Σ (3η)

σταβάρι ως σωτρόπι

σταβάρι (το) - ο κορμός του αρότρου το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί < μσν. σταβάριον < εστοβοάριον < αρχ. εστοβοεύς || «Σταβάρι (το μακρύ ξύλον του αλετριού) «Ιστοβοεύς («Ιστοβοεύς παρά Ησίοδω, βαρβαριζόμενος νυν παρά πολλοίς, οι φασίν αυτόν Σταβάριον, ως οίον ιστοβοάριον, ...» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

σταβέντο - (ναυτ.) απάνεμα, από την πλευρά που απαγκιάζει ο καιρός, που ηρεμεί η θάλασσα (σταβέντο λιμάνι = απαγκερό λιμάνι, μτφ. ήρεμη, ήσυχη κατάσταση) σταβεντάρισμα = κατεύθυνση στην απάνεμη πλευρά, μτφ. στην ήσυχη κατάσταση, στην ήρεμη λύση < ιταλ. sottovento || «...... Ένα τέτοιο πρύμισμα από τα σοφράνο και τα τραβέρσα, έφερε και το σταβεντάρισμα, την επιθυμητή λύση.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ») '' «...Τρέχω να τραβήξω τη σκότα της μπούμας· ναι! Η σκότα κοκκαλιασμένη από τον χιονιά καθόλου δεν έσερνε. Πάει ο υποναύκληρος να κάμη τη μαΐστρα και - φτου σου διάβολε! - η σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται και η μαΐστρα ελεύθερη ανεμίζει και πλαταγεί σαν παντιέρα. Πού να ορθοπλωρίσουμε! Το ξύλο δεν μας ακούει πλέον...» (Ανδρέας Καρκαβίτσας «ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ-ΚΑΚΟΤΥΧΟΣ»)

σταλίζω - 1. αναπαύομαι κατά το μεσημέρι σε σκιερό τόπο (ζώα) 2. οδηγώ κοπάδι στη σκιά 3. μένω σε κάποιο μέρος προφυλαγμένο από τις καιρικές συνθήκες, παραμένω κάπου < μτγν. σταλίζομαι < σταλός || «...Απλώνανε τον ίσκιο και τη δροσιά τους και καθώς το απομεσήμερο γιάλωνε το πελαγίσιο αεράκι, η μπουκαδούρα, και γαργαλούσε τα φύλλα τους με τη νοτισμένη πνοή του μποσικάρανε οι αρμοί του ανθρώπου που στάλιζε κάτω από τα δασωμένα λουμιά τους και λεύτερη η ψυχή χαιρότανε τον επίγειο αυτόν παράδεισο της ειδυλλιακής μικρής πολιτείας...» (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ Τζώρτζης Ανωμήτρης «∆ΗΜΑΡΧΙΑΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΑ ΒΑΤΙΚΑ ΣΤΑ 1896»)

στάλος (ο) - σκιερό μέρος συνήθως κάτω από δέντρο όπου σταλίζονται τα ζώα < μτγν. σταλίζομαι < σταλός

σταλίκι (το) - πλάκα ή εμφανής πέτρα καρφωμένη σκόπιμα στο έδαφος ως ορόσημο χωραφιού < μεσαιων. σταλίκι από σταλίκιον, στάλιξ = στήλη // "ΣΤΑΛΙΚΙΑ, πληθ. ουδέτ.Σ.Δ. όροι, όρια. Σταλίκιον, ύποκορ του αρσ.Στάλιξ, Ελλ. Σταλίκες λέγονται τα ανεγειρόμενα σημεία εις διάκρισιν χωρών ή τόπων « Στάλικες, πάσσαλοι, ξύστραι, στήλα » λέγει ο Ησύχιος, και «Στηλίδια, οι τεθειμένοι όροι», Στάλικας, Ελλ. ωνόμαζαν και τα κοινώς Πολυβέργια, ως το εξηγεί ο σχολιαστής του Οππιανού ( Αλ. ΤV, 6ο6), ήγουν ορθά ξύλα έμπηγμένα καταγής, και δικόρυφα, επάνω των οποίων έφεναν οι κυνηγοί τα δίκτυα, ως είπεν ο Πλούταρχος ( Πελοπ. Και VIII) «Σκύλακας τε θηρευτικάς » και στάλικας έχοντες, ως... κυνηγείν δοκοίεν» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

σταμπάδα (η) - φυλλάδα που περιέχει εορταστικά άσματα, χαρμόσυνα ή μη που ψέλνονται στις μεγάλες εορτές < ίσως ιταλ.stampa = εκτύπωση, εφημερίδα

σταμπιλάρω - σταθεροποιώ-ούμαι, ευθυγραμίζω-ομαι, εξισορροπώ σταμπιλάρισμα, σταμπιλαρισμένος-η-ο < ιταλ. stabilizzare = σταθεροποιώ

στάκα - σταμάτα, στάσου < ;

στάκαμαν = στάσου ακίνητος (παιχνίδι που παίζονταν σαν κρυφτό και πόλεμος και έπρεπε να προβάλεις στον αντίπαλο το χέρι σου σαν πιστόλι λέγοντας στάκαμαν ώστε να τον ακινητοποιήσεις και να τον βγάλεις από το παιχνίδι < ίσως αγγλ. stick (th)'em up= ψηλά τα χέρια ή στάκα + man

στανιό (το) - βία, ζόρι, καταναγκασμός, εξαναγκασμός, πίεση < μσν. στανιό < στανέο < επίρρ. στανέως

στανιάρω - 1. σταματάω να βγάζω υγρά ή να βάζω υγρά, στεγανοποιούμαι Συν. χρησ. για τα ξύλινα σκάφη που με το νερό φουσκώνουν τα ξύλα τους και σφίγγουν οι αρμοί μεταξύ τους με αποτέλεσμα να στεγανοποιούνται ή για ξύλα που θέλουμε να κλείσουν οι πόροι τους για να μην ρουφάνε νερό < ιταλ. stagnare < βεν. stagnar = λιμνάζω, στεγανοποιώ 2. μτφ. (για άνθρωπο) δυναμώνω, έρχομαι στα ίσα μου, ηρεμώ (πάμε να φάμε να στανιάρουμε ή κάτσε να στανιάρω γιατί εχτές ξενύχτησα και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου)

στασιό (ο) - σταματημός, στάση (συν. στη φράση "στασιό δεν έχεις", για κάποιον μου είναι αεικίνητος, που δεν στέκεται ποτέ) < στάση . Ελάχιστες αναφορές της λέξης, χωρίς τη δυνατότητα τοπικού προσδιορισμού. Υπάρχει σχετική παλιά ελληνική παροιμία, που λέει "θέρος, τρύγος, πόλεμος στασιό δεν περιμένει".

στατήρας (ο) - 1. είδος ζυγαριάς, καντάρι 2. παλιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες < αρχ. στατήρ

στατζόλα ή σταντζόλα (η) - αυτοσχέδιο μικρό ξύλινο εργαλείο για την μεταφορά σχημάτων από την κατασκευή πάνω σε ξύλο που έπρεπε να κοπεί στο αντίστοιχο σχήμα. Την στατζόλα την χρησιμοποιούσαν συνήθως μαζί με ένα μακρύ και λεπτό σανίδι, το μαστάρι, πάνω στο οποίο σημάδευαν μέρος του περιγράμματος της στατζόλας σε κατάλληλες θέσεις. Το μαστάρι και η στατζόλα είναι από τα κυριότερα εργαλεία της παραδοσιακής ξυλοναυπηγικής. Με αυτά τα δύο εργαλεία ο καραβομαραγκός μπορεί να μετρήσει και να φτιάξει ότι ξύλο χρειάζεται. Η στατζόλα είναι ένα μαδέρι που ταιριάζει με το νέο σανίδι που πρέπει να κατασκευαστεί. Το μαστάρι είναι ένα επίπεδο ξύλο με πολλές πλευρές, που σημαδεύει πάνω στο μαστάρι με προεκτάσεις. Το εργαλείο αυτό ήταν ένα μακρύ, λεπτό και ευλύγιστο σανίδι από πεύκο, το οποίο έπρεπε να είχε πλανισμένες πλευρές. Οι ξυλοναυπηγοί αρκετές φορές έφτιαχναν ένα μαστάρι και δύο - τρεις στατζόλες, ειδικά για κάθε σκάφος που επρόκειτο να κατασκευάσουν. Η γνώση του χειρισμού των εργαλείων αυτών ήταν πολύ σημαντική γιατί αν έκαναν ένα λάθος στο σημάδεμα των κομματιών τότε θα πήγαινε λάθος όλη η κατασκευή < ; Στα ιταλικά υπάρχουν οι σχετικές λέξεις stanziale = μόνιμος, εγκατεστημένος, stazola = ακινητοποιημένο, stantzola = έμβολο. Η λέξη πλέον χρησιμοποιείται μόνο από τους εναπομείναντες καραβομαραγκούς, ενώ παλιότερα ήταν αρκετά διαδεδομένη ιδιαίτερα σε παραθαλάσσιες περιοχές, αφού λίγο πολύ όλοι οι ψαράδες ασχολούνταν και ερασιτεχνικά με την ξυλουργική για την επισκευή των σκαφών τους 

σταυραδερφός-η-ι - πνευματικός αδελφός, στενός φίλος, βλάμης < σταυρ(ο)- + αδερφός

σταφυλοχώρηση (η) - το χώρισμα των σταφυλιών από τον ανθό, η περίοδος δηλαδή που πέφτει ο ανθός του αμπελιού και μένει μόνο ο καρπός < σταφύλια + χώρισμα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Τέλος στα μεσοκοπίσματα του θεριστή (Ιούνη) που πέφτει ο ανθός των σταφυλιώνε (σταφυλοχώριση), τότε θειαφίζει ο αμπελουργός μόνο τα τσαμπιά όχι τα φύλλα» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

στελάδος-α-ο - μακρόστενος, λεπτός (στελάδα βάρκα = χαμηλή μακρόστενη βάρκα) < ; Λίγες αναφορές της λέξης, κυρίως για περιγραφή σκαφών || «...Ετούτο το βαρβάτεμα πάνω στο Λαφονήσι, έγιν' αιτία με λαγούς ο τόπος να γιομίσει. Έτσι υπάρχουν δυό λογώ, δυό σοϊλούδες ράτσες, η μια που μένει στα βουνά κι η άλλη στις καρνάτσες. Η μία έχει βέργουλο, μικρό κορμί, στελάδο, ή άλλη με μεριά παχιά, κάνει καλό στιφάδο...» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΡΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΤΣΑΤΙΡΕΣ» '' «Έμπαινε στο βαρκάκι του, μια στελάδα πασαρούλα, σήκωνε το λατίνι, έ­πιανε τη λαγουδέρα και γραμμή, Ανάπλι, Τολό, Ερμιόνη και βάλε.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ») || Στελάδος ( ο )= επίθ. Το σκάφος που είναι µακρύ και στενό χωρίς κοιλιές και δεν παρουσιάζει αντίσταση στο νερό, επομένως ταχύ και ωραίο. Εκ της Ιταλ stile (ρυθµός,µορφή,ύφος ).  (ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΠΑΡΓΑΣ = ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΣΑΚΑΣ) || Ήτανε λεπτό και καλοσχεδιασμένο βαπόρι το Ηλιούπολις. Αμπάσο και συμματζέβελο. Στελάδο. Η γέφυρά του με ξύλινη επένδυση ήταν μια σταλιά. Μια μικροσκοπική τιμονιέρα και δυο φτερά, στενάχωρα και κείνα. Στην κόντρα γέφυρα, πάνω από την τιμονιέρα, ξεχώριζε μια μπρούτζινη πυξιδοθήκη. Είχε μια μόνο μηχανή, και οι μανούβρες του ήτανε δύσκολες. Η συνεννόηση ανάμεσα γέφυρα και πρύμη γινότανε με σφυρίχτρες. Τα βαπόρια. (Κώστας Καλατζής «Ένα αφιέρωμα στα πλοία που άραξαν στα λιμάνια της Σάμου από το 1940 έως σήμερα»https://www.isamos.gr/vaporia-ena-afieroma-sta-plia-pou-araxan-sta-limania-tis-samou-apo-1940-eos-simera/) || «... Αφού τελειώνανε με τον ακούτη, ακολουθούσε η κατασκευή του κυρίως τμήματος της αξίνας, που ανάλογα με τα χώματα που θα σκάβανε, την φτιάχνανε είτε στελάδα, είτε ισόδρομη....» (https://imerazante.gr/2012/01/19/40392).

στέργω - συγκατατίθεμαι, δέχομαι, ανέχομαι < αρχ. στέργω = δείχνω αγάπη στερφεύω - 1. παύω να παράγω γάλα (κατσίκες, γίδες κ.λ.π) 2. παύω να δίνω νερό, ξεραίνομαι (πηγή) < αρχ. ουσ. στέρφος, το < στέριφος στέρφα-ο =στείρα, αυτή που δεν κάνει παιδιά (ιδιαίτερα τα ζώα)

στήγερας (ο) - ο λυχνοστάτης < πιθανολόγηση < στήριγξ = υποστήριγμα, έρεισμα, αντέρεισμα, στύλος < ίστημι . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά

στηθούρι (το) - το κρέας ζώου γύρω από το στήθος, το στήθος < στήθος

στημόνι (το) - τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού που ανάμεσά τους πλέκεται εγκάρσια το υφάδι < αρχ. στημόνιον < στήμων στημονιάζω, στημόνιασμα, στημονιασμένος-η-ο

στιβάλι (το) - ανδρικό παπούτσι για τα κτήματα, σαν χαμηλό μποτάκι < ιταλ. stivale '' "ΣΤΙΒΑΛΙΑ, Δ. είδος υποδημάτων (guêtres), Περικνημίδες, Ελλ. Εις το Λατινικών του Γλωσσάριον, το ετυμολογεί από του παρακμ. Λατιν, το Estivalia, Δ. Πιθανώτερον όμως κατ' άλλους ετυμολογήθη από το Γερμανικών Stiefel (estivaux, Γαλλ. αρχαϊκ.) εκ του Ρωμ. Tibialia (bottines). (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

στίμμα (το) - ποσότητα καρπού, συνήθως ελαιόκαρπου, που είναι ικανή για σύνθλιψη στο ελαιοτριβείο < στίβω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

στόκολο (το) - (ναυτ.) θάλαμος του μηχανοστασίου από όπου γίνεται ο έλεγχος καύσης της μηχανής, παλιότερα η τροφοδοσία των καζανιών με καύσιμο υλικό (κάρβουνα κ.τ.λ.) < αγγλ. stokehold

στουπέτσι (το) - 1. άσπρη μπογιά σαν κρέμα για βάψιμο παπουτσιών 2. κάτι που αφήνει κακή γεύση στο στόμα ή η ίδια η κακή γεύση (π.χ. σαν στουπέτσι είναι αυτό ή στουπέτσι έγινε το στόμα μου) <τουρκική ustubec

στουπίρω - μένω έκπληκτος, σαστίζω, θαυμάζω (στα μέρη μας βάζουμε και ένα ε μπροστά στον αόριστο και γίνεται εστουπίρισα) < ιταλ. stupire = καταπλήσσω. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα κυρίως, αλλά υπάρχει και μία αναφορά από την Κορωνίδα Νάξου.

στουρνάρι (το) - 1. πυρίτης λίθος, τσακμακόπετρα 2. πέτρα σκληρή και κοφτερή 3. μτφ. άνθρωπος αμόρφωτος, ανόητος (λεγ. και στούρνος < στουρνάριον < μτγν. στορύνη = χειρουργικό εργαλείο με αιχμή

στόφα (η) - 1. ξυλόσομπα με χώρο για ψήσιμο φαγητών < αγγλ. stove = θερμάστρα, σόμπα, εστία μαγειρέματος, μάτι, κλίβανος, φούρνος 2. α) γυαλιστερό ανάγλυφο πολυτελές ύφασμα για κουρτίνες και ταπετσαρίες β) (μτφ. για πρόσ.) η ποιότητα τού χαρακτήρα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα (κάποιου) < ιταλ. stoffa || «....Στα «μά­τια» της στόφας, χουχουλάζανε οι κατσαρόλες και τα τσικάλια με τους καπαμάδες, τα πιλάφια με τα ξυγκωμένα αρνίσια κρέα­τα, οι πατσάδες, χοιρινό με σέλινο,.......» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

στραβόξυλο (το) - 1. (ναυτ.) καθένα από τα κυρτά ξύλα που σχηματίζουν τα πλευρά του σκάφους και που συνδέονται με την καρένα 2. μτφ. πολύ δύστροπος, ανάποδος < μσν. στραβόξυλον < στραβο- + ξύλον || "ΣΤΡΑΒΟΞΥΛΑ , Δ. Ούτως εξηγεί το Αμφιμήτρια, Ελλ. των παλαιών, τα κυρτά δηλαδή ξύλα του πλοίου τα αναβαίνονται από την τρόπιν (carine) εκ των δύο μερών, και σχηματίζοντα την μήτραν, ήγουν την κοιλίαν του πλοίου, όθεν ωνομάζοντο και Εγκοίλια, Ελλ. « Αμφιμήτρια, τα μετά την τρόπιν της νεώς έξι εκατέρου μέρους επιτιθέμενα » λέγει ο Ησύχιος" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

στράκα (η) - κρότος οξύς και ξερός < ονοματοποιημένη λέξη από τον ήχο του καμτσικιού των αμαξοδηγών

στρακαστρούκα (η) - μικρό πυροτέχνημα, που παράγει με διαδοχικές εκρήξεις δυνατούς κρότους, κροτίδα < ουσιαστικοπ. του ηχομιμ. τράκα τρούκα

στρατάρω - παίρνω τη στράτα < στράτα

στρατοκώλης-α-ικο - αυτός που όταν περπατά κουνάει πολύ τον πισινό του πηγαίνοντας τον αριστερά δεξιά, πέρα δώθε < στράτα + κώλος. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. Όπως φαίνεται πιο κάτω το πρώτο συνθετικό στράτο, το χρησιμοποιούσαν για οτιδήποτε κουνιόταν πολύ, όπως τα μάγουλα κ.λ.π. || «Καλά κρασιά, όμως, είδανε και οι πάνω γειτονιές, του Βρο­ντά και της Αγιά Τριάδας, αλλά έλα που ο Γιαννόπουλος κοιλαράς, στρατομάγουλος και στρατοκώλης, αγκομαχούσε στην ανηφόρα, του πέφτανε τα παντελόνια και τα βαστούσε με τα χέ­ρια του.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

στρατσόχαρτο (το) - 1. χοντρό χαρτί για περιτύλιγμα 2. χαρακτηρισμός για φτηνό και κακής ποιότητας χαρτί < στράτσο + χαρτί < βεν. strazzo

στρεγγάρω - σφίγγω, βιδώνω < πιθανολόγηση: ιταλ. strizzare = κλείνω δυνατά, πιέζω στρεγγάρισμα, στρεγγαρισμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

στριγγλαφάνα (η) - αφάνα με πολύ δυνατά και άγρια αγκάθια < στρίγγλα + αφάνα. Μοναδική αναφορά της λέξης, αυτή στη σελίδα (https://www.tilo-botanica.eu/Tilo_Botanica/Genista_acanthoclada.html)

στριγγλιάτο (το) - το πηγμένο τυρόγαλα, το τυρί δηλαδή μόλις του ρίχνουν την πυτιά και αρχίζει να γίνεται πηχτή κρέμα < ; Το μόνο γνωστό στριγγλιάτο, είναι αυτό του Πηλίου, το οποίο είναι καταχωρημένο ως παραδοσιακό και είναι τυρί σαν πηχτή κρέμα, αλατισμένο με υπόξινη γεύση σαν του γιαουρτιού || «Για να φτιάξουμε τυρί φέτα, ζεσταίνουμε το γάλα και ρίχνουμε την πυτιά. Μόλις πήξει το γάλα, το παίρνουμε με την κουτάλα, γιατί έχει γίνει τυρί κρέμα (στριγγλιάτο) και το βάζουμε σε ειδική φόρμα, για να στραγγίξει και να γίνει ένα σώμα» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

στριγκός-ιά-ό - (για ήχο, φωνή) οξύς και διαπεραστικός (στριγκιά φωνή) < μσν. στριγγός < ελνστ. στριγγ- (στρίγξ) = κουκουβάγια

στρίποδο (το) - τρίποδο, μεταλλικό ή ξύλινο στήριγμα που καταλήγει σε τρία σημεία στήριξης στο έδαφος και στο οποίο στηρίζονται πάγκοι, τάβλες κ.λ.π. < τρίποδο || "Εις την ΒΑ γωνίαν της σάλας υπήρχε το κρεβάτι. Τούτο εγίνετο είτε από τάβλες τοποθετημένες επάνω σε "στρίποδα", είτε από τάβλες τοποθετημένες επάνω εις ένα κτισμένον ορθογώνιον παραλληλόγραμμον χώρον ο οποίος εχρησίμευε ως αποθήκη" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β.ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

στρίμα (το) - ξαφνικό στρίψιμο της κατεύθυνσης του αέρα (ο καιρός έχει στρίματα) < στρίβω

στρίτσο (το) - (ναυτ.) το σημείο του σκάφους όπου μαζεύεται η άγκυρα και αλυσίδα της < πιθανολόγηση: ιταλ. strizzare = κλείνω δυνατά, πιέζω ή ιταλ. strittu = στενός

στρόπος (ο) - το πλεγμένο σκοινάκι που περνάει στο σκαρμό της βάρκας και συγκρατεί το κουπί < ομ. τροπός < τρέπω στροπώνω - 1. δένω στο κουπί στον σκαρμό 2. μτφ. στρώνομαι στη δουλειά, αγωνίζομαι (στροπώθηκε στη δουλειά και έκανε προκοπή) (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

στρούγκα (η) - μάντρα, στάνη, μαντρί < μσν. στρούγκα < βλαχ. strunga

στροφιλιά (η) - απόσταγμα από σταφύλια, τσίπουρο, σούμα κ.τ.λ. < μτγν. στρέμφυλον < αρχ. στέμφυλον '''' ΣΤΡΟΦΙΛΙΑ, ουδέτ. πληθ, με συνών. Κούκουτζα, Σ. Στέμφυλα και Βρύτεα. Στροφίλια, από το Στρέφω ή Στροφώ, ώς το Στέμφυλα από το Στέμβω ή Στέμφω, συνών, του Στεβω, Ελλ. το πατώ. (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

στρόφωμα (το) - ζάλη, αδιαθεσία από το πολύ φαγητό ή από οσμές στροφώνω < ίσως στροφοδίνη < αρχ. στροφοδινούμαι ή αρχ. στρόφος = δυνατός κωλικόπονος από συστροφή των εντέρων (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Κάθε πρωί -η τριάδα- μπουμπούκιαζε και γινότανε τετράδα με τον Γιώργη τον Νυχά που τους περίμενε στο απίκο, στην ταβέρνα του, που έτσι και έβαζε το τηγάνι με τα μεζεδάκια και συνταυλούσε το στόκολο να δυναμώσει η φωτιά, έπιανε στρόφωμα τον περαστι­κό από τις τσίκνες και τα φυσαρούφα που κάνανε τα ρουθούνια από το γαργαλητό που τα πιλάτευε και δεν κρατιότανε πια με τίποτα και γιουργιάριζε ολοφούρετος να μπουκάρει στον κάτω αυτόν παράδεισο, της τοτενής, γοητευτικής, Νεάπολης.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

στρωματολάσι (το) - τα στρωσίδια < πιθανολόγηση: στρώμα + ομηρ. λάσιος = μαλλιαρός, δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Είδε το στρωματολάσι στην αυλή και μέσα σε αυτό τη... Νικόλ που είχε πάρει τον πρώτο ύπνο και ρουχάλιζε του καλού καιρού.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

στρωμάτσα (η) - κατασκεύασμα που κρεμιέται στα πλευρά του πλοίου για προφύλαξη από συγκρούσεις όταν δύο πλοία είναι δεμένα δίπλα δίπλα < ιταλ. stramazzo, με επίδρ. του στρώμα

στρωμνή (η) - 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για στρώσιμο, είτε κρεβατιού είτε πατώματος αλλά πολλές φορές και το ίδιο το στρώμα 2. τα υλικά (άχυρα, ξερά φύλλα, πριονίδια κ.λ.π.) με τα οποία στρώνουν κλουβιά ζώων και πουλερικών < αρχαία στρωμνή = στρωμνή, , στρωμένο ή προετοιμασμένο κρεβάτι· γενικά, κρεβάτι, ανάκλιντρο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στρώμα, κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ ἄφθιτος, λέγεται για το χρυσόμαλλο δέρας, σε Πίνδ.) < στορέννυμι < στόρνυμι < στρώννυμι

στύψη (η) - 1. η ιδιότητα του στυπτικού, του αντισηπτικού 2. η στυπτηρία (θειϊκό άλας του καλίου-αργιλίου) που χρησιμοποιείται στη βαφική, στη βυρσοδεψία, στη χαρτοποιία, στην παρασκευή κόλλας, σαν αδιαβροχοποιητικό μέσο, στον καθαρισμό του νερού κ.α. καθώς και στην ιατρική σαν στυπτικό φάρμακο, αιμοστατικό, απολυμαντικό, για γαργαρισμούς κ.ά.< αρχ. στύφω || «Ύστερα τα απλώναμε κάτω στα χουρχούλια ή σε αντένες με τις γαύριες. Ποτέ δε βάζαμε νερό στα δίχτυα. Η θάλασσα έχει στύψη (ιώδιο) και τα καθαρίζει.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

συβάζω - συμβιβάζω, πείθω κάποιους σε συμβιβασμό, έρχομαι σε συμφωνία < πιθανολόγηση: < σύβαση< σύμβαση<συμβιβάζω. Η λέξη ακούγεται συχνά στη περιοχή μας και φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Κρήτη

συβερτάρω - αναποδογυρίζω, μπατάρω, ανατρέπω, τουμπάρω συβερτάρισμα, συβερταρισμένος-η-ο< πιθανολόγηση: ιταλ. sovvertire μπατάρω, τουμπάρω, ανατρέπω. Η λέξη ως συβερτάρω δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, υπάρχουν κάποιες λίγες αναφορές της ως σοβερτάρω, και αφορώντας κυρίως ανατροπές πλοίων || «Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά συβερτάρησε η βαρκούλα, πνιγήκαν δυό παιδιά...» (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' - Μηνάς Αναστασάκης "Τη θάλασσα την αλμυρή θα την ποτίσω μέλι") 

σύβραση (η) - η πρώτη βράση των υλικών του φαγητού στην κατσαρόλα < συν + βράση

συγκάνω - συνταιριάζω, ταιριάζω με κάποιον < συν + κάνω. Η λέξη από τις λίγες αναφορές της, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα κυρίως ||«Δεν αλλάζανε όργο (θέση), γιατί θα τους πόναγε η μέση. Για αυτό προβλέπανε με ποιον θα είναι για να συγκάνουν...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

συγκέσιο (το) - συνοικέσιο < πιθανολόγηση: συνοικέσιο>συνκέσιο> συγκέσιο. Μια Πελοποννησιακή κυρίως εκδοχή του συνοικεσίου, τη λέξη χρησιμοποιεί και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας || «Η προξενήτρα πήγαινε για το συγκέσιο νύχτα με φανάρι...... Αν ο γαμπρός ήθελε την κοπέλα τα βρίσκανε, αλλιώς διαλούσε το συγκέσιο από την αρχή» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

συγκουμιάζω - συνδυάζω, συνταιριάζω στο μυαλό μου συγκούμιασμα, συγκουμιασμένος-η-ο < πιθανολόγηση: συν + αρχ. ομοιάζω = είμαι όμοιος, παρεμφερής. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

συγκούρβουλος-η-ο - σύσσωμος συγκούρβουλοι = όλοι μαζί, μαζεμένοι < μαζί με τα κούρβουλα (οι κορμοί από τα κλήματα, τα κούτσουρα) < ελλ. μσν. κούρβουλα< λατ. λ. curvus = στραβός. Από τις λίγες αναφορές της λέξης, φαίνεται αυτή να χρησιμοποιείται και στη Μάνη, στα Καλάβρυτα και στους Φούρνους Ικαρίας '' «Όλη η αργόσχολη Νεάπολη, από την Πεζούλα, τον Βροντά, την Αγια-Τριάδα, την Αγορά, την Ποταμιά και το Ψαφάκι, ή­τανε μαζεμένη, εκεί, συγκούρβουλη.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

συγυρνάω - συγυρίζω, συμμαζεύω < πιθανολόγηση: παραφθορά του συγυρίζω, όπως γίνεται και με το γυρνάω και γυρίζω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της στο διαδίκτυο ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

σύθαμπο (το) - η ώρα μετά τη δύση του ηλίου, το σούρουπο < συν + θαμπός

συμπαθημός (ο) - το συμπάθιο, η συγχώρεση, η κατανόηση< συμπαθώ. Ως συμπαθημός δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά // «Τρύγος, θέρος, πόλεμος» λέγανε οι παππούδες μας. Άντρες, γυναίκες, ούλοι σε συναγερμό κι οχτροί ακόμα σε τέτοιες περιπτώσεις θα λέγανε να βοηθήσουνε απαρεξήγητα, εκτός και αν ήταν στα μαχαιροσφάγια. Μόνοοι άρρωστοι είχανε συμπαθημό να μην πάνε...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου «ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ») 

συμπίνω - ρουφάω, συμποτίζω, απορροφώ (το ντουβάρι συμπίνει τη βροχή και βγάζει υγρασία) < συν + πίνω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. Φαίνεται να χρησιμοποιείται με την έννοια του πίνω με παρέα (συμπότης).

σύμπλημα (το) - το τρακάρισμα, η σύγκρουση, το ανακάτεμα, κυρίως της θάλασσας (όταν για παράδειγμα μπαίνει το φούσκωμά της σε ένα κολπάκι ή σε ένα λιμάνι και προσκρούει στα βράχια ή στο μώλο) < πιθανολόγηση: αρχ. σύμπλεξις = συμπλοκή ή σύμπληξις = σύγκρουση, εμπλήσσω = πέφτω μέσα ή πάνω σε κάποιον, εφορμώ,προσβάλλω (Συμπληγάδες Πέτρες). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

συμποτίζω - απορροφώ υγρασία ή νερό, νοτίζω (το παντελόνι μου συμποτίστηκε και κρυώνω, συμπότισε λίγο το πανί και καθάρισε το τραπέζι) < συν + ποτίζω συμπότισμα, συμποτισμένος-η-ο. Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού || «Ο γεωργός περίμενε πρώτα να βρέξει να μαλακώσει η γης και να συμποτιστεί.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

συνταυλάω ή συνταυλίζω - ανακατεύω, σκαλίζω τα ξύλα στο τζάκι με το συνταύλιστρο (σιδερένιο εξάρτημα για το ανακάτεμα των ξύλων στη φωτιά) για να διατηρηθεί ή να ξαναδυναμώσει η φωτιά < συν + δαυλ(ός) -ίζω συνταύλισμα, συνταυλισμένος-η-ο. Λίγες αναφορές της λέξης προερχόμενες, από Ηλεία, Αχαΐα αλλά και Πολύδροσο Παρνασσού. Οι λέξη πολλές φορές συναντιέται και ως συνταβλάω, συνταβλίζω και αντίστοιχα συντάβλιστρο, συντάβλισμα, συνταβλισμένος-η-ο ||«Στο «ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ», υπήρχε τάξη. Βαρούσε ο πελάτης πα­λαμάκια, άφηνε ο μάγερας τις κουτάλες και τις πιρούνες που α­νακάτευε και συνταύλιζε τα καζάνια με τα φαϊτά, πάστρευε με τή βρεμένη πατσαβούρα της κουζίνας, την κορία, τα χέρια του που ήτανε συμποτισμένα από τα αρώματα και τις οσμές, από τα βουτυράτα, και τα σκορδοκρέμμυδα και έβαζε ρότα, για το τρα­πέζι, να πάρει την παραγγελία της παρέας.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ») || «Μέσα στο φόκο υπήρχε πάντα η σιδεροστιά (σιδερένιο τρίποδο) και στο συντάβλιστρο ή μασιά για να πιάνουνε τα κάρβουνα και να συνταβλίζουν τη φωτιά» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

σύνταχα - (επιρ.) πρωί-πρωί, με το ξημέρωμα < συν + ταχύ (πρωί) || «Το πρωί σηκωνότανε η νοικοκυρά σύνταχα, έριχνε σε μια ξύλινη σκάφη αλεύρι από την ταγάρα και το κοσκίνιζε στην κνισάρα, για να φύγουνε τα πίτουρα...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

συραγκάθι (το) - φλεγμονή που γίνεται στα δάχτυλα, κοντά στο νύχι κυρίως και καταλήγει σε φουσκάλα με πύον (ιατρικά λέγεται καλαγκάθι) < σύρω + αγκάθι. Σπάνια λέξη, που μάλλον μόνο εδώ και στα Κύθηρα λέγεται || "Κουφώνουν ένα κρεμμύδι και βάζουν μέσα τριμμένο σαπούνι, ένα κομμάτι κερί, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, θρύψαλα λιβανιού και μαστίχας. Το σκεπάζουν, όπως τις γεμιστές ντομάτες και το βάζουν να σιγοβράσει στη χόβολη, ώσπου το γέμισμα να γίνει πολτός. Όταν το βγάλουν από τη χόβολη και κρυώσει το βάζουν πάνω σε συρίγγιο, σε συραγκάθι (πληγή που γίνεται στα δάχτυλα) ......." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

συρμαγιά (η) - το κεφάλαιο που συγκεντρώθηκε για τη δημιουργία μιας επιχείρησης, το απόθεμα < τουρκ. sermaye

συρμάδα ή σουρμάδα (η)- σειρά ή και τσούρμο, παρέα < pιθανολόγηση: «συρμάς-άδος (η) - (σύρω) μτγν. κ. μσν. σωρός σχηματιζόμενος δια του σύρειν η σύρεσθαι...» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) ή όπως συναντάμε και στη σελίδα https://issuu.com/onas.naxos/docs/naxiaka_03-04_p1-p495, συρμάδα = σειρά. Η παραπάνω είναι και η μοναδική αναφορά, τη λέξη συρμάδα τη βρίσκουμε σε κάποια πολύ παλιά μεταφραστικά λεξικά χωρίς να αναφέρεται εξήγησή της // «Το πρωί οι εργάτες ξεκινούσαν σουρμάδες (παρέες) με τα αγγεία (σταμνιά) στα ζα στο χωράφι. (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

συρμή (η) - το καλό μαλλί από άσπρο πρόβατο που το ξαίνουν στο λανάρι < ; συρμένιος-α-ο . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || '' ... 7-8 χιράμια λευκά συρμένια . Αυτά γίνονται από το καλύτερο μαλλί προβάτου, το νήμα όμως είναι τόσον λεπτόν, ώστε τα χιράμια μοιάζουν μάλλον με σεντόνια) (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

συρμός (ο) - κέντημα το οποίο έβαζαν περιμετρικά του κρεβατιού για διακοσμητικό. Λέγεται και γύρος ή γυρίδιο και αναφέρονταν συχνά σε παλιά προικοσύμφωνα, όπως αναφέρεται και πιο κάτω, ενώ δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται σε άλλη περιοχή, η ονομασία αυτή || «...2 ζεύγη συρμούς [ή γύρους ή γυρίδια για το κρεβάτι, με δαντέλα], 1 εξ αυτών χασιδένιος, 1 ουγιωτός......» (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Β' -Μηνάς Αναστασάκης "Σεπτά Κειμήλια") < Σχετικά με την ετυμολογία της λέξης στη σελίδα (arvanitika.blogspot.gr/2015/02/blog-post_6.html) αναγράφονται τα εξής ενδιαφέροντα και σχετικά όπως φαίνεται: «Υπάρχει και ένα όνομα τελείως ιδιότυπο,η Σύρμω. Προέρχεται από την συρμακέσα,την [ασημο]- κεντήστρα δηλαδή. Ασημοκεντήστρεςυπήρχαν στο Βυζάντιο και μάλιστα απολάμβαναν ιδιαίτερης τιμής και σεβασμού. Δεν είναι πολύ γνωστά στο ευρύ πλήθος τα στοιχεία της καθημερινής ζωής του Βυζαντινού λαού. Υπάρχει η εντύπωση ότι αναπτύχθηκε μόνο η αγιογραφία και η εκκλησιαστική υμνωδία. Δεν είναι έτσι.Πάρα πολλές μορφές λαϊκής τέχνης ξετυλίχθηκαν και αναπτύχθηκαν τότε. Μια από αυτές ήταν και το κέντημα. Μάλιστα στο αυτοκρατορικό παλάτι υπήρχε σώμα γυναικών που ασχολιόντουσαν με τα βασιλικά κεντήματα,οι ασημοκεντήστρες. Είναι πολύ πιθανόν (δεν το έχω ψάξει αναλυτικά) η ασημοκλωστή να ήταν το μετάξι. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η θαυμάσια μορφή οικοτεχνίας πέρασε και στους Έλληνες αρβανίτες.Παράλληλα βέβαια, στην αυτόνομη οικιακή οικονομία των αρβανιτών απαντάμε και την δημιουργία ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων. Κούρευαν τα ζώα τους και με το μαλλί τους στον αργαλειό ή στο χέρι συγκροτούσαν την σπιτική «ντουλάπα» τους. Οι παλιές κεντήστρες στους αρβανίτες ονομάστηκαν συρμακέσες. Η ετυμολογία του όρου έχει να κάνει με το ρήμα σύρω. Σύρμα λεγόταν οτιδήποτε τραβιόταν, το έτειναν, ό,τι «εσύρετο». Κάτι τέτοιο ήταν και το νήμα κεντημάτων, όπως και οι διάφορες σύγχρονες μεταλλικές ίνες ή συστάδες ινών, με πληθώρα χρήσεων και εφαρμογών, στη σημερινή τεχνολογία και ηλεκτρονική (ο χαρταετός μπλέχτηκε στα σύρματα της ΔΕΗ).Το επίθετο συρμάτινος υπάρχει απ' τη μεσαιωνική περίοδο. Από συγκοπή του όρου προέκυψε το θηλυκό βαφτιστικό Σύρμω.

συρτή (η) - αλιευτικό εργαλείο με το οποίο τραβάς με τη βάρκα νήμα με φυσικό ή τεχνητό δόλωμα συρταρόλι = μικρή συρτή για αφρόψαρα < σέρνω

συχαρίκι (το) - (συν. στον πληθυντικό συχαρίκια) 1. η ευχάριστη είδηση, το χαρμόσυνο νέο που λέγεται πρώτη φορά 2. δώρο ή φιλοδώρημα, που δίνεται στον πρώτο που αναγγέλλει κάποια ευχάριστη είδηση. Δηλαδή στην πρώτη περίπτωση υπάρχει αυτός που φέρνει τα συχαρίκια (την ευχάριστη είδηση) και αυτός που δέχεται τα συχαρίκια και στην δεύτερη φάση αντιστρέφονται οι ρόλοι. Ακόμα παλιότερα, τα συχαρίκια υπήρχαν και σε τελετουργικές διαδικασίες, όπως βαφτίσια κ.λ.π. όπου κάποιος ή κάποιοι, συνήθως παιδιά, πήγαιναν τα συχαρίκια στον πατέρα του παιδιού που ήταν έξω από τον εκκλησία με το όνομα που δόθηκε στο παιδί, για να πάρουν το φιλοδώρημα από αυτόν κ.λ.π. < μσν. συχαρίκια < συχαρίκιν < συγχαίρω || «ΣΥΓΧΑΡΙΚΙΑ έλεγαν και τότε, ως λέγομεν και σήμερον, τα ελληνισ. ονομαζόμενα Μήνυτρα. Συγχαριάριος, εσήμαινε μηνυτήν χαρμοσύνων πραγμάτων» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 1ος 1828) "Σήμερον όμως Συγχαρίκια λέγονται, τα γινόμενα δωρήματα εις τον αναγγέλλοντα τι ευτυχές ή χαρμόσυνον" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1829)

σύψωμος-η-ο - αυτός που φέρνει μαζί το ψωμί του, το φαγητό του, γενικότερα τις προμήθειές του. Ο όρος χρησιμοποιείτο παλιά για τους εργάτες που συμφωνούσαν και πήγαιναν για δουλειά χωρίς την υποχρέωση του εργοδότη να τους προσφέρει φαγητό κι έτσι έπαιρναν μαζί το δικό τους, οπότε και έπαιρναν πιθανά λίγο μεγαλύτερο μεροκάματο, σε σχέση με τους άλλους σύψωμα (επιρ.) < συν + ψωμί. Λίγες αναφορές της λέξης, προερχόμενες από Κρήτη, Χίο αλλά και Ήπειρο.

σφαλάγγι (το) - είδος αράχνης < φαλάγγιον < φάλαγξ

σφελίδα (η) - φέτα, κομμάτι (συνήθως ψωμιού, πίτας ή γλυκού) < φελί < μσν. ιφέλλιον < λατ.ofella (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

σφεντάμι (το) - είδος δέντρου, διαδεδομένου στην περιοχή μας, που τα φύλλα του μοιάζουν με του πλάτανου και το ξύλο του είναι καλό για κατασκευή επίπλων και μουσικών οργάνων < όψιμο μσν. σφεντάμι < σφενδάμιον < αρχ. σφένδαμος

σφηλάτσο ή σφιλάτσο (το) - το απόκομμα σκοινιού, τριχιάς κ.τ.λ. που λόγω τριβής αποκόβεται σε κάποιο σημείο από τα εξαρτήματα σκάφους ή αγροτικών εργαλείων, καθώς και κάθε κομμάτι σκοινιού που έχει προέλθει από ένωση τέτοιων μικρότερων αποκομμάτων < ομηρ. σφηλός = ευκίνητος < σφάλλω = κάνω κάποιον να πέσει, ρίχνω κάτω. < ιταλ. sfilaccio = ξέφτισμα υφάσματος (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

σφιλίτσι ή σφυλίτσι (το) - δέντρο σαν μεγάλος θάμνος, του οποίου το ξύλο είναι ονομαστό για την σκληρότητά του και την αντοχή του, ενώ ο καρπός του, αποτελεί εκλεκτή τροφή για τα γίδια όταν περνάνε από περιοχή που υπάρχουν τέτοιοι θάμνοι. Μάλιστα όπου υπήρχαν σφιλίτσια άφηναν και κάποιο να μεγαλώσει αρκετά για να χοντρύνουν τα κλαδιά του και να φτιάξουν από αυτά στειλιάρια για τις τσάπες, τα ξινάρια κ.λ.π. Δεν υπάρχει καμία αναφορά του, ούτε αναγράφεται πουθενά και έτσι δεν ξέρουμε και την ακριβή του ορθογραφία, αλλά και πως αλλιώς ονομάζεται σε άλλα μέρη < ; 

σφιντηράω ή σβιντηράω - ξαμολώ με ορμή, πετάω κάτι με δύναμη, εξαπολύω σφιντήρισμα ή σβιντήρισμα, σφιντηριστός-η-ο ή σβιντηριστός-η- ο < πιθανολόγηση: όπως και το σφεντονίζω και λόγω του ήχου που παράγει το σφεντόνισμα ή το σφιντήρισμα. Με την ίδια ακριβώς έννοια υπάρχει και το σφιντηκλάω, σφιντήκλισμα σφιντηκλιστός-η-ο και ο σφιντηκλής = αυτός που σφιντηκλάει. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά | |«Ανοίγανε, τα αφε­ντικά, τα πορτοπαράθυρα και όπως ξεμπουκάρανε οι οσμές από τις κατσαρόλες, τα τηγάνια και τις σκάρες, από τα σκορδο- κρέμμυδα, το ξύδι και τη ρίγανη, το νοτισμένο μυρωδάτο χώμα του στενού από τα ξεπλύδια που σφιντηρούσανε, για να μη ση­κώνεται η σκόνη από το ποδοβολητό από καβαλλαρέους και πεζολάτες.........» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

σφοντύλι (το) - στρογγυλό εξάρτημα του αργαλειού που προσαρμόζεται στην άκρη του αδραχτιού για να ρυθμίζει και να επιταχύνει την κυκλική κίνησή του < μτγν. σφονδύλιον < αρχ. σφόνδυλος σφοντύλι (το) - στρογγυλό εξάρτημα του αργαλειού που προσαρμόζεται στην άκρη του αδραχτιού για να ρυθμίζει και να επιταχύνει την κυκλική κίνησή του < μτγν. σφονδύλιον < αρχ. σφόνδυλος || "ΣΦΟΝΔΥΛΙΟΝ, το εις το κάτω μέρος του Αδρακτίου προστιθέμενον βάρος εις σχήμα σπονδύλου. Το προφέρομεν δια του φ αντί του Σπονδύλιον, ως και το Σφογγάριον (όθεν το Σφουγγάτον), αντί του Σπογγάριον" (Αδ. Κοραής Άτακτα τόμος 2ος 1829) || «σφοντύλι (το) δημ. ο σφόνδυλος της άτράκτου '' φρ. του έδωσε ένα χαστούκι που του φάνηκε ο ουρανός σφοντύλι (εζαλίσθη τόσον, ώστε του εφάνη ο ουρανός περιστρεφόμενος ως σφόνδυλος ατράκτου). (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

σφυρό (το) - το καθένα από τα κάτω άκρα των οστών της κνήμης < αρχ. σφυρόν || «Το κύριο, λοιπόν και χαρακτηριστικό ρούχο που φορούσανε οι άντρες ήτανε η βράκα, ρούχο χρήσιμο να σκεπάζει το κατωκόρμι, από τη μέση μέχρι το γόνατο ή ακόμα μέχρι και τα σφυρά.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

σχίζα ή σκίζα (η) - λεπτό και μυτερό απομεινάρι από το σχίσιμο ξύλου < αρχ. σχίζα < σχίζω ||"ΣΚΙΖΑ, Σ. Σχίζα και Σχίδαξ. Φέρει ό Ησύχιος. «Σχίδας, κλάσμα ξύλου» και « Σχίζα, ή » λαμπάς» λαμπάδα λέγων την αναμμένην σχιζαν" (Αδ. Κοραής Άτακτα τόμος 4ος ΙΙ 1832)

σχολειταρούνι ή σκολειταρούνι (το) - το μαθητούδι, ο μικρός μαθητής < σχολείο + καταλ. ούνι (που προσδιορίζει κάτι μικρό). Η λέξη ως σχολειταρούνι δεν συναντάται αλλού, ενώ τη βρίσκουμε σε ελάχιστες περιπτώσεις ως σχολειταρούδι, με προέλευση από Χανιά, Κεφαλλονιά και Λευκάδα || «Τα σκολειταρούνια είχανε τσάντες πάνινες κρεμαστές στην πλάτη τα αγόρια, και πάνινες τσάντες στα χέρια τα κορίτσια.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

σώγαμπρος (ο) - αυτός που ζει μαζί με τα πεθερικά του στο σπίτι της νύφης < έσω + γαμπρός

σώνω - 1. ξοδεύω, τελειώνω κάτι (το φαγητό σώθηκε) 2. μπορώ να σηκώσω το χέρι μέχρι ένα σημείο, φτάνω (το σώνεις εκείνο το λεμόνι;) 3. σώνει = αρκεί, φτάνει (σώνει δε θέλω άλλο) 4. έκφρ. σώνει και καλά (με κάθε τρόπο, με το ζόρι), λέει και δε σώνει (μιλάει ατέλειωτα, ακατάσχετα), να μη σώσεις (κατάρα, να μην προφτάσεις, να μην κατορθώσεις) < μσν. σώνω < αρχ. σώνω

σώσμα (το) - 1. το κρασί που μένει στο τέλος στο βαρέλι 2. γενικά η τελευταία ποσότητα κάποιου υλικού < σώνω < μσν. σώσμα = σώσιμο || «....Ρουφήξανε, ρουφήξανε, είπανε, είπανε για το Χριστό, ξανά- ρουφήξανε, κόντευε το βαρέλι να φτάσει στο σώσμα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

σώτροπα - (επίρρημα) με σωστό τρόπο, ισορροπημένα, ευθυγραμμισμένα σώτροπος-η-ο, σωτροπιάζω < σωτρόπι

σωτρόπι - (ναυτ.) κεντρικό ξύλο του εσωτερικού της βάρκας το οποίο τοποθετείται για υποστήριξη και δυνάμωμα της καρίνας και στο οποίο στηρίζονται τα ξύλα του σκελετού της βάρκας < εσωτρόπιον < εσω + τρόπις < τρέπω