεκούδι» = θα γίνει μεγάλο γλέντι (θα ανάψει το κέφι τόσο γρήγορα όπως καίγεται το πελεκούδι που είναι πολύ εύφλεκτο ή θα είναι τόσο μεγάλης διάρκειας το γλέντι ώστε θα ξεμείνουμε από ξύλα και θα κάψουμε και τα πελεκούδια ) < πελεκίδα < πελεκώ

πελιστερέας (ο) - η στενή χαράδρα, βάραθρο < ομηρ. πέλεια = αγριοποερίστερο (επειδή έφτιαχναν εκεί τις φωλιές τους) (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

πελότα (η) - μαξιλαράκι που πάνω του μπήγουν βελόνες και καρφίτσες για να μην τις χάνουν και να τις μεταχειρίζονται πιο εύκολα < γαλλ. pelote < λατιν. pila

πεντόβολα (τα) - 1. είδος παιχνιδιού με δύο παίχτες, από τους οποίους ο καθένας έχει πέντε λιθάρια, πέντε μικρούς λίθους 2. οι μικροί λίθοι με τους οποίους παίζεται το παραπάνω παιχνίδι < πέντε + βόλος

περατάρι ή πελατάρι (το) - ένα από τα χοντρά ξύλα (δοκάρια) που στηρίζουν το νταβάνι ή το πάτωμα < πιθανολόγηση: που περνάει πέρα (ως πέρα)

περαταριά (η) - 1. το πέρασμα 2. μέρος που προσφέρεται για διάβαση 3. το πορθμείο < περατάρης-ισσα-ικο < ελνστ. περάτης = διαβάτης, περαστικός < περάω

περβολίστρα ή περιβολίστρα (η) - μικρός χώρος σαν παρτεράκι ή σαν ζαρντινιέρα για φύτεμα είτε λαχανικών είτε καλλωπιστικών φυτών < περιβόλι + καταλ. ίστρα (όπως ταΐστρα κ.λ.π.). Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται σπάνια, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές της ως περιβολίστρα και αυτές από δύο τεύχη του περιοδικού «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ - ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ», ένα του 1968 και ένα του 1965 όπου αναγράφεται « Η γαρυφαλιά είναι ένα από τα πιο συνήθη ανθοφόρα είδη από τα οποία συντίθεται η οικιακή περιβολίστρα, είδος κρεμαστόν ανθόκηπου σε γλάστρες, έξω από τα παράθυρα» και «Το σπιτάκι που είχε στο παράθυρό του μια περιβολίστρα με κόκκινα γαρούφαλα» 

περγαντί ή μπεργαντί (το) - (ναυτ.) 1. μικρό πλοίο συνοδείας, χαμηλό και χωρίς κουβέρτα και γέφυρα, το οποίο κινείται με πανιά και κουπιά 2. (συνεκδ. για τα πληρώματα των σκαφών) < ισπαν. bergantin < βεν. bergantin

περδικλώνω - 1. βάζω φρένο σε κάποιον, τον εμποδίζω, τον συγκρατώ 2. κάνω κάποιον να πέσει, βάζοντας εμπόδιο ανάμεσα στα πόδια του 3. περδικλώνομαι, σκοντάφτω πάνω σ' ένα πράγμα, μπερδεύονται τα πόδια μου σ' αυτό και πέφτω κάτω περδίκλωσα, περδικλώθηκα, περδικλωμένος-η-ο < πεδιακλώνω < μσν. πεδικλω < λατιν. pediculus

περδούκλι (το) ή περδούκλα (η) - σκοινί που προσαρμόζεται στα πόδια ζώων για να μην απομακρύνονται από ορισμένη περιοχή ή για να συνηθίσουν σε ορισμένο βηματισμό < μσν. πέδικλον < λατιν. pediculus || Πεδίκλα. Πεδοκλόνω, κυρίως το δένω τα ποδάρια του αλόγου. Γράφεται και Πεδουκλόνω (ως να ήτον από το Πέδη κλειόω ή Πεδοκλοιόω), και Πεδικλόνω. Και Πέδικλα, ουδετερ. πληθ. οι σιδηροί δεσμοί των ποδών (Δούκαγγ. σελ. 1139), οίον Β, Eπεδοκλώθην έπεσεν, εις γαλαν εξαπλώθην. Η ορθή γραφή ίσως είναι Ποδοκλόνω, ήγουν τους Πόδας δεσμεύω με κλοιόν. " (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1928)

περίδρομος (ο) - έκφρ. έφαγε τον περίδρομο = έφαγε πάρα πολύ περιδρομιάζω < αρχ. περίδρομος < περιδραμειν < περιτρέχω || «Η λέξη περίδρομος σαν ουσιαστικό έχει την έννοια του περιέχοντος, του περιβάλλοντος κάτι. Περίδρομος για παράδειγμα λέγεται το σχοινί που περιβάλλει το δίχτυ και ειδικότερα το σχοινί στο κάτω άκρο, με τα βαρίδια, που απ' αυτό κρέμεται το δίχτυ. [Στον Πολυδεύκη διαβάζουμε: «έτσι περίδρομος (...) σχοινίων εκατέρωθεν (...) ως συνέλκεται (...) τα δίκτυα», ενώ το σχοινί στο άνω μέρος με τους φελλούς, ονομάζεται επίδρομος. Συνεπώς τρώω τον περίδρομο πάει να πει τρώω όλο το περιεχόμενο των διχτυών, όλη την ψαριά, ή, όπως λέει και η ειρωνική φράση «φάτε μάτια, ψάρια και κοιλιά περίδρομο». https://spoudasterion.pblogs.gr/2010/08/peridromos-katapetasma-agleoras.html '' «...ο περίδρομος είναι το πλατύ και εξωτερικό μέρος του πιάτου. Στην Αρχαία Ελληνική ονομάζονταν έτσι το αντίστοιχο μέρος της ασπίδας. Ο φαγάς, αφού έτρωγε το περιεχόμενο, έτρωγε και την σάλτσα που είχε καθήσει στον περίδρομο, συνήθως μαζεύοντάς την με μια μπουκιά ψωμί. Περίδρομος (ο) και νεώτερο και στη δημοτική ουσιαστικό: πράγμα περιφερώς περιβάλλον έτερον, το κατά περιφέρειας περιορίζον, η περιφέρεια// Ειδ. η άντυξ, η στεφάνη της ασπίδος: Ευριπίδου Τρωάδες στ.1197 τυός τ* εν ευτόρναιοι περιδρόμοις Ιδρώς». 300 ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ-Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ ΕΚΔ.ΔΟΜΗ σ.5415 Τ.11 σ.10: '' περίδρομος. Αυτό που περιτρέχει, που περιβάλλει περιφερειακά κάποιο άλλο πράγμα, τα χείλη ή άκρη ενός σκεύους και κυρίως της ασπίδας Ευριπίδου Τρωάδες στ.1197; 300. Έφαγα τον περίδρομο [εν.της ασπίδος] και η εννοούμενη ασπίδα λέγεται με την σημασία της ως πιάτο. Δηλαδή έφαγα το περιεχόμενο του πιάτου, σκούπισα με μια μπουκιά ψωμί (βούκα) τον περίδρομο, έτσι θεωρείται ότι έφαγα το πιάτο=φαγητό μου, τον άβακα ή άμπακο, μάζεψα ότι είχε πέσει στο τραπεζομάντιλο=καταπέτασμα και τα έφαγα. (ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ www.stougiannidis.gr) ||«...Αβεβαιότητα επικρατεί και ως προς την προέλευση της δεύτερης φράσης, έφαγε τον περίδρομο. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, περίδρομος είναι στην ιατρική ορολογία ο κολικόπονος, άρα έφαγε τόσο που τον έπιασε κολικόπονος. Ωστόσο, στην αλιευτική ορολογία "περίδρομος" είναι το σχοινί που περιβάλλει τα δίχτυα, οπότε φράση θα μπορούσε να ξεκινάει από εκεί: έφαγε όχι μόνο ολόκληρη την ψαριά, αλλά και το σκοινί!...» (ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ www.sarantakos.com)

περιλυπία (η) - μεγάλη λύπη, βαθύτατη λύπη (αυτός έχει πέσει σε περιλυπία), θλιβερή κατάσταση (αυτά τα σπίτια ήταν χάλια, μια περιλυπία) < περίλυπος < περί + λύπη. Παρότι το επίθετο περίλυπος-η-ο είναι γνωστό και χρησιμοποιείται ευρέως, η περιλυπία είναι σπάνια σε χρήση και χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί τοπικά που αλλού χρησιμοποιείται, εκτός από το ότι φαίνεται να περιέχεται στην Τσακώνικη διάλεκτο 

περικολόζος-α-ο - επικίνδυνος < ιταλ. pericolozo. Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα καθώς και στα Κύθηρα.

περικοπά - (επιρ.) περικόβοντας, ελαττώνοντας, κόβοντας δρόμο «πήγαινε περικοπά» < περικοπή

περισκελίδα (η) - ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος του κορμού και χωριστά καθένα από τα πόδια, το παντελόνι - ανδρική περισκελίδα= παντελόνι, στρατιωτική περισκελίδα = μακρύ στρατιωτικό παντελόνι και στρατιωτική κιλότα που φοριέται μέσα στις μπότες, εσωτερική περισκελίδα = το μακρύ σώβρακο < περί + σκέλη

περκάλι ή πρικάλι (το) - λεπτό βαμβακερό ύφασμα < ιταλ. percale < τουρκοπερσ. pargala '' ...15-20 σεντόνια λευκά από "πρικάλι" ήσαν του λούσου και έφερον κεντήματα........Μαξιλάρια του καναπέ είχαν στενά για τις άκρες από λευκό "πρικάλι" και φαρδιά, τα οποία ελέγοντο μαξιλάρες..." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

περμέσο (το) - νόμιμη άδεια, πάσσο < βεν. ιταλ. permesso. Περιορισμένης χρήσης λέξη, κατάλοιπο της ιταλικής κατοχής || '' Το λιμεναρχείο των Ιταλών ήταν στο σπίτι του γιατροί Γ. Γκούβερη στην αγορά. Εκεί υπηρετούσε ο Μάριος. Όταν έβλεπε καμιά βάρκα να πηγαίνει για ψάρεμα φώναζε: «Έ βάρκα έλα εδώ». Ο ψαράς όμως απαντούσε «Έχω περμέσο» (άδεια)...» (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)

περονιάζω - για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά (μας περονιάζει το κρύο και η υγρασία) < ομηρ. περονάω = τρυπάω, διαπερνώ περόνιασμα, περονιασμένος-η-ο

πεσκάδα (η) - (ναυτ.) η ψαριά < βενετ. pescada

πεσκαδούρος (ο) - (ναυτ.) 1. η αρπάγη της άγκυρας 2. εξάρτημα με το οποίο στερεώνεται η άγκυρα του πλοίου 3. γάντζος < ιταλ. pescatore

πεσκέσι (το) - 1. δώρο που αποτελείται κυρίως από τρόφιμα ή ποτά 2. εκφρ. του πήγε ή του ήρθε πεσκέσι (πήρε κάτι καλό ή έπαθε κάτι κακό, χωρίς να το περιμένει, απροσδόκητα) < όψιμο μσν. πεσκέσιον < τουρκ. peskes

πεσκίρι (το) - πετσέτα προσώπου ή χεριών < τουρκ. peskir

πεταρίζω - 1. πετώ με αστάθεια, κινώ τα φτερά για να πετάξω (κυρίως για νεοσσούς) 2. εκφρ. πεταρίζει το μάτι μου < συμφυρ. πετ(ώ) + (λαχτ)αρίζω

πετροζούλημα (το) - τραύμα στη πατούσα του ποδιού, συνήθως χωρίς ανοιχτή πληγή, που προήρθε από βίαιο πάτημα σε κάποια πέτρα < πέτρα + ζούληγμα . Λίγες αναφορές στο διαδίκτυο, εκτός από εδώ φαίνεται να χρησιμοποιείται στη Σύρο και στη Χίο. Σίγουρα η λέξη είχε μεγαλύτερη χρήση παλιότερα, που οι περισσότεροι και κυρίως τα παιδιά κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι σε χώματα και πέτρες, οπότε και ήταν συχνό φαινόμενο το πετροζούλημα. Μάλιστα βλέπουμε ότι: «Στην Οινούσα της Χίου επετίθετο επίσης η διά μασήσεως μουχλιασμένου ψωμιού λαμβανομένη μαλακή αλοιφώδης μάζα, επί πληγών προερχομένων από πετροζούλημα.» (https://parembasikariami.blogspot.com/) καθώς και ότι στη Γυάρο «Για τον βούζουνα ή πετροζούλημα χρησιμοποιούσαν το σπαθόλαδο.» (Περιοδικό Συριανά Γράμματα- Αφιέρωμα στη Γυάρο)

πετροκόφινο (το) - κοφίνι βαριάς κατασκευής και πολύ ανθεκτικό, το οποίο χρησιμοποιούσαν εκτός των άλλων για μεταφορά πετρών και χαλικιών < πέτρα + κοφίνι // Πλεγμένο με ιδιαίτερη προσοχή και ενισχυμένο στα στημόνια είναι το πετροκόφινο. Έχει δύο αυτιά επάνω στα χείλια και χρησιμεύει για βαριά φορτία , πέτρες κτλ. Δεν πλέκεται ποτέ με καλάμι αλλά συνήθως με αγριελιά, μυρτιά η λυγαριά. («Η ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΧΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» - Έκδοση ΕΟΜΜΕΧ) // «Ο τρύγος άρχιζε από τα χαράματα, πρωτού μαζευτούνε σφήγκες και σκούρκοι. Καθώς κόβανε τα σταφύλια τα βάζανε σε πετροκόφινα ο καθένας και έπειτα τα ρίχνανε όλα στα τρυγητέρια. Τα τρυγητέρια τα φορτώνανε δύο - δύο στα ζα και τα πηγαίνανε στο ληνό.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου «ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»)

πετσάλι (το) - (ναυτ.) το ακραίο και πυκνότερο μέρος του διχτυού της τράτας στο οποίο μαζεύονται τα ψάρια < ; ||' «Στο περιθώριο της Αγοράς, τρατόδιχτα με τα σκοινιά τους, τα πετσάλια, τους σάκους με τη μπάϊνα στην κορφή τους, παρα­γάδια ανετάριστα με τροκάδες και αποδολώματα και κοπάδια οι γάτες να παραστέκουν, ποιά να τα πρωταρπάξει μετά το ξαγκίστρωμα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

πετσικάρω ή πιτσικάρω - χαλαρώνω, στραβώνω, σκεβρώνω πέτσικος-η-ο, πετσικάρισμα, πετσικαρισμένος-η-ο < ίσως ιταλ. pizzicare = τσιμπάω

πέτσωμα (το) (ναυτ.) το πέτσωμα του σκάφους, είναι η τοποθέτηση των εξωτερικών σανιδιών, που καρφώνονται στο σκαρί του σκάφους και αποτελούν το εξωτερικό του μέρος, το περίβλημα του < πέτσα πετσώνω, πετσωμένος-η-ο

πηλαλάω-ω - τρέχω γρήγορα με ανοιχτό βήμα < όψιμο μσν. πηλαλώ < απηλάλησα < απολαλώ πηλαλητό, πηλάλημα, πηλάλα, πηλάλας = αυτός που τρέχει πολύ || «Τα όπλισε με σκινόβεργες που είχε δεμένα στις τσούντες τους πράσινο ή κόκκινο κωλόπανο και μπροστά αυτός με σηκωμένο το δρεπάνι και πίσω τα παιδιά με τις σκινόλουρες και τα μπαϊράκια, πηλαλούσανε στην κατηφόρα μέσα σε σύγνεφο από τη σκόνη του δρόμου, με αγριοφωνάρες, απειλές και αλλαλαγμούς, να πατήσουνε τη Νεάπολη.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

πηλοφόρι (το) - ξύλινο κατασκεύασμα με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν τη λάσπη στους χτίστες < πηλός + φέρω

πίκα (η) - θυμός, πείσμα, μνησικακία < ιταλ. picca = αιχμή πικάρω = πειράζω κάποιον με λόγια ή με πράξεις, τον κάνω να δυσαρεστηθεί ή να θυμώσει, να πεισμώσει πικάρισμα, πικαρισμένος-η-ο

πίκι (το) - (ναυτ.) κοντάρι τοποθετημένο λοξά πάνω στο κατάρτι (σχεδόν στο ψηλότερο σημείο του) που χρησιμοποιείται στα σκάφη με τετράγωνα ιστία για να δεθεί εκεί η πάνω πλευρά του πανιού (αρχαίο κέρας) < ιταλ. picco = κορυφή βουνού

πίκουλος-η-ο - 1. μικρός σε ηλικία 2. μικροκαμωμένος< ιταλ. piccolo

πικούνι (το) - 1. χοντρό χαλύβδινο σφυρί των χτιστών, με κεφαλή τετράγωνη από τη μια πλευρά και οξεία από την άλλη 2. σιδερένιο σκεπάρνι με κυρτή αιχμή, κατάλληλο για σκάψιμο σε σκληρά πετρώματα < ιταλ. piccone

πιλατεύω - βασανίζω, τυραννάω, παιδεύω κάποιον, εμπαίζω, κοροϊδεύω < Πιλάτος πιλάτεμα, πιλατεμένος-η-ο ||«ΠΙΛΑΤΕΥΩ και ΠΙΛΗΤΕΥΩ, Σ. βασανίζω. Πιθανόν ήτο να ετυμολογηθή από τον Πιλάτον, τον κριτήν του Χριστού. Αλλ' επειδή το γράφει και διά του η Πιλητεύω (το όποιον ενδεχόμενον να εμεταμορφώθη δωρικώς εις το Πιλατεύω), διστάζεται ευλόγως μήπως από το Πιλητός ρηματικών του Πιλέω, Ελλ. θλίβω έπλασεν ο βαρβαρισμός το Πιλητεύω και Πιλατεύω. Το ρηματικόν Πιλάτεμα (γρ. Πιλατευμα), Σ. Δ. εξηγείται από τον Δ. «Βασάνισμα, στρέβλωσις». (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

πιλαφάς (ο) - ο μόνιμος υπαξιωματικός ή ο αξιωματικός που προέρχεται από υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού < πιλάφι

πιλέμι (το) - μικρό πηγαδάκι κάτω από το ληνό (πατητήρι) όπου μαζεύεται ο μούστος κατά το πάτημα των σταφυλιών < ; Η λέξη πιλέμι δεν χρησιμοποιείται αλλού. Χρησιμοποιείται περισσότερο η λέξη πολήμι όπως περιγράφεται παρακάτω. Ετυμολογούν τη λέξη από το υπολήνιον, αλλά δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως από εκεί έγινε πολήμι και πιλέμι. Υπάρχει και η λέξη πίλα που χρησιμοποιείται στα Εφτάνησα και σημαίνει τη μεγάλη πήλινη ή από πελεκητή πέτρα στάμνα λαδιού, από το βενετικό pila || πολήμι (κοίλο κτίσμα κάτω από το πατητήρι ή το ελαιοτριβείο): «Δεν ήξερα τι σημαίνει, ώσπου σε παλιά έγγραφα σχολικών επιτροπών των αρχών του 20ού αι. και της Γεωργικής Επιτροπής Γέρας 1918-1922 διάβασα, το «δια πλύσιμο πολυμιών», που από τα συμφραζόμενα πρέπει να σημαίνει -αν δεν κάνω λάθος - πλύσιμο ελαιοδεξαμενών. Το πολυμιών νομίζω ότι το είδα να γράφεται με -υ-«. Γράφεται και με υ. Μόνο αν το πας ετυμολογικά θα το γράψεις «πολήμι» (από υπολήνιον). 'Αλλος φίλος από Χίο γράφει: «Στη Χίο έχει την έννοια των θεμελίων ενός κτίσματος. Εκφρ.: «Στα πολήμια του σπιτιού βρήκανε αρχαία» https://sarantakos.wordpress.com || "Υπολήνιον (χυδ. Πολέμι, Σ. και Πoλήμι), ήγουν το αγγείον ή τον λάκκον εις τον οποίον ρέει ο θλιβόμενος εις τον πάτον οίνος. Ζ. πολέμι." (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832) || "Οι παραδόσεις για την ύπαρξη θησαυρών στην περιοχή είναι αμέτρητες. Θησαυρών που βρίσκονται καλά φυλαγμένα σε σπηλιές, σε πυλέμια εντός της γης, σε κιούπια χωσμένα εδώ και κει στις ακρογιαλιές μας και άλλα αμέτρητα τέτοια, πραγματικά ή μυθοπλασμένα." (Μηνάς Αναστασάκης- Τα μυστήρια του Καβομαλιά-Δημοσίευμα εφημερίδας ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ) '' «Μπαίνανε στο ληνό δυο άντρες ή δυο γυναίκες ξυπόλητοι. Από το ληνό ο μούστος έπεφτε δίπλα στο πιλέμι(Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

πίλημα (το) - είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένες τρίχες ζώου < αρχ. πίλημα < πιλώ πίληση ή συμπίληση (η) - συμπίεση τριχών ζώου για κατασκευή πιλήματος < αρχ. πίληση

πίλος (ο) - καπέλο και ειδικότερα αυτό που είναι φτιαγμένο από πίλημα < πίλημα

πιλοτίνα (η) - (ναυτ.) 1. το πλοιάριο που μεταφέρει τον πιλότο (πλοηγό) να παραλάβει το πλοίο, ώστε να το πλοηγήσει σε λιμάνι ή σε δύσκολο πέρασμα, διώρυγες κ.λ.π. 2. σκάφος με σκεπαστό πιλοτήριο και καμπίνα προς το μπροστινό μέρος του, το οποίο πιθανόν πήρε το όνομά του από τον τύπο του πλοιαρίου που χρησιμοποιούσαν οι πιλότοι < πιλότος