Τ(2η)

τρουπαλήτης ως τυροβόλι

τρουπαλήτης (ο) ή τρουπαλήτι (το) - το μικρό χταπόδι που τριγυρνάει στο βυθό για να μαζέψει υλικά για να χτίσει την τρύπα που έχει για θαλάμι < τρύπα + αλήτης (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

τρόχαλο (το) - μικρή πέτρα, λιθαράκι, βότσαλο < αρχ. τροχαλός < τρέχω τροχαλάω - παίζω με τα τρόχαλα ή πετάω τρόχαλα, μτφ. προσπαθώ επίμονα, εκφρ. «τρώγω τα τρόχαλα» = μτφ. χαλάω τον κόσμο < τρόχαλο || "ΤΡΟΧΑΛΑ, ουσ. θηλ ΓΓ. Τροχαλός αρσ. (γρ.Τρόχαλος), με εξήγησιν «Θαλάσσιος ή ποτάμιος λίθος » Δ.Τρόχαλος, Τρόχμαλος (προπαροξυτ.) και Ψήφος, από το Τροχός, ο Τροχαλος, ήγουν στρογγύλος εις σχήμα τροχού ή κυρτός, και με την ανάβασιν τού τόνου, Τρόχαλος, ουσ. Ζ. Ξεροτρόχαλος" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

τρυδόνοι (οι) - ενοχλήματα, πόνοι στην περιοχή του πρωκτού, όπως αιμορροΐδες κ.λ.π. < ομηρ.τρύω < τείρω = καταπονώ, βασανίζω. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό του ουδέτερου τρυδόνια ενώ στον ενικό σαν θηλυκό τρυδόνα καθώς και το ρήμα τρυδονίζομαι (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά, εκτός από την παρακάτω αναφορά: || « Ονομάζομεν έτι τας αιμορροΐδας και Ατρηδόνας (Ατριδόνας, Σ. Δ.), από το Τρέω το τρυπώ. Εάν το α πλεονάζη, σημαίνει τας ρεούσας αιμορροΐδας, άν ήναι στερητικών, δηλοί τας μη ρεούσας, τας από τους παλαιούς ονομαζομένας Τυφλάς αιμορροΐδας κατά τον Πολυδεύκην, «Τυφλή αιμορρούς, οίδημα λείον, ερυθρών, εντός της έδρας, ούτω κληθέν, έπει έσθ'ότε ουχ αιμορροεί». Το Tρηδών είναι συγκοπή του Τερηδών, του σημαίνοντος σκώληκα τρυπώντα τα ξύλα, τον από τους Γραικορ. ονομαζόμενον Ξυλοτρώκτην «Τερηδών, σκώληξ ξυλοτρώκτης, οικών εν ξύλω» λέγει Φώτιος. Οι δε ιατροί Τερηδόνα ωνόμαζαν και την φθοράν τβν οστών, ως την όριζει Γαληνός: «Τερηδών εστίν οστού κατάτρησις από φθοράς. Το δε όνομα τω πάθει από των συμβεβηκότων τρημάτων, οιονεί τις ΤΡΗΔΩΝ ούσα » (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

τρυγητέρι (το) - μεγάλο κοφίνι τοποθέτησης και μεταφοράς των σταφυλιών κατά τον τρύγο < τρυγητής < τρύγος . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Καθώς κόβανε τα σταφύλια, τα βάζανε σε πετροκόφινα ο καθένας κι έπειτα τα ρίχνανε όλα στα τρυγητέρια. Τα τρυγητέρια τα φορτώνανε δυο δυο στα ζα και τα πηγαίνανε στο ληνό» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

Τρυγητής - ο Σεπτέμβρης < τρύγος

τρυπητό (το) - (ναυτ.) το σημείο του καϊκιού, περιμετρικά πάνω από την κουβέρτα (κατάστρωμα) στο οποίο υπάρχουν τρύπες για να φεύγουν τα νερά προς τη θάλασσα < τρύπα

τρυπώνω - ράβω πρόχειρα με αραιές βελονιές < τρύπα τρύπωμα, τρυπωμένο-η-ο

τσάγαλο (το) - χλωρό αμύγδαλο < ίσως διάγαλο = γεμάτο γάλα ή < τουρκ. cagala τσαγαλί = το χρώμα του τσάγαλου, δηλαδή πράσινο-χακί

τσαγανό (το) - 1. το εσωτερικό, μαλακό μέρος (αυτό που τρώγεται) των οστρακοειδών και ιδίως του κάβουρα 2. μτφ. φιλότιμο, ευθιξία, δύναμη, κουράγιο, θάρρος < μσν. τσαγανός < τουρκ. caganoz

τσάγγισμα ή τάγγισμα (το) - αλλοίωση του λαδιού και γενικά των λιπών, τα οποία αποκτούν άσχημη μυρωδιά και γεύση < ελνστ. ταγγός τσαγγίζω, τσαγγισμένος-η-ο, ταγγός-η-ο, ταγγίλα συναντ. και με γκ, τάγκισμα, τσάγκισμα, ταγκίζω, ταγκισμένος-η-ο κ.λ.π.

τσαγκά-τσαγκά - σιγά-σιγά, αγάλι-αγάλι αλλά και με προφύλαξη, προσεκτικά, κρυφά < ; Φράση με ελάχιστες αναφορές, μία προερχόμενη από το Λεωνίδιο Κυνουρίας, ενώ φαίνεται να χρησιμοποιείται η φράση ζαγά-ζαγά σε Μεσσηνία, Ηλεία και Αρκαδία

τσάγκρα (η) - είδος εμπροσθογεμούς μονόκαννου όπλου < πιθανολόγηση: βυζ. τσάγκρα = βαλλίστρα = είδος τόξου με στέλεχος για στήριξη και σκόπευση και μηχανισμό σκανδάλης|| «Έτσι και μαστόρευες το εξάρτημα λιγουλάκι και του κο­τσάριζες τα ανάλογα μπιχλιμπίδια, είχες στα χέρια σου πραγ­ματική τσάγκρα, δίχως κοντάκι, βέβαια, αλλά, αυτό, δεν ήτανε και τόσο χρειαζούμενο, για να κυνηγήσει κανείς, λαγούς που είχε γιομίσεί ο τόπος από δαύτους και δεν αφήνανε σπαρμένο για σπαρμένο, καθώς και τα λογής πετούμενα που φτεροκο­πούσανε, μυριάδες, στους κάμπους και στα βουνά της πατρίδας μας·» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσάγκρινο (το) - το επίθετο αναφέρεται μόνο σε σχέση με το τσάγκρινο αλάτι, το οποίο είναι το θαλασσινό αλάτι, που είναι χοντρόκοκκο < πιθανολόγηση: τσάγκρα (που οι κόκκοι του μοιάζουν με τα σκάγια της τσάγκρας). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Τα βάζανε πρώτα ολάκερα σε πανέρια, τους ρίχνανε αλάτι τσάγκρινο. Τα σκεπάζανε με ξύλα βαριά, για να ζουλιχτούνε και να βγουν τα ζουμιά 3-4- μέρες.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

τσαγκρουνιά (η) - η γρατζουνιά < ίσως από την βυζ. τσάγκρα (μικρές εξωτερικές πληγές από το βέλος της - Άρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr) τσαγκρουνώ, τσαγκρουνίζω, τσαγκρουνισμένος-η-ο || «τσαγκρουνιά (η) δημ. κ. τσουγκρανιά αμυχή δι' όνυχος ή δι' αιχμηρού οργάνου ή πράγματος, γρατζουνιά.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

τσαΐτι - παραδοσιακό είδος πίτας με ζύμη, φρέσκο τυρί και δυόσμο < ;

τσάκα (η) - δόκανο, παγίδα < τσακώνω

τσακανίζω ή τσακανάω - 1. χτυπώ κάποιο αντικείμενο για να σπάσει (τσακανίζω τα μύγδαλα) 2. τσακανίζω το δάχτυλό μου = χτυπώ κατά λάθος το δάχτυλό μου με κάποιο σφυρί ή κάποια πέτρα, ή το μαγκώνω σε κάποια πόρτα κ.λ.π. 3. δαγκώνω, τρώγω (αυτός τσακάνισε και τα κόκαλα) < πιθανολόγηση: στην πρώτη περίπτωση από τον ήχο τσακ-τσακ και στις άλλες από την τσάκα ή αλβαν. cekan = σφυρί. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, προερχόμενες κυρίως από Αρκαδία και μία από Λέσβο, ενώ στα ποντιακά φαίνεται να υπάρχει τσάκανι ως γεωργικό εργαλείο που σβαρνίζουν το χώμα στα χωράφια (σπάνε δηλαδή του σβόλους του χώματος).

τσακίρης-η-ικο - 1. ο φαιός, ο γκρίζος, αυτός που έχει γκρίζα μάτια 2. μτφ. αυτός που έχει μάτια μ' έντονη, ζωηρή, μαργιόλικη έκφραση < τουρκ. cakir

τσακιστή (η) - (ναυτ.) τρόπος δεσίματος σκοινιού σε δέστρες βάρκας, χωρίς κόμπο με δύο βόλτες του σκοινιού τσακίζοντάς το και γυρνώντας το με την ανάποδη πλευρά (λέγεται και βόλτες οχτάρι) < τσάκισμα

τσακμακάω ή τσακουμακάω- 1. προσπαθώ να πυροδοτήσω με τσακμάκι ή τσακουμάκι (αναπτήρας) 2. μτφ. αστοχώ να πετύχω κάτι 3. οι απανωτές προσπάθειες μέχρι να καταφέρω κάτι < τσακμάκι = είδος αναπτήρα με φιτίλι και τσακμακόπετρα < τουρκ. cakmak || «Όπως είχε στυ­λωμένα τα πόδια στο πάγκο της βάρκας και τσακουμακούσε να πάρει φωτιά το φιτίλι, να πυροδοτήσει το τσιγάρο που χόρευε στα χείλια του, από τη λαχτάρα του να ρουφήξει τον καπνό, να μολαϊμίσει το μυαλό από τις σκοτούρες που τονέ πιλατεύανε, τονέ βάρισε κατακέφαλα αστροπελέκι.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσακώνω - πιάνω γερά, βαστώ, συλλαμβάνω < μσν. τσακώνω ίσως < τσακ = την τελευταία στιγμή -ώνω

τσαλαβούτας (o) - 1. αυτός που βαδίζει απρόσεκτα και πατά στις λάσπες, που κολυμπά άτσαλα και πετά πολλά νερά κ.λ.π. και γενικά που με άτσαλες κινήσεις του προκαλεί πέταγμα νερών 2. μτφ. απρόσεκτος, άτσαλος, αδέξιος, τσαπατσούλης άνθρωπος τσαλαβουτάω, τσαλαβούτημα < φρ. έξαλλα βουτώ ή < φρ. άτσαλα βουτώ

τσαλαφός-η-ο - χαζός, τρελούτσικος, αλαφρόμυαλος < ;

τσαλιαρίζω - λιανίζω, πετσοκόβω, κόβω κομματάκια < ιταλ. tagliare = κόβω, αποκοπή τσαλιάρισμα, τσαλιαρισμένος-η-ο

τσαμαδός-η-ο - το έχω ακούσει ως περιγραφή τόπου που δεν έχει βλάστηση, ή που έχει πολύ αραιή και χαμηλή βλάστηση. Πιθανά να χρησιμοποιείται και για τους ανθρώπους ή τα ζώα, όπως περιγράφεται πιο κάτω < ; «...Πάντως, για να προσθέσω ίσως μια πιο λογική ερμηνεία του επώνυμου Τσαμαδός, στην μοραΐτικη τσοπανικήν..., τσαμαδό λένε το γίδι που δεν έχει κοζά σε όλο του το κορμί. Οπότε σε άνθρωπο μπορεί να δηλώνει τον καραφλό. Βλέπε και τοπωνύμιο Τσαμαδόραχη σε Φθιώτιδα ,Φενεό, Λοιδωρίκι και Μεσσηνία. Προφανώς το τσαμαδό έχει να κάνει με το ρήμα μαδώ, μαδημένος (https://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=73&t=204056). Η λέξη δεν φαίνεται να πολυχρησιμοποιείται και μία άλλη ερμηνεία της που συναντάμε, είναι αυτή που δίνεται πιο κάτω: «Τσαμαδό (το) δημ. άγριος κύων επιθετικός* 2) μτφ. σκυλλί τσαμαδό άνθρωπος Ισχυρογνώμων και πείσμων.» ;; (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

τσαμαδούρα (η) - (ναυτ.) σημαντήρας, σημαδούρα < σημαδούρα || «...... και ο «ΒΥΡΩΝ» ανακυλιότανε σιγουρεμένος στις διπλές τσαμαδούρες, ανάμεσα στο «Κοντογόνι» και στον «Καλόγερα» του Λαφονησιού, στο σίγουρο αυτό λιμάνι των καϊκιών της εποχής εκείνης.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσαμαδουρόσχοινο (το) - το σκοινί που συνδέει την άγκυρα με τη τσαμαδούρα < τσαμαδούρα + σχοινί

τσαμασούδια (τα) - τα συμπράγαλα, αυτά που κουβαλάει κάποιος μαζί του, τα τσαμπασίρια αλλιώς < τουρκ. camasir = ασπρόρουχα. Ως τσαμασούδια δεν υπάρχει κάποια αναφορά, ενώ φαίνεται να χρησιμοποιείται η λέξη ως τσαμασίδια .

τσαμπάσης (ο) - 1. ζωέμπορος, αυτός που έκανε τις αγοραπωλησίες των ζώων 2. από την τούρκικη ερμηνεία, από όπου και προέρχεται και η λέξη, ως τσαμπάσης λέγονταν και ο ακροβάτης και κυρίως ο σχοινοβάτης < τουρκ. cambaz || "........σκαφτιάδες με ροζιασμένες απαλάμες, μεροκαματιάρηδες, ντόπιοι και ξένοι, τσαμπάσηδες και ξενομπάτες, σαλεύανε το πάνω-κάτω, χειρονομούσαν, μουρμούριζαν, ξε­φωνίζανε και χάσκανε κατά τη βάρκα που είχε ξεκολλήσει από το παπόρι και είχε βάλει πλώρη κατά τη στεριά." (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσαμπασίρια (τα) - συμπράγαλα, κινητά προσωπικά είδη, αντικείμενα κάποιου < τουρκ. camasir = ασπρόρουχα

τσαμπλακάω - τσαλαβουτάω στα νερά, κάνω παφλασμούς τσαμπλάκισμα,  τσαμπλακάς < ;  Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά,  πιθανή συσχέτισή της με τη λέξη τσούπλα-τσουπλί (μούσκεμα, πολύ βρεγμένο)

τσαμπός (ο) - μεγάλο και μακρύ κομμάτι κόκκαλο < βεν. zamba= κνήμη ζώου . Ψάχνοντας την ετυμολογία της λέξης και ξεκινώντας όπως είναι φυσικό από το τσαμπί, βλέπουμε να το ετυμολογούν από την βεν. zambin υποκορ. του zamba. Από τη λέξη αυτή προφανώς προέρχεται ο τσαμπός, αλλά δεν ξέρω πως προέρχεται από αυτή το τσαμπί. Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || Όχι, εγώ το 'χω φτιάξει. Από κουτάλα κρέατος. Από βόδι. Είχα βρει ένα τσαμπό μεγάλο, τονε πήρα, τον έβαλα στην κασέλα κι ακόμα θα χω.» (Τ.Ε.Ι. Ηπείρου Σχολή Μουσικής Τεχνολογίας Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Θέμα: Κοινωνικές μεταλλάξεις και ταυτοτικά σύμβολα: Η περίπτωση της λύρας στην Ελαφόνησο Λακωνίας 1930-1960. Της σπουδάστριας: Τζερεφού Ν. Αντωνίας Επόπτρια Καθηγήτρια: Μάργαρη Ν. Ζωή)

τσαμπούνα (η) - πνευστό μουσικό όργανο, που ηχεί με αέρα που βγαίνει από ασκό, η γκάιντα < μσν. τσαμπούνα < ιταλ. zampogna < λατιν. symphonia τσαμπούνι (το) = το καλάμι (επιστόμιο της τσαμπούνας), τσαμπουνίζω ή τσαμπουνάω = μτφ.μιλάω σε κάποιον δυνατά και έντονα

τσαμπούνι (το) - το πρώτο σχηματιζόμενο στέλεχος κατά την ανθοφορία της ελιάς, πάνω στο οποίο θα δέσει ο ανθός και στη συνέχεια θα γίνει το κοτσάνι του καρπού < πιθανολόγηση: τσαμπούνι λόγω της ομοιότητάς του με το επιστόμιο της τσαμπούνας; Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, μοναδική σχετική αναφορά της από την Ελίκα (elika-marathias.blogspot.com/). "Το σωστό και έγκαιρο δέσιμο των τσαμπουνιών, είναι το πρώτο δείγμα που παρακολουθεί ο ελαιοπαραγωγός για να προβλέψει την πορεία της επερχόμενης σοδειάς." 

τσάμπουρο (το) - καθεμία από τις πατημένες και στυμμένες φλούδες του σταφυλιού, το οποίο αφού γίνει ζύμωση, αποστάζεται για να βγει το τσίπουρο < τσαμπί

τσανάκα (η) - μεγάλο τσανάκι, πήλινη πιατέλα, η γαβάθα τσανάκι - 1. πήλινο βαθύ πιάτο, μικρή πιατέλα 2. μτφ. άνθρωπος με κακή διαγωγή, ο παλιάνθρωπος < τουρκ. canak < ελλ. μτγν. σαννάκιον = περσικό ποτήρι

τσανακογλείφτης-ισσα-ικο - μτφ. άνθρωπος γλοιώδης που μεταχειρίζεται ευτελή μέσα για να πετύχει το σκοπό του < τσανάκι + γλύφω

τσάναρο (το) - ψηλό και μακρύ πόδι, ψηλό και μακρύ κανί < κάναροκανί < μσν. καννί(ον) "κόνδυλος καλαμιού" υποκορ. του ελνστ. κάννα 'καλάμι' + κατάληξη αρο (μεγεθυντικό) τσαναράτος-η-ο . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά||"*τσαναράτος, ο, αυτός που έχει τσάναρα, ψηλά και λεπτά πόδια. Η λ. γίνεται από το καν(ν)η (αρχ. η κάννη, η κάννα = το καλάμι). Το κ έγινε τσ., έχουμε δηλ. τσιτακισμό, *τσάναρο, το, το ψηλό και λεπτό πόδι" (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

τσάντζαλο ή τζάντζαλο - κουρέλι που κρέμεται, ρούχο πολύ φθαρμένο < όψιμο μσν. τζάντζαλο < μσν. τσάντσαλον < ιταλ. cencio = κουρέλι εκφρ. «τζάντζαλα και μάντζαλα» = αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα. Μάντζαλα < μάλλον ιδιωματική ομοιοκαταληκτική παρήχηση του τζάντζαλα

τσαντηρώνω - κατασκηνώνω, εδραιώνω τόπο διαμονής < τσαντίρι < σκηνή, τέντα < τουρκ. cadir τσαντήρωμα, τσαντηρωμένος-η-ο

τσαντίλα (η) ή τσαντίλι (το) - 1. το αραιοϋφασμένο τσουβάλι και γενικά χοντρό ύφασμα που χρησιμεύει για στράγγισμα καρπών κ.λ.π. 2. η σακούλα που στραγγίζουν το τυρί 3. μτφ τσαντισμένος-η-ο = νευριασμένος, σκασμένος < από το σλαβ. cedilo = σάκος για χλωρό τυρί

τσαούλι (το) - σαγώνι< βόρ. διάλ. τσαγούνι < αρχ. σιαγόνιον

τσαούσης-ω ή α-ικο - 1. βαθμός υπαξιωματικού του τουρκικού στρατού 2. μτφ. άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, δυναμικός, πεισματάρης < όψιμο μσν. τσιαβούσης και τσαούσιος < τουρκ. cavus

τσαπαρί (το) - είδος ψαρέματος με πετονιά στην οποία είναι δεμένα πολλά αγκίστρια και ανάμεσά τους ψεύτικα δολώματα (φτερά, πλαστικά ψαράκια, κ.τ.λ.) < τουρκ. capari

τσαπατέλος-α-ικο - αυτός που κάνει τις δουλειές του επιπόλαια, πρόχειρα και άρπα κόλα < πιθανολόγηση: παραφθορά του τσαπατσούλη < τουρκ. capacul. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

τσαπέλα (η) - αρμαθιά από ξηρά σύκα, περασμένα σε νήμα ή βούρλο < ιταλ. ciambella ή βεν. zambela = γλυκό σε φόρμα δαχτυλιδιού

τσαπερδόνα (η) - χαϊδευτικά ή κοροϊδευτικά το ζωηρό ή ναζιάρικο κορίτσι < ίσως από σαπέρδης = είδος ψαριού, το οποίο ως σαπέρδιον χρησιμοποιήθηκε σαν υβριστικό επίθετο της εταίρας Φρύνης (www.livepedia.gr)

τσαπράζι (το) - αργυρό κόσμημα της εθνικής αντρικής φορεσιάς, που φοριέται μαζί με άλλα, στο στήθος σταυρωτά < τουρκ. carpaz

τσαρδί ή τσαρδάκι (το) - 1. καλύβα 2. σκιάδα, κιόσκι από κλαδιά δέντρων 3. πρόχειρο μέσο κατασκήνωσης ή στέγασης, το παράπηγμα, το υπόστεγο 4. μτφ. το σπίτι < τουρκ. cardak

τσάσκα (η) - το φλιτζάνι, η κούπα < σλαβ. tsaska

τσατάλι (το) - 1. διχαλωτό ραβδί 2. ξυλοκόπημα, μαστίγωμα < τουρκ. catal εκφρ. "τα νεύρα μου (έγιναν) τσατάλια" = έσπασαν τα νεύρα μου

τσατσάρι (επιρ.) - γρήγορα, κατ' ευθείαν, συνεχόμενα χωρίς διακοπή < πιθανολόγηση: μπορεί να σχετίζεται με το ιταλικό cacaron το οποίο σημαίνει φλύαρος, κάποιος που μιλά συνεχώς ή με την τσατσάρα (με το συνεχόμενο και άμεσα επαναλαμβανόμενο των δοντιών της η οποία προέρχεται από το βενετικό zazzara; Ελάχιστες αναφορές της λέξης, η οποία φαίνεται να χρησιμοποιείται μόνο στην περιοχή μας και τη Μάνη.

τσαφάρι - χειροποίητη φλογέρα < ίσως αραβ. τσαφάρ = κελάιδισμα ή βουλγ. τσαφάρα = σφύριγμα "Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας. Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί." (www.slang.gr) || «Όσο ήταν παιδί θυμάται τη λύρα στις μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις της περιοχής. Έπαιζε μόνη. Υπήρχαν και τα "βιολιά", το βιολί και το λαγούτο. Είχαν και το "τσαφάρι", τη φλογέρα των βοσκών. Οι βοσκοί το έπαιζαν ιδιωτικά, στο σπίτι ή έξω στα μέρη όπου επέβλεπαν τη βοσκή. "Το τσαφάρι, όμως ήτο για το ντέρτι του καθένα, ενώ τα άλλα για το ντέρτι ολονών". (Κρητσιώτη, Μαριγούλα: "Η λύρα στα Βάτικα Λακωνίας") ||[...]Φυσικό όργανο ας πούμε από τα πνευστά ήτανε το τσαφάρι. Το φλάουτο, κείνο κει ας πούμε, το τσαφάρι. Σ' αυτά μπορώ να σου πω, ότι όλοι οι βοσκοί που είχανε τότε όργανα, δε ξέρω, ήταν έμφυτο, παίζανε τσαφάρι. Τούτος ο Λάμπης (Πιπίγας) έπαιζε καλό τσαφάρι, ο πατέρας του έπαιζε, οι προκάτοχοί του 'παιζαν όλοι. Μπορώ να σου πω τους θυμάμαι που παίζανε τσαφάρι στην πλαγιά που 'βοσκαν τα πρόβατα. (Τ.Ε.Ι. Ηπείρου Σχολή Μουσικής Τεχνολογίας Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Θέμα: Κοινωνικές μεταλλάξεις και ταυτοτικά σύμβολα: Η περίπτωση της λύρας στην Ελαφόνησο Λακωνίας 1930-1960. Της σπουδάστριας: Τζερεφού Ν. Αντωνίας Επόπτρια Καθηγήτρια: Μάργαρη Ν. Ζωή) ||''"*τσαφάρι, το, η φλογέρα (Αρχ. σί- φων = καλάμι, σωλήνας. Σίφων - σιφάριον - σιφάρι - σαφάρι - τσα- φάρι)." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

τσαφαρίζω = 1.α) παίζω κάποιο μουσικό όργανο, παράτονα, λάθος, παράγοντας ενοχλητικό θόρυβο β) γενικά παράγω κάποιον όχι σωστό ήχο (το ραδιόφωνο δεν πιάνει καλά το σταθμό και τσαφαρίζει) < πιθανολόγηση: τσαφάρι (επειδή παράγει οξύ ήχο) 2. αποτυγχάνω σε κάποια προσπάθεια να πετύχω κάτι, όπως τη μπάλα στο ποδόσφαιρο ή τη μπίλια του μπιλιάρδου < πιθανολόγηση: τσαφ. Πολύ λίγες αναφορές της λέξης και αυτές προερχόμενες από Κρήτη.

τσάχαλο (το) - μικρό σκουπιδάκι, πετραδάκι, ξυλαράκι κλπ < ίσως ψάχαλο < < ψίχαλο < αρχ. ψυχίον

τσάχαλος - ελαφρός θόρυβος μέσα στην ησυχία < πιθανολόγηση: τσάχαλο (θόρυβος ανεπαίσθητος, τόσο που μπορεί να προέρχεται από κίνηση ενός τσάχαλου) τσαχαλεύω. Λίγες αναφορές της λέξης, οι οποίες προέρχονται κυρίως από την Κρήτη || «Δίχως να κάνει τσάχαλο, ζύγωσε και ξάπλωσε στο στρωσίδι δίπλα στην κοιμισμένη, άπλωσε τις χέρες της κάτω από μιά χαραμάδα και άρχισε τις κρουαζιέρες, το παλάμιασμα πάνω στο ξαπλωμένο κορμί.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσάχλαρο (το) - πρόχειρο παλιό φθαρμένο παπούτσι ή παντόφλα (φόρεσα κάτι τσάχλαρα) < πιθανολόγηση: σαχλό. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

τσαχλοκούδουνο (το) - άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, με ελαφριά συμπεριφορά και λόγο, ντυμένος αλλοπρόσαλλα < σαχλός + κουδούνι (www.kalavrytanews.gr τσακλοκούδουνο = κουδούνα «χωρίς βαρίδι»)

τσεβδός-η-ο - ψευδός < αρχ. τσευδός τσέβδισμα, τσεβδίζω || «τσηβδίζω (εις την Ελλάδα προφ. ψευδίζω. Δεν ηξεύρω αν ήνε το όντι η ορθή της λέξεως προφορά, ή διόρθωσις κανενός λωγιοτάτου), ρ. ουδ. «Ψελλίζω, τραυλίζω, βατταρίζω» ... ... Τσηβδός ...., από το Έξαυδος ή του Σχάυδης ο ισχνόφωνος «κατά τον Ησύχιον, οιονεί οσχαύδης τις ως, η όν....(ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

τσεβρές (ο) - κεντητό τσεμπέρι και ύφασμα κατάλληλο για κέντημα < τουρκ. cevre

τσεμπέρι (το) - κεφαλομάντιλο από λεπτό ύφασμα <τουρκ. cember

τσερατσίνα (η) - το δέντρο χαρουπιά< πιθανολόγηση: μσν. κερατσία = χαρουπιά < μτγν.ουσ. κερατέα < μτγν. κερατία < τερατσία. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά|| «Ύστερα δίνει ένανε πήδο και πετιέται στο Μισοχώρι. Τα χαρούπια κρεμόντουσαν στις τσερατσίνες, πρασινωπά, ζου­μερά, γιομάτα χυμό. Στο άψε - σβήσε, πατηκώνει ένα ταγάρι από δαύτα και χύθηκε στην κατηφόρα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσερβέλο (το) - μυαλό, νους, εγκέφαλος < ιταλ. cervello

τσέρκι (το) - 1. στεφάνη βαρελιού από κλαδί δέντρου ή από σιδερένιο έλασμα 2. οποιαδήποτε ξύλινη ή μετάλλινη ζώστρα, που χρησιμεύει για στερέωση ή συγκράτηση 3. στεφάνι, ρόδα (παιχνίδι) < ιταλ. cerchio

τσέτα (η) - 1. ομάδα ζωηρών παιδιών 2. ομάδα ταραχοποιών κ.λ.π. < σλαβ. tseta = τάγμα ή τουρκ. cete = ληστοσυμμορία

τσέτουλα (η) - μικρό ξύλο πάνω στο οποίο σημειώνονταν παλιότερα στα καταστήματα, τα είδη που κάποιος έπαιρνε βερεσέ. Εκφρ. "τη βγάλαμε τσέτουλα" = φτηνά τη γλυτώσαμε τσέτουλος ή τσέτουλας-η-ο = άφραγκος, νέτος, αδέκαρος < βενετ. cetola < μσν. λατιν. sched-ula, υποκορ. του ελλ. σχίδη

τσιγαρίδα (η) - ξεροτηγανισμένο κομμάτι χοιρινού < τσιγαρίζω

τσιγαρολός-η-ο - αυτός που καπνίζει πολύ, που του αρέσει πολύ το τσιγάρο < τσιγάρο + καταλ. λος (η οποία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό και με άλλα επίθετα τονίζοντας κάποιο χαρακτηριστικό ή συνήθεια π.χ. κρυολός = αυτός που κρυώνει εύκολα κ.λ.π.).    Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

τσίγκλα ή ξίγκλα ή ξύγκλα (η) - λεπτός μεταλλικός πήχης, σε δύο κομμάτια με ρυθμιζόμενη άρθρωση, που τεντώνει το υφαντό στον αργαλειό < ξύγκλα < οξύ + ούγγλα < λατ. ungula = νύχι ζώου. Σαν τσίγκλα φαίνεται να χρησιμοποιείται ελάχιστα η λέξη, πιο διαδεδομένη ήταν η ονομασία ξίγκλα ή ξύγκλα, παρόλα αυτά έμεινε το ρήμα τσιγκλάω || «τσίγκλα (η) δημ. σιδηρούς πήχυς μεταβλητού μήκους (εξάρτημα του αργαλειού), διά του οποίου συγκρατείται εκατέρωθεν ή ούγια του υφαινομένου παννίου.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

τσιγκλάω - 1. τσιμπώ με κάποιο μυτερό αντικείμενο 2. ενοχλώ κάποιον με τσιμπιές ή με λόγια < τσίγκλα τσίγκλιμα, τσιγκλιμένος-η-ο

τσίγκου-τσίγκου - ίσα-ίσα, τσίμα-τσίμα, τσιγκούνικα < πιθανολόγηση: τσιγκούνικα -τσιγκούνικα. Ελάχιστες αναφορές της φράσης, η μία από τον Άγιο Κωνσταντίνο Λακωνίας, ενώ στην Αμοργό έχει την έννοια του άκρη-άκρη.

τσιγκριάνι ή τσουγκριάνι (το) - ποικιλία σιταριού την οποία καλλιεργούσαν στην περιοχή  < ; στη σελίδα :https://www.agrotikianaptixi.gr/Uploads/Files/paa_parart11.pdf   βλέπουμε σαν ποικιλία σταριού την τσουγκριά, από την οποία προφανώς προέρχεται και η ονομασία τσουγκριάνι, την οποία και δεν συναντάμε πουθενά αλλού || "Τα είδη του σίτου που σπείρονται εις τον Κάμπον είναι: Το ασπραγάνι, στα στάχυα και ο καρπός του είναι μάλλον άσπρου χρώματος. Το μαυραγάνι, τα στάχυα του οποίου και ο καρπός του έχουν μελαχροινό χρώμα. Το κοκκινόσταρο τα στάχυα και ο καρπός έχουν ρόδινον χρώμα. Το τσουγκριάνι, ο καρπός του έχει μάλλον άσπρο χρώμα και δίδει γλυκό ψωμί..." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ) ||«Τέτοια είδη ήταν ο μαυραγάνης (τα γένια του σταχιού μαύρα), το κοκκινόσταρο, ο τσιγκριάνης που άντεχε στη ξέρια.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

τσικλί (το) - σπάγκος κυκλικά συσκευασμένος ή νήμα,δέσμη από νήματα < τσικρίκι ή σκουλί < μσν. σκουλλίν < αρχ.σκολλίον

τσικνόβορο ή τσικνοβόρι - δυνατός χειμωνιάτικος βοριάς, με κρύο και πιθανό ψιλόβροχο < πιθανολόγηση: τσίκνα + βοριάς (επειδή η ατμόσφαιρα είναι σαν να υπάρχει καπνός από τσίκνα).  Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι αυτή χρησιμοποιείται και στα Κύθηρα

τσικρίκι (το) - χειροκίνητος κυρίως, αλλά και ποδοκίνητος, ξύλινος μηχανισμός για το στρίψιμο, γνέσιμο, κλώσιμο, της κλωστής και τη δημιουργία μασουριών < τουρκ. gikrik || "ΤΖΙΚΡΙΚΙ, Τζικρίκιον, εργαλείον τροχοειδές. Από το Κρικίον, υποκορ. τού Κρίκου, και με χυδ. προσθήκην συλλαβής, Κικρίκιον και Τζικρίκιον" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

τσιλάγρα (η) - κακοκεφιά, κακή διάθεση, μούτρωμα (χρησιμοποιείται και για την περιγραφή καιρού με υγρασία και συννεφιά) < ; τσιλαγριάζω (Στην Πάτρα, στην Άρτα και αλλού λένε έτσι την κουβέντα, την συζήτηση, στο Βασιλικό Μεσσηνίας την χοντρή βροχή, στα Καλάβρυτα την καυτή σταγόνα νερού ή φαγητού που βράζει και πετάγεται, στους Ταξιάρχες Ηλείας την πιτσιλιά). Είναι πιθανό η λέξη να έχει να κάνει με το τσιλώ < τιλώ (έχω διάρροια) αλλά υπάρχει και το αρχ. ρήμμα τίλλω που εκτός από την κύρια έννοια του μαδώ τα φτερά μου ή τις τρίχες μου, έχει και την έννοια του στεναχωρώ, δυσαρεστώ, λυπώ.

τσιλιβήθρα (η) - 1. είδος πουλιού, η σουσουράδα 2. άνθρωπος κοντός και αδύνατος < τουρκ. ciliz = ισχνός

τσίλικος-η-ο - για κάτι που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό < τουρκ. cil

τσίμα ή τζίμα - (ναυτ.) το ακρινό σκοινί της τράτας, από το οποίο ξεκινάει το καλάρισμα αυτής και είτε ρίχνεται στη στεριά, είτε με μια άγκυρα γιαλό-γιαλό < ιταλ. cima =κορυφή, άκρο < λατιν.cyma < ελ.κύμα. Η λέξη ως τσίμα, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στη Λευκάδα και στα Κύθηρα. Είναι γνωστή στα μέρη μας και η φράση "τσίμα κάβο" που σημαίνει στο όριο, όσο πιο κοντά γίνεται και πιθανό προέρχεται από το ρίξιμο της τσίμας στον κάβο, δηλαδή όσο πιο έξω γίνεται || "...Μόλις λοιπόν φτάνανε στη καλάδα η πρώτη βάρκα, φώναζε ο καπετάνιος "σία βόγα" και με το"σία" γύριζε η πλώρη ανοιχτά και ο καπετάνιος πέταγε τη τζίμα στη στεργιά, αλλά σε ορισμένο τόπο, όχι όπου τύχαινε στη στεργιά. Η βάρκα λοιπόν που πρόκανε και πέταγε πρώτη τη τζίμα έπαιρνε την καλάδα..." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' -Μηνάς Αναστασάκης "Τη θάλασσα την αλμυρή θα την ποτίσω μέλι") ||«Αρχίζοντας η τρατόβαρκα το καλάρισμα των σχοινιών πετούσε έξω στην παραλία ένα πολύ ψιλό σχοινί τη «τσίμα», το οποίο κρατούσε μέχρι που να ξαναγυρίσει από την άλλη πλευρά η τρατόβαρκα, ένα μικρό παιδί ο «μούτσος» της τράτας. Το ψιλό αυτό σκοινί ήταν δεμένο στο χονδρό σκοινί, το οποίο στη συνέχεια καλάριζε η τρατόβαρκα» (Γιάγκος Κοντός-ΕΝΑΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ)

τσίμα-τσίμα - ίσα ίσα, ακριβώς ιταλ. cima λατιν. cyma = κορυφή, στην κορυφή, στην άκρη < ελληνικό κύμα (την κορυφή του κύματος) 

τσιμινιέρα (η) - (ναυτ.) το φουγάρο, η καπνοδόχος του πλοίου < ιταλ. ciminiera < λατ. caminus < κάμινος

τσιμισκί (το) - υλικό σαν κιμωλία που βάζουν στη μύτη της στέκας του μπιλιάρδου, το τεμπεσίρι όπως επίσης λέγεται < ;

τσίμπαλο (το) - φυτό το βυθού της θάλασσας, είδος φυκιού < ; Το τσίμπαλο είναι και μουσικό όργανο σαν μεγάλο σαντούρι. Με την έννοια του θαλάσσιου φυτού, δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται και αλλού ||«Στα τσίμπαλα, μαρούλια και σανταγριόλες (πρασινάδες της θάλασσας), βρίσκαμε καθαρά ψάρια: μπαρμπούνια, λιθρίνια, καρακούκους, καρκάνια, σκύλους, δροσίτες, χριστόψαρα καθώς και δράκαινες.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

τσιπάδα ή τσιπάδο - μεγάλη άγκυρα, γνωστή ως άγκυρα του Αγγλικού Ναυαρχείου, που συνήθως λόγω του όγκου της και του βάρους της τη χρησιμοποιούσαν για μόνιμα αγκυροβόλια < Η λέξη προέρχεται από την αρχ. ελ. λέξη στύπος = στέλεχος κορμός, το οποίο στην πορεία έγινε τσύπος και η άγκυρα τσυπάδα και τσιπάδα || στύπος, ναυτ. ή αγκυροκέραιον, κοινώς τσύπος. Καλείται ούτω το επί της κεφαλής της ατράκτου αγκύρας τινός, υπό ορθάς γωνίας και καθέτως ως προς το επίπεδον των βραχιόνων, διατεθειμένον επίμηκες τεμάχιον χρησιμεύον εις το να οδηγή την άγκυραν κατά την πόντισιν εις τρόπον ώστε οι όνυχές της να εισδύωσι καθέτως εις τον βυθόν. Και το μεν στύπος των παλαιοτέρου τύπου αγκυρών αποτελείται εκ δύο ξυλίνων επιμηκών τεμαχίων εφηρμοσμένων δια στεφανών μεταξύ των επί της κεφαλής της αγκύρας, ο δε των νεοτέρου τύπου αποτελείται εξ επιμήκους παχείας σιδηράς ράβδου κεκυρτωμένης κατά το έν άκρο και διαβεβλημένης δι' οπής υπαρχούσης επί της ατράκτου, στερεουμένης δε δια σφηνός...» («Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν» Αντωνίου Ηπίτη έτους 1910). Ελάχιστες αναφορές της λέξης, η εν λόγω άγκυρα δεν είναι πια σε ευρεία χρήση λόγω του μεγάλου βάρους της και του όγκου της και χρησιμοποιείται μόνο σε παραδοσιακά σκαριά ή για μόνιμο αγκυροβόλιο.  || «Όλα τα καΐκια στο Παλιόκαστρο είχανε από μία τσαμαδούρα. Είχανε φουντάρει μια μεγάλη άγκυρα τσιπάδο του Αγγλικού Ναυαρχείου...) (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)

τσιριμόνια (η) - η φιλοφρόνηση, το κομπλιμέντο, η περιποίηση που γίνεται μ' επιδεικτικό τρόπο < ιταλ. cerimonia = τελετή

τσιρλίο ή τσιρλιό ή τσιρλί (το) - η διάρροια, η ευκοιλιότητα, η τσίρλα < ετσίρλησα < τσιρλώ < τσιλώ

τσίρος (ο) - 1. είδος ψαριού 2. πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος < μσν. τσίρος < ίσως αρχ. κηρίς

τσίτα (η) - ένα από τα εξαρτήματα των ρεμποκλειδιών για το στήσιμο της πλάκας (παγίδας για πουλιά), λεπτό ξυλαράκι, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται το δόλωμα και το οποίο με το τσίμπημα φεύγει εύκολα από τη θέση του και χαλάει την ισορροπία των εξαρτημάτων κι έτσι πέφτει η πλάκα παγιδεύοντας το πουλί < πιθανολόγηση: τσιτωμένο, αυτό που είναι τεντωμένο; Τόσο τα ρεμποκλείδια όσο και οι επιμέρους ονομασίες τους, δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται πουθενά αλλού.

τσίτι (το) - κοινό και φτηνό μπαμπακερό ύφασμα, φτιαγμένο με απλή ύφανση και έγχρωμη διακόσμηση < τουρκ. cit (από τα περσ.)

τσιτηνήρι (το)  - ένα από τα εξαρτήματα των ρεμποκλειδιών για το στήσιμο της πλάκας (παγίδας για πουλιά), το ρόπτρο (αρχ. ῥόπτρον, τό (ῥέπω)· I. ξύλο ποντικοπαγίδας που αναπηδά όταν αγγίζεται και παγιδεύει τον ποντικό ......) της παγίδας το οποίο είναι σε επαφή με την τσίτα (βλ. πιο πάνω) και με το τσίμπημα του δολώματος, πέφτει εύκολα από τη θέση του και χαλάει την ισορροπία των εξαρτημάτων κι έτσι πέφτει η πλάκα παγιδεύοντας το πουλί. Τόσο τα ρεμποκλείδια όσο και οι επιμέρους ονομασίες τους, δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται πουθενά αλλού.

τσιτσίρι (το) ή τσίτσιρας (ο) - το τζιτζίκι < τσιτσιρίζω < τσιρίζω < αρχ. τίτυρος|| «Τσίντζυρας (και Τζίντζικας, ονοματ. Ίσως από το Τίτυρος), έντ. («Τζήντζικας ελάλησε, μάυρη ρόγα γυάλισε» Παροιμ. Ερμοδ.Ρηγ.) «Τέττιξ-ιγος (ο).» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

τσιφάφαλα ή τζιφάφαλα (τα) - τα συμπράγαλα, τα τσαμπασίρια, τα ψιλολοΐδια < ; . Ελάχιστες αναφορές της λέξης από τις οποίες φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στα Κύθηρα.

τσιφίδα (η) - μεγάλο κοφίνι, κόφα που συνήθως χρησιμοποιείται για μεταφορά καρπών <; Σπάνια σε χρήση λέξη με ελάχιστες αναφορές προερχόμενες από την Κρήτη και κυρίως την περιοχή των Χανίων 

τσίφρισμα (το) - σιγανοψιχάλισμα μαζί με κρύο και αέρα (τσιφρίζει ο καιρός) < πιθανολόγηση: αρχ. φρίσσω που χρησιμοποιείται για το αίσθημα του ρίγους, όταν το δέρμα κάποιου συστέλλεται και δημιουργείται αυτό που λέμε ανατριχίλα, ή όταν τα μαλλιά σηκώνονται από την επίδραση του κρύου, τρέμω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

τσόλι (το) - 1. φθαρμένο ρούχο ή χαλί 2. (υβριστ.) τιποτένιος, άχρηστος < μσν. τσούλιν < τουρκ. cul

τσόνι (το) - το πουλί σπίνος < βλαχ. ciona = σπουργίτι (λόγω της ομοιότητάς τους)

τσόπλα (η) - 1. άστοχη ενέργεια ή κίνηση, γκάφα 2. η πλάκα που έστηναν για το πιάσιμο πουλιών. Μόνο από την Ήπειρο προέρχονται κάποιες ελάχιστες αναφορές της λέξης, για την πλάκα για το πιάσιμο πουλιών) < ;

τσότρα (η) - ξύλινο δοχείο κρασιού, που μοιάζει με το παγούρι στρατιώτη < τουρκ. cotra < ρουμ. ciutura < ιταλ. ciotola

τσουγδίζω- 1. α) καψαλίζω, καίω επιδερμικά κάτι, κυρίως ζώα για να φύγει το τρίχωμά τους και πουλερικά για να φύγουν τα υπολείμματα από τα πούπουλα μετά το μάδημα, προκειμένου να τα μαγειρέψω β) μτφ. τσουγδίζω κάποιον με τη συμπεριφορά μου, με αυτά που του κάνω, αλλά και με αυτά που του λέω 2. (τσουγδίζομαι) καίγομαι ελαφρά επιφανειακά, αρπάζουν οι τρίχες του δέρματος δηλαδή 3. μτφ. τζουγδίζομαι από αυτά που μου κάνει κάποιος, από τη συμπεριφορά του ή από τα λεγόμενά του < ; τσούγδισμα, τσουγδισμένος-η-ο. Αυτή που τσουγδίζει με τα λόγια της ή τη συμπεριφορά της τη λέμε τσούγδω και για τα παιδιά αλλά και γενικά, ασχέτως γένους, λέμε το τσουγδί. Οι παραπάνω λέξεις δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται αλλού. Μόνο η τσούγδω έχει γίνει γνωστή και αυτό χάρη στον πρώην Υπουργό Ευάγγελο Γιαννόπουλο, που πριν από κάποια χρόνια είχε χαρακτηρίσει έτσι κάποια δημοσιογράφο με αποτέλεσμα να ασχοληθούν αρκετοί με την τσούγδω και να πιθανολογούν την ετυμολογία τους από το τσούζω. Σε συνέντευξή του μεταγενέστερα είχε πει ότι άκουγε τη λέξη από μικρό παιδί στη γενέτειρά του στη Γορτυνία. Στην Κρήτη χρησιμοποιείται το τσουδίζω και το τσούδισμα, με την ίδια ακριβώς έννοια, λέξεις που περιέχονται και στο ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ του Δ.Δημητράκου, χωρίς να υπάρχει ετυμολογία της

τσουγδολαίμης-α-ικο - 1. πουλερικό, κυρίως κόκορας, κότα ή κοτόπουλο, που έχει μαδημένο λαιμό, λαιμό χωρίς πούπουλα, σαν να έχουν τσουγδιστεί τα πούπουλα του λαιμού του 2. μτφ. άνθρωπος που έχει μακρύ λαιμό < τσουγδίζω + λαιμός. Δεν χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά

τσούγκι (το) - υδροροή, σωλήνας μεταφοράς νερού < πιθ.κιούγκι < τουρκ. kunk

τσουζί (το) - γραμμή, χάραγμα (κυρίως το χρησιμοποιούσαμε στο παιχνίδι καραβάνα, στο οποίο τσουζιά λέγονταν οι χαραγμένες στο έδαφος γραμμές. Επίσης με τη φράση «τράβα τσουζί» αναφερόμαστε σε διαγραφή, δηλαδή τράβα γραμμή για να διαγράψεις μτφ. κάποιον από φίλο σου ή να διαγράψεις κάποια οφειλή, κάποιο χρέος, πιθανά επειδή με γραμμή θα διέγραφαν τα εξοφλημένα βερεσέδια από τα κιτάπια) < ; Σπάνιες αναφορές της λέξης, προερχόμενες μία από τα Κύθηρα ως γραμμή και μία από τη Μάνη ως το παιχνίδι καραβάνα (βλ. λέξη)

τσουλαφτιάζω - τεντώνω τα αυτιά για να ακούσω καλύτερα < τσουλώνω + αφτίτσουλάφτιασμα, τσουλαφτιασμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά ||«Είχε κάνει χωνιά τις παλάμες του και τσουλάφτιαζε, γιατί δεν αροικούσε καλά. Έβλεπε τον κόσμο να γελά, γελούσε κι εκείνος. Δεν είχε δοκηθεί τι έτρεξε....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσουλώνω - στήνω όρθια τ' αυτιά < ίσως στυλώνω τσούλωμα, τσουλωμένος-η-ο

τσουμπλέκια (τα) - συμπράγαλα, διάφορα αντικείμενα π.χ. τα τσουμπλέκια της κουζίνας < ; || «Ο κοσμάκης ξεγλωσσιαζότανε να καβαλλάει τις ανηφόρες, με το παιδοβούρβουρο, στις νιάκες και τα στρωσίδια παραμάσκαλα, να τραβολογάει τσουμπλέκια και είδη πρώτης ανάγκης που χρειαζόντουσαν, για την καθημερινή λάτρα, καθώς και ζωντα­νά, γίδες, προβατίνες, γαϊδουράκια, που από τη βιασύνη και το τράβηγμα, για να αλαργέψουνε στα γρήγορα, βελάζανε, αγκαρίζανε σα να τους βάνανε μαχαίρι στο λαιμό!» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσουνί (το) - ο μίσχος, το κοτσάνι < κύνιον < κύων

τσούντα (η) - 1. η πάνω άκρη της αντένας του ιστίου ή άλλου μακρουλού αντικειμένου, κονταριού κ.τ.λ. 2. γενικά η άκρη κάποιου αντικειμένου < ; || «Είχε κάτι μουστάκες, ο μπάρμπα-Γιώργης, μέχρι κειπέρα, σαν του Οδυσσέα Αντρούτσου. Όταν κατέβαζε τις ποτήρες, αστραφτοκοπούσανε οι κρασοσταλίδες στις τσούντες του μουστακιού του και με την ανάζερβη το σφουγγάριζε, να μην ακούει τη μουρμούρα της Θεια-Μαριγώς με τις μακριές πλε­ξούδες.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

τσουπί ή τσούπα ή τσούπρα (η) - το κορίτσι, η νεαρή κοπέλα < αλβ. tsupa

τσούπλα ή τσουπλί - μούσκεμα, πολύ βρεγμένο < ; Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στη Μάνη και στον Άγιο Δημήτρη Μονεμβάσιας.

τσουπώνω - πατικώνω, γεμίζω περισσότερο απ' ότι χωράει τσούπωμα, τσουπωμένος-η-ο < ίσως από στουπί < αρχ. στυπίον

τσουπωτός-η-ο - χοντρουλός, γεμάτος, παχύς < τσουπώνω

τσουράπι (το) - κοντή μάλλινη κάλτσα που φορούν οι χωρικοί, κάθε αντρική κάλτσα < τουρκ. corap

τσουράπω (η) - κοροϊδευτική ή επιτιμητική προσωνυμία γυναίκας, κυρίως άσχημης ή με κακούς τρόπους < τσουράπι

τσουρμάρω - 1. σχηματίζω τσούρμο, πλήρωμα δηλ. πλοίου, ναυτολογώ 2. ναυτολογούμαι < τσούρμα < όψιμο μσν. τσούρμα < ιταλ. ciurma = πλήρωμα πλοίου < ελλ. κέλευσμα τσουρμαρισμένος-η-ο και τσουρμαδόρος = αυτός που αναλαμβάνει να μαζέψει το πλήρωμα || «Καλά πληρωνόταν και ο αρχηγός του πληρώματος της τράτας. Πρόκει­ται για το λεγόμενο τσουρμαδόρο ή πιο επίσημα τον «οδηγό» ή «αρχηγό του πληρώματος» (ένα είδος ναύκληρου ή λοστρόμου). Ο τσουρμαδόρος ήταν ένας θεσμός που επιχωρίαζε ιδιαίτερα στα Βάτικα. Ο τσουρμαδόρος ήταν αυτός που με εντολή του αφεντικού, συνήθως του ψαρομανάβη συγκέ­ντρωνε τους ψαράδες. Έπρεπε αυτός να είναι τίμιος, καλός και να γνωρίζει τις καλάδες (ψαρότοπους). Η εντιμότητα ήταν απαραίτητη, γιατί διαχειρι­ζόταν χρήματα του αφεντικού αλλά και οι ψαράδες/ναύτες έπρεπε να έχουν εμπιστοσύνη σ' αυτόν. Πλήρωνε προκαταβολικά ένα μέρος στους ψαρά­δες, τα «πλάτικα», 1.200-1.300 δρχ. τότε, και τους τα κρατούσε αργότερα από το μισθό. Ο τσουρμαδόρος με τις απαραίτητες δικτυώσεις του στην ευρύτερη περιοχή των Βατίκων διάλεγε τους ψαράδες από τα γύρω χωριά, Βελανίδια, Άγιο Νικόλαο, Λάχι, Φαρακλό, Νεάπολη, Καστανιά. Δεν ήταν υποχρεωτικά συγγενείς του, γιατί αν δεν ήταν καλοί, ήταν εκτεθειμένος στο αφεντικό (ιχθυοπαραγωγό). (Ελευθέριος Π. Αλεξάκης «ΜΟΡΦΕΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΛΑΚΩΝΙΑ (ΒΑΤΙΚΑ)»

τσουρομαδάω - μαλλιοτραβάω τσουρομαδιέμαι - τραβάω τα μαλλιά μου από απόγνωση τσουρομάδημα < πιθανολόγηση: σουρομαδάω < αρχ. σύρω + μαδάω ή τουρκ. suris = ταραχή, ανησυχία, αταξία + μαδάω || "σουρομαδώ-άω δημ. σύρω και μαδώ, σουρομαλλιάζω βλ,λ.* '' τδ μέσ. σουρομαδιούμαι κ. συρομαδιέμαι τίλλω τας τρίχας της κεφαλής μου, οίον εκ λύπης ή απελπισίας» «σουρουμαλλιάζω» δημ. μτβ. Αρπάζω τινά από τα μαλλιά '' το μέσ.σουρομαλλιάζομαι αλληλοαρπάζομαι από τα μαλλιά, συμπλέκομαι» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

τσουρούλι (το) - πρόχειρη κουρελού, πρόχειρο ύφασμα < τσουρούτικος < τουρκ.curur = φθείρω (για ύφασμα). Η λέξη συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά με την εξήγηση κομμάτι ψωμί, μικρό κομμάτι και όχι με την παραπάνω έννοια.

τσουρούτικος-η-ο - για ρούχο ή για κάτι κατασκευασμένο συνήθως από ύφασμα, που είναι στενό ή και κοντό τσουρούτικα (επιρρ.) = τσιγκουνεμένα τσίμα-τσίμα < τουρκ.curur = φθείρω (για ύφασμα)

τσουρουφλίζω - καίω εξωτερικά κάτι, καψαλίζω < πιθ. τέρσομαι < θέρσομαι, μέσ. μέλλ. του θέρω = ξεραίνομαι, είμαι ή γίνομαι ξερός + φλοιός (Ετυμολογικό Λεξικό Σταύρου Βασδέκη) τσουρούφλισμα, τσουρουφλισμένος-η-ο

τσουτσές ή τζουτζές (ο) - 1. άνθρωπος με μικρό ανάστημα, νάνος 2. μτφ. άνθρωπος αστείος, ασήμαντος, γελωτοποιός < τουρκ. cuce

τσουτσέκι (το) - θρασύς και απαιτητικός ή εριστικός άνθρωπος, κυρίως μικρής ηλικίας ή χαμηλής κοινωνικής στάθμης < τουρκ. cicek = λουλούδι (μτφ.)

τσοχός (ο) - είδος φαγώσιμου χόρτου< μσν. ζόχος < αρχ. σόχος

τσυκνιάς (ο) - το πουλί ερωδιός < μτγν. ουσ. κυκνίας

τυλιγάδι (το) - ξύλινο ραβδί που στο ένα του άκρο είναι διχαλωτό και στο άλλο έχει μικρό κάθετο πάσσαλο, πάνω στον οποίο οι υφάντρες τυλίγουν το νήμα < μσν.τυλιγάδιον = ρολό < τυλίγω τυλιγάδιασμα, τυλιγαδιάζω, τυλιγαδιασμένος-η-ο, τυλιγιδιστός-η-ο

τυλικώνω - τυλίγω, περιτυλίγω κάτι < πιθανολόγηση: τυλιγάδι < τυλίγω τυλίκωμα, τυλικωμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. Μοναδική αναφορά της στη σελίδα www.elika-tradition.gr

τυλώνω - γεμίζω κάτι τελείως, μέχρι επάνω. Εκφρ."την τύλωσε" = έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού) < αρχ. τυλόω < τύλος ή τύλη τύλωμα, τυλωμένος-η-ο

τυπάρι (το) - το στερεοποιημένο κερί που ύστερα από ζέσταμα χύθηκε σε ρευστή κατάσταση μέσα και κάποιο σκεύος ή καλούπι και πήρε το σχήμα του < τύπος = το πλήγμα, το σημάδι, το χτύπημα < ομηρ. τύπτω = πλήττω, χτυπώ, βαρώ (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

τυροβόλι ή τυροβολιό (το) - 1. μικρό καλάθι πλεγμένο με βρύα, μέσα στο οποίο στραγγίζει το τυρόπηγμα 2. το τυρόπηγμα < μτγν. τυροβόλιον < τυροβόλος < τυρός + βάλλω