Ν-Ξ

νάφθα ως ξωμάχος

νάφθα (η) - 1. συστατικό του ακάθαρτου πετρελαίου 2. το ακάθαρτο πετρέλαιο <μτγν. νάφθα < περσ. naft

νεραϊδοπαρμένος-η-ο - (λαογρ.) αυτός που οι νεράιδες του πήραν το μυαλό, φρενοπαθής που τριγυρνά στα δάση και σε έρημους τόπους < νεράιδα + παρμένος νεραϊδόπαρμα

νεροκάπονο (το) ή νεροκάπονας (ο) - το μαύρο σύννεφο που φέρνει βροχή < ;  Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.  (Το δεύτερο συνθετικό δεν μπορεί να εξηγηθεί με τις ερμηνείες που έχει η λέξη καπόνι. (βλ.λέξη). Στην Πελοπόννησο τα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρχε ο θεσμός των κάπων, οι οποίοι ήταν αρχηγοί ενόπλων τμημάτων που υπηρετούσαν τους προεστούς. Επίσης υπάρχει το παλιό ρήμα κάπω που ένα από τα παράγωγά του είναι το καπνός, ατμός και το κάπος, κάπυς = αναπνοή)

νερομπόλα (η) ή νερομπούλι (το) - άνοστο φαγητό που έχει μέσα πολύ νερό < ίσως νερό + ιταλ.(διαλεκτ.) bollo = βράσιμο ή παλ. ιταλ. bulla = βράσιμο.  Ως νερομπόλα που το λέμε στην περιοχή μας, υπάρχουν πολύ λίγες αναφορές της λέξης, χωρίς τη δυνατότητα τοπικού προσδιορισμού.

νεροσυρμή (η) - σημείο του εδάφους που αναβλύζει νερό και χύνεται λόγω κλίσεως του εδάφους ακολουθώντας μια σταθερή πορεία προς τα κάτω < νερό + ομηρ. σύρω»

νεροτριβή (η) - 1. κατεργασία ή πλύσιμο χοντρών υφασμάτων, κυρίως μάλλινων, με νερό που πέφτει ορμητικά 2. σημείο που το τρεχούμενο νερό τρώει κάποιο βράχο ή το έδαφος < νερό + τριβή

νεροφάγωμα (το) - κοιλότητα που σχηματίστηκε πάνω σε πέτρα ή στο έδαφος από το αδιάκοπο τρέξιμο νερού < νερό+φάγωμα νεροφαγομένος-η-ο

νετάρισμα (το) - 1. ξεκαθάρισμα, τελείωμα, εξάντληση < ιταλ. nettare νετάρω νεταρισμένος-η-ο  2. η τακτοποίηση, το καθάρισμα και η επισκευή των αλιευτικών εργαλείων, παραγαδιών κτλ. μετά το ψάρεμα || " Το πρόβλημα νετάρισε με την αγορά ενός γάιδαρου και καβάλλα πιά, έκανε τα ταξίδια, από το σπίτι στο χωράφι και το α­νάστροφο, σύμφωνα με την εποχή." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

νετέρνω - νετάρω, κάνω κάτι νέτο, τελειώνω, τελειώνω τις εργασίες σχετικά με αυτό. Το νέτο έχει και την έννοια του καθαρού του συγυρισμένου. Το πιο γνωστό νετάρισμα στη γλώσσα των ψαράδων, είναι το νετάρισμα του παραγαδιού μετά από το ψάρεμα και προς προετοιμασία του επόμενου < νετάρω < βενετική netar < ιταλική netto. Ως νετέρνω η λέξη έχει περιορισμένη χρήση και φαίνεται να χρησιμοποιείται στην Κέρκυρα, στη Δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη

νεώσοικος (ο) - 1. ειδικός στεγασμένος χώρος στα λιμάνια για τη στέγαση και συντήρηση πλοίων 2. ο ναύσταθμος, το νεώριο < αρχ. νεώσοικος, < ναυς + οικος

νιάκα ή νάκα (η) - κούνια μωρού που κρεμιέται στην πλάτη < αρχ. νάκη = προβιά

νίλα (η) - 1. μεγάλη καταστροφή, συμφορά, όλεθρος 2. εξευτελισμός < ίσως μσν. νίλα < λατ. nila πληθ. του nilum (ουδ.) = τίποτε, ασήμαντο, χωρίς αξία

νισάφι (το) - 1. έλεος, χάρη, διάκριση 2. ιδιωμ. κάμε νισάφι (σπλαχνίσου), νισάφι πια (ας δοθεί ένα τέλος πια) < τουρκ. insaf

νισεστές (ο) ή νισεστέ (το) - πολύ ψιλό αλεύρι προερχόμενο συνήθως από το άμυλο καλαμποκιού < τουρκ.nisasta

νιτερέσο (το) - 1. τόκος 2. δοσοληψία, πάρε δώσε, το συμφέρον < μσν. ιντερέσο < ιταλ. interesso < λατιν. interesse = τόκος

νιτσεράδα (η) - αδιάβροχη ενδυμασία < ιταλ. in cerata = κερωμένο

νογάω - καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι (μωρέ δεν νογάει τίποτα αυτός) < νογώ < αρχ. νοώ

νοτάριος (ο) - συμβολαιογράφος < μτγν. νοτάριος < λατιν.notarius

νοτερός-η-ο - γεμάτος υγρασία, υγρός < αρχ. νοτερός < νότος

νοτίζω - 1. κάνω κάτι υγρό, υγραίνω 2. γίνομαι υγρός, υγραίνομαι, βγάζω υγρασία <αρχ. νοτίζω <νότος νοτισμένος-η-ο, νότισμα

νούλα (η) - μηδενικό, άνθρωπος τιποτένιος < ιταλ. nulla < λατιν. nullus

ντάβανος (ο) - το έντομο που κεντρίζει τα βόδια, η βοϊδόμυγα αλλά και γενικά άλλα χοντρά έντομα όπως η αλογόμυγα κ.λ.π. < λατιν. tabanus

νταβαντούρι (το) - θόρυβος, φασαρία, σύγχυση σε συγκέντρωση ανθρώπων < τουρκ. tevatur ( = πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο)

νταβάς (ο) - ρηχό και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος από πηλό ή χαλκό, είδος ταψιού < τουρκ. tava

νταβίδι (το) - εργαλείο μαραγκού για τη σύσφιξη και για τη συγκόλληση ξύλων (σφιγχτήρας) < ;

νταβραντίζω - 1. είμαι γεμάτος ζωντάνια, υγεία 2. κατέχομαι από οργασμό 3. τινάζω (ζώα) νταβραντισμένος-η-ο < τουρκ. davrandim < davranmak = στέκω στα πόδια μου νταβράντισμα - σφριγηλότητα, ζωντάνια, οργασμός

νταγιαντώ ή νταγιαντίζω - κάνω κουράγιο, υπομένω, περιμένω με καρτερία < τουρκ. dayandum < dayanmak νταγιάντισμα

νταγκλαράς (ο) - αυτός που είναι πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς < ίσως τουρκ. dagli = ορεσίβιος

νταϊφάς (ο) - ομάδα, σωματείο, κλέφτικη συμμορία < τουρκ.tayfa από αραβ.

νταλαβέρι ή νταραβέρι (το) - 1. δοσοληψία, συναλλαγή, αγοραπωλησία 2. μτφ. κοινωνική σχέση μεταξύ ατόμων, οικειότητα ή διαφορά 3. φασαρία, καβγάς < ιταλ. dare-avere = δούναι-λαβείν

νταλαβερίζομαι - 1. έχω εμπορικές δοσοληψίες με κάποιον 2. μτφ. βρίσκομαι σε σχέσεις με κάποιον 3. ερωτοτροπώ νταλαβερτζής-ού-ίδικο - αυτός που τα καταφέρνει καλά σε συναλλαγές, συμφωνίες, δοσοληψίες

ντάλε κουάλε - με τον ίδιο περίπου τρόπο, περίπου όμοια, το ίδιο < ιταλ. tale-quale

νταλκάς (ο) - το μεράκι, η σφοδρή επιθυμία, ο διακαής πόθος < τουρκ. dalga = αφηρημάδα, δόση ναρκωτικού νταλκάδιασμα, νταλκαδιάζω, νταλκαδιασμένος-η-ο, νταλκαδιάρης-α-ικο

νταλιάνι (το) - 1. είδος παλιού τουφεκιού < τουρκ. dalyan 2. μόνιμο φράγμα από δίχτυ στο οποίο υπάρχει άνοιγμα για να μπαίνουν τα ψάρια και στη συνέχεια κλείνει και τα παγιδεύει μέσα σε αυτό

νταμάχι (το) - 1. άγχος, ανυπομονησία 2. απληστία, πλεονεξία νταμαχιάρης-α-ικο, νταμαχιάζω < τουρκ. tamah

νταμιτζάνα (η) - μεγάλο γυάλινο δοχείο, καλυμμένο με ψάθινο ή πλαστικό πλέγμα, κατάλληλο για κρασί ή για νερό < ιταλ. damigiana

νταμνιώνω - δαμάζομαι, καταβάλλομαι, νικιέμαι < αρχ. δάμνημι και δαμνάω = δαμάζω ντάμνιωμα, νταμνιωμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "*νταμνιώνω, λιώνω από την αρρώ­στια, νικιέμαι, καταβάλλομαι, εί­μαι στα τελευταία μου, π.χ. ο θεί­ος ντάμνιωσε από την αρρώστια, (αρχ. δάμνημι και δαμνάω -ώ)." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

νταμπλάς (ο) - 1. αποπληξία, ξαφνικό < τουρκ. damla 2. νταμπλάς ή ταμπλάς - λεπτό διακοσμητικό σανίδωμα που τοποθετείται σε ένα παχύτερο ξύλινο πλαίσιο νταμπλαδωτός-η-ο 3. ξύλινος δίσκος < τουρκ. tabla = ξύλινος δίσκος, επιστύλιο

νταμωτό ή νταμάτο - καρώ < ντάμα (το παιχνίδι) || «...15-20 κομμάτια σεντόνια νταμάτα (καρώ)......Γύροι του κρεββατιού από ουγιωτό υφαντό ή από πρικάλι με πολύ κέντημα γύρω-γύρω ή νταμωτοί......2-3 ζεύγη αστόρια νταμωτά...» (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ Ειρήνης Β. Καλπιτζή) || «......24 σεντόνια, 7 εξ αυτών ουγιωτά, 3 νταμωτά, 3 χοντροχίραμα, 1 μπατανία......» (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Β' -Μηνάς Αναστασάκης "Σεπτά Κειμήλια") 

ντάνα (η) - η στήλη, η ομοιόμορφη τοποθέτηση αντικειμένων < ιταλ. tana

ντάντουλος-η-ο ή τάντουλος-η-ο - (για πράγματα) χαλαρός, όχι σταθερός, που κουνιέται (από τον αέρα π.χ.) (για άνθρωπο) όχι σφιχτός, άτονος, μαλθακός, πλαδαρός, νταντουλιάζω < πιθανολόγηση: αρχ. τανταλόομαι αντί ταλαντόομαι (τάλαντον), παθ., διασείομαι, κουνιέμαι, ταλαντεύομαι.  Η λέξη έχει περιορισμένη χρήση, τη χρησιμοποιεί ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας σε διηγήματά τους || «ΤΑΝΤΑΝΙΖΩ, με συνών. Ταντουρίζω,Σ. Εις τα προλεχθέντα (Άτακτα Ι, σελ. 309) πρόσθεσε, ότι ευρίσκεται εις τους παλαιούς και Τανθαρύζω, και Τανθαλύζω, Ελλ. εις σημασίαν του Τρέμω. Της αυτής σχεδόν σημασίας και το Νταντουλίζω» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος (ΙΙ) 1832) || « τανταλίζω - ταλαντεύω, σείω, κινώ, σαλεύω ......» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) " || Το πετσί του ανθρώπου ήτανε μπούσουλας. Ερχότανε κρύο, υγρασία, χιονόνερο, μαζευότανε, ζάρωνε, τόπιανε τούρτουρας. Με τις κάψες, πάλι, του καλοκαιριού, ίδρωνε, νότιζε, νταντούλιαζε, κολλούσε στις κατάσαρκα μάλλινες φανέλλες που συμπίνανε τον ιδρώτα, που συμποτιζόντουσαν όπως το φυτίλι που βυζαίνει το λάδι από το λυχνάρι." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

νταρντάνα (η) - 1. ιστιοφόρο φορτηγό του Ελλησπόντου 2. μτφ. εύσωμη γυναίκα < ιταλ. tartana = μεγάλο βαρύ πλοίο

ντελβές (ο) - το κατακάθι του καφέ < τουρκ. telve

ντελής (ο) - τρελός, ορμητικός, πολύ ζωηρός < τουρκ. deli

ντεληκανής-ου-ίδικο - 1. γρηγοροπόδαρος 2. νέος, παλληκάρι < ντελής + κανί = πόδι ή τουρκ. delikanli = νέος που βράζει το αίμα του

ντερλικώνω - τρώγω λαίμαργα, μεγάλες ποσότητες φαγητού, μέχρι σκασμού ντερλίκωμα, ντερλικωμένος-η-ο < ίσως μσν. δρόλυκος ή τουρκ. dirlik = άνετη ζωή, πλούτος

ντερμπεντέρης-ισσα-ικο - ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, λεβέντης < τουρκ. derbeder = αλήτης

ντερτιλήδικος-η-ο - αυτός που είναι γεμάτος πόνο ή πάθος ντερτιλής - αυτός που έχει ντέρτια < τουρκ. dert

ντεσμπάρκο (το) - απόβαση, επίθεση στη στεριά από πλήρωμα πολεμικού ή πειρατικού πλοίου < πιθανολόγηση: ιταλ. disbarcare = αποβίβαση. Ελάχιστες αναφορές της λέξης και αυτές από διηγήσεις αγωνιστών του '21 και επιθέσεις πειρατών, καθώς επίσης και στο Γλωσσάρι από τ' αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, αναγράφεται ως δεσπάρκο και ντισμπάρκο|| «Με τον καιρό όμως ξεθάρρεψε ο Κακίλιας και κάποιες νύχτες άναβε το λυχνάρι του. Ένα κουρσάρικο όμως που είδε το φώς, έκανε ντεσμπάρκο και αιχμαλώτισε τη γυναίκα του και τα κορίτσια του...» (Τάκης Π.Αρώνης Εφημερίδα ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ τ.147)

ντέστα (η) - τσίγκινος κουβάς, μπουγέλο < πιθανολόγηση: λατιν. testa = όστρακο, κέλυφος, καβούκι.  Λέξη που μάλλον δεν χρησιμοποιείται σε άλλες περιοχές, με ελάχιστες αναφορές  και κυρίως από τη Λακωνία ως τέστα || «τέστα (η) (λατ.' μσν. λεκάνη, χύτρα Ευχολ.624 «και τέστα ό. λέγεται λεκάνη».(Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) || «Τα παιδάκια που συνοδεύουνε κρατάνε ντεστάκια με νερό κι οι άνθρωποι ρίχνουν μέσα λεφτά.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ντιντής (ο) - 1. ο καλοαναθρεμμένος νέος της καλής κοινωνίας, με το προσεγμένο ντύσιμο, σε αντιδιαστολή με το μάγκα ή το εργατόπαιδο, ο κομψευόμενος μεγαλοαστός 2. (κοροϊδευτικά) άτομο λεπτεπίλεπτο και καλομαθημένο 3. ο άνδρας ο μαλθακός, ο χωρίς έκδηλο ανδρισμό < ; πιθ. χαϊδευτικό ονόματος (Δημήτρης ή Κώστας)

ντιριέμαι ή ντηριέμαι - διστάζω, επιφυλάσσομαι  ντηρούμαι <μσν. εντηρούμαι =δειλιάζω, διστάζω, με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος  Λέξη με όχι συχνή χρήση, αλλά που συναντιέται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα || «Να το φιλήσω δεν μπορώ, να του το πω ντιριέμαι και να τα' αφήσω αμίλητο, πάλι το μετανιώνω.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ντοβλέτι (το) - κράτος, κυβέρνηση, επικράτεια < τουρκ. devlet

ντόγα (η) - ένα από τα μακρόστενα σανίδια του βαρελιού, κάθετα προς τον πάτο που αποτελούν το πέτσωμα του βαρελιού< ιταλ. doga < ελλ. δοχή // "Ντάνα τα βαρέλια με το κεχριμπάρι και φίσκα τα τραπέζια από τους μερακλήδες της ντόγας και του ποτηριού." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ντοκουμάνης (ο) - (ναυτ.) ο αρχιθερμαστής, ο λοστρόμος της μηχανής < αγγλ. donkey man

ντόπακας (ο-η-το) - ντόπιος, ριζωμένος, αμετακίνητος, απόλυτα ντόπιος < ντόπιος (μεγεθυντικό του ντόπιο) . Από τις ελάχιστες οι αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται στην Καρίτσα Λακωνίας, αλλά και στην Κύπρο.

ντορβάς ή ντουρβάς (ο) - μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι < τουρκ. torba

ντουζένι (το) - 1. ρυθμικό μοτίβο ανατολίτικης προέλευσης στο οποίο βασίστηκε στο ρεμπέτικο τραγούδι 2. φρ. είναι στα ντουζένια του - έχει κέφια, για μουσικό όργανο είναι στο ντουζένι - είναι σωστά κουρδισμένο < τουρκ. duzen = τάξη, μουσική αρμονία

ντούζικος-η-ο - γερός, δυνατός, σφριγηλός < πιθανολόγηση: πολίτικο ντούζικο = ούζο < τουρκ.duz = ίσιος, απλός || «ντούζικος-η-ο (άραβ. δημ. ο ευθύς, ίσιος, απλούς 2) ναυτ. επί άνεμου, ο κανονικός, ο στρωτός 3) το ουδ. ντούζικο είδος ρακής» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

ντουκιάρω - 1. μαζεύω, τακτοποιώ τα δίχτυα του ψαρέματος, τα σκοινιά κ.τ.λ. σε σπείρες (ντούκες) 2. μτφ. κουλουριάζομαι στο κρεβάτι για ύπνο < βεν. ducia ντουκιαρισμένος-η-ο, ντουκιάρισμα. Λίγες αναφορές της λέξης, κυρίως με την πρώτη της έννοια, ενώ με τη δεύτερη έννοιά της, υπάρχει μία μόνο αναφορά, από Ζάκυνθο || " Έτσι, από φιλότιμο σκαλώνανε, να ρουφήξουνε ένα, στο πόδι και ύστερα να βάλουνε πλώρη για το σπίτι, να ντουκιάρουνε στο κρεββάτι, να αρχίσει από λίγο-λίγο το ρουχαλιτό, να πάρει δυνάμεις το κορμί, για να έχουνε κου­ράγιο, το μούρτζωμα, που θα αρχινούσε, από την ανάποδη­ η αντίστροφη νυχτερινή πορεία και υπερωρία." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ντουμουρούκι (το) - αντικείμενο ογκώδες, άχαρο ή παράταιρο στο χώρο και μεταφορικά άνθρωπος με τα παραπάνω χαρακτηριστικά < ;  Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, δεν αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά, ούτε πιθανολογείται κάποια συσχέτισή της.

ντουμπλές (ο) - το επαναλαμβανόμενο δύο φορές < γαλλ. double = διπλός

ντουντούνι (το) - μπαλάκι, στρογγυλός καρπός, ή αντικείμενο < ;  Λίγες αναφορές της λέξης, συνήθως αναφέρονται ως ντουντούνια τα διακοσμητικά μπαλάκια, παραδοσιακών στολών και κοσμημάτων.

ντουντουνίζω - κάνω κάποιον επαναλαμβανόμενο θόρυβο, χτυπώντας κάτι < ντουν-ντουν+ίζω ντουντούνισμα

ντούπιος-α-ο - συμπαγής, κρουστός, με μεγάλη μάζα < πιθανολόγηση: ηχομημιτική λέξη από τον ήχο ντουπ που κάνει το χτύπημα σε τέτοιο αντικείμενο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ντουράκι (το) - πέτρινο παγκάκι, τσιμεντένιο τοιχάκι που χρησιμεύει για κάθισμα < ; Με την έννοια αυτή συναντάμε τη λέξη στην Αρκαδία, ενώ βόρεια λένε ντουράκι το ύψωμα, το λοφάκι. Πιο διαδεδομένη είναι η λέξη ως τουράκι.

ντουρελέ - τρόπος δεσίματος μαντηλιού στο κεφάλι <; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, δεν αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά, ούτε πιθανολογήθηκε κάποια συσχέτισή της || «Αι νέαι, αι μεσόκοποι και αι γραίαι εφορούν επάνω εις τα μαλλιά τους το τζανούμι, τετράγωνον τεμάχιον υφάσματος σαν γάζα που το δένουν «ντουρελέ» δηλ. το διπλώνουν διαγωνίως, το βάζουν στο κεφάλι τους, γυρίζουν τις άκρες πίσω από το λαιμό και τις δένουν μετά επάνω από το μέτωπο. Το τζανούμι εφόρουν συνεχώς ημέραν και νύχτα, για να μη σκονίζονται τα μαλλιά.» (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ Ειρήνης Β. Καλπιτζή)

ντουφεκαλεύρης (ο) - 1. ο άνθρωπος που δε μπορεί να πετύχει κανένα στόχο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο άστοχος 2. αυτός που απειλεί και κάνει φασαρία μόνο στα λόγια (που ντουφεκάει με αλεύρι δηλαδή, χωρίς να κάνει κάποια ζημιά) < ντουφέκι + αλεύρι

ντράβαλο (το) - φασαρία, μπελάς, βάσανο < ιταλ. travaglio

ντρέτος-η-ο - 1. ευθύς, ίσιος 2. μτφ. για άνθρωπο ειλικρινή, ξεκάθαρο, ευθύ < βενετ. dreto < λατιν. directus ντρέτα (επιρ.) = 1. κατευθείαν, ευθέως 2. σε ίσια γραμμή, σε ευθεία

ντρίλινος-η-ο - φτιαγμένος από ντρίλι (είδος φθηνού υφάσματος) < γαλλ. drille || «...Φτηνό μπαμπακερό ύφασμα. Από την αγγλική λέξη drill. Σημαίνει μπαμπακερό ύφασμα με τριπλή ύφανση...» (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΛΛΗΝΟΡΡΑΦΕΙΑ ΦΡΑΓΚΟΡΑΠΤΑ∆ΙΚΑ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΟΡΑΠΤΑΙ»)

ντριτσάρω - μετακινώ κάτι βαρύ, σηκώνοντάς το και στρίβοντάς το λίγο από δω λίγο από εκεί για να το βάλω στο σωστό σημείο ή να το μεταφέρω ντριτσάρισμα, ντριτσαριστός-η-ο, προστ. ντρίτσα, επιρ. ντριτσαριστά < πιθανολόγηση: λατιν. diriggere = ωθώ σε ευθεία γραμμή , δίνω κατεύθυνση, οδηγώ, ιταλ. drizzare = ισιώνω, βάζω κάτι όρθιο.  Λέξη λίγο διαδεδομένη, τη συναντάμε στην Πάρο, στη Λήμνο και κάποιες φορές και ως ντριτσάρισμα του καιρού. Ως ντρίτσα σε κάποια μέρη της Ελλάδας αλλά και στην Πελοπόννησο λέγονταν το ψάθινο καπέλο. Επίσης υπάρχουν και κάποιες ελάχιστες αναφορές της φράσης «ντρίτσα-κάτσα» που θα πει υπεκφυγή, προσπάθεια απόδρασης κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

ντρουμπούνας-α-ι - άνθρωπος ξεροκέφαλος, χοντροκομμένος, που δεν κόβει και πολύ το μυαλό του < πιθανολόγηση: τρομπόνι, όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 κυρίως από τους ναυτικούς και που ήταν πολύ πιο χοντροκομμένο και βαρύ από το καριοφίλι και έπαιρνε πολλά σφαιρίδια. Ίσως λοιπόν από αυτό μεταφορικά να μεταφέρθηκε και για περιγραφή ανθρώπου όπως πιο πάνω. Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού, αν και υπάρχει επίθετο Τρουμπούνας. στην περιοχή μας είναι πολύ γνωστό και το επίθετο ντρουμπουνοκεφάλας (ο-η-το) ή ντρουμπουνοκέφαλος-η-ο   || ''...Φεύγοντας οι πειρατές του τουφέκισαν οι δικοί μας από το σπίτι του Βελιώτη, που είχε πολεμότρυπες και μια ντρουμπούνα (τρομπόνι=βαρύ κοντόκανο όπλο) (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' -Μηνάς Αναστασάκης "Τη θάλασσα την αλμυρή θα την ποτίσω μέλι")  

ντύμα (το) - το χαρτί (συνήθως μπλε κόλλα) που ντύναμε τα βιβλία και τα τετράδια του σχολείου για προστασία και για ομοιομορφία < ντύνω

ντώνω ή ξαντώνω- 1. χαλαρώνω, λασκάρω, χαλαρώνω το σφίξιμο σκοινιού 2. μτφ. ξεπιάνομαι από σωματικό πιάσιμο < πιθανολόγηση: Στο (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857) συναντάμε «Χαλαρώνω (το άλλ. ντόνω, ίσως εκ του ενδιδόω...» αρχ. < ενδίδωμι = ... υποχωρώ, ενδίδω κ.λ.π. Η λέξη συναντάται κυρίως στην Πελοπόννησο, με την έννοια χαλαρώνω, αλλά υπάρχουν και κάποιες ερμηνείες της ως αφήνω, παρατάω.

νυχτόμπασμα (το) - δυνάμωμα του αέρα κατά το νύχτωμα, ειδικά των νοτιοδυτικών ανέμων < νύχτα + μπάσιμο νυχτομπάζει (μόνο στο γ' προσ.) σχετική έκφραση "ο πουνέντης κι ο γαρμπής, να νυχτώσει και να δεις" αφού ενδέχεται οι καιροί αυτοί να δυναμώσουν μόλις νυχτώσει. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, προερχόμενες από Ιθάκη, Λευκάδα και Ναύπακτο. 

νυχτοσφυριχτής (ο) - το φίδι δεντρογαλιά < νύχτα + σφυριχτής . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η ονομασία αυτή της δεντρογαλιάς || «Όταν σε δαγκώσει φίδι λένε: Άγια Μαρίνα απ' το Μοριά και Αγιά Σοφιά από την Τήνο, δένε και χαλίνωνε τον αστρίτη, το δεντρίτη, την οχιά, την όχεντρα και το νυχτοσφυριχτή (τη δεντρογαλιά). Ο νυχτοσφυριχτής ήταν η δεντρογαλιά, που ανεβαίνει στα δέντρα και σφυρίζει όταν είναι μακριά τα παιδιά της, για να μην της τα πειράξουνε.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

νυχτούλια - οι πρώτες και οι τελευταίες ώρες της ημέρας που ακόμα δεν έχει ξημερώσει ή δεν έχει νυχτώσει καλά < νύχτα

νωμίτι (το) - κόψιμο ή γαρνίρισμα ρούχου στον σημείο του ώμου < ώμος < μεσαιωνική ελληνική νώμος < αρχ. ώμος . Σπάνια λέξη, η μοναδική αναφορά της στα Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου "ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας" όπου αναφέρεται «...ενώ της "αρχόντισσας" η φλοκάτη -τσόχινη- έχει γαρνιρίσματα γύρω εμπρός, στους ώμους -νωμίτια- και στις τσέπες» || «......Τα κορίτσια φορούσανε ποδιές με ράντες και νωμίτια, χωρίς μανίκια και μπλούζες από μέσα.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ"). Να σημειωθεί ότι από πολλούς παλιούς, αλλά και νεώτερους στη περιοχή μας, χρησιμοποιείται η λέξη νώμος αντί ώμος ||«Έβγαινε και ο Σώτος, Κολοκοτρώνης, με τις φουστανέλλες, τις βλαχόκαλτσες και με το ταγάρι κρεμασμένο στο νώμο. Τα παλαμάκια πέφτανε βροχή, αλλά και το προγκάρισμα έφτανε στον ουρανό!» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

ξαγοράρης (ο) - ο εξομολογητής, ο πνευματικός < μσν. εξαγοράρι(ο)ς < εξαγορεύω ξαγόρεμα - η εξομολόγηση κάποιου ξαγορεύω-ομαι, ξαγορεμένος-η-ο

ξαίνω - χτενίζω μαλλί, λινό κ.τ.λ., για να το κάνω κατάλληλο για κλώσιμο < αρχ. ξαίνω = χτενίζω ξάσιμο,ξασμένος-η-ο

ξαμπελίζω - ξεριζώνω τους ξερούς κορμούς των κλημάτων, τα κούρβουλα < ξε + αμπέλι  ξαμπέλισμα, ξαμπελισμένος-η-ο

ξάμπελο (το) - 1. ξερό κλήμα 2. αμπελώνας που έχει εγκαταλειφθεί ή ξεχερσωθεί < ξε + αμπέλι 3.αμπέλι έξω από τον οικισμό < έξω + αμπέλι

ξαμώνω - απειλώ κάποιον με αντικείμενο η με τα χέρια τεντωμένα προσπαθώ, επιχειρώ κάτι < μσν. εξαμώνω < λατιν. examinare = μετρώ

ξανάκακα - (επίρρ.) χωρίς κακή πρόθεση, χωρίς κακία, αθώα < επίρρ. ανεξίκακα

ξαπόστα - επίτηδες, επί τούτου< ιταλ. apposta. Από τις λίγες αναφορές της, η λέξη, φαίνεται να χρησιμοποιείται κυρίως και στα Εφτάνησα   ||  «Τη μέρα αμολυότανε με σκύλο και ξαπόστα, στη γιόμιση του φεγγαριού εφύλαγε στα πόστα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης ΡΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΤΣΑΤΙΡΕΣ)

ξαργατίζω - 1. σχολάω τους εργάτες που έχω προσλάβει, τακτοποιώντας τις εκκρεμότητές μου, πληρωμές κ.λ.π. (Μία από τις διαδικασίες του ξαργατίσματος, είναι όταν υπάρχουν συμφωνίες πληρωμής σε καρπούς συλλογής, το αφεντικό να μετράει την ποσότητα συλλογής κάθε εργάτη-εργάτριας και να δίνει το συμφωνηθέν ποσοστό καρπών)< ξε+εργάτης ξεργάτισμα ή ξαργάτισμα, ξεργατισμένος-η-ο ή ξαργατισμένος-η-ο Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά

ξαργότου ή ξάργου (επιρρ.) - επίτηδες, επί τούτου < ξάργου < φρ. εξ έργου. Η λέξη ως ξαργότου έχει ελάχιστες αναφορές, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται έτσι και στην Κρήτη, ενώ κάπως περισσότερες αναφορές υπάρχουν για το ξάργου και προερχόμενες από άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως την Αρκαδία αλλά και τον Βελβεντό Κοζάνης, καθώς επίσης αναφέρεται και σε μεταφράσεις της Ιλιάδας || «ΕΞΑΡΓΟΥ,Σ. Το γράφει Ξάργου, σύνθετον από την Εξ και το Εργον, Εξέργου, Εξέγου και Εξάργου» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832) «Εργον, κατά τροπήν του ε εις το α, ώς και το Ξάργου και Ξαργοτού (από το Eξέργου), ήγουν Εξεπίτηδες (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 1ος 1829) || " Όπως, στα παλιότερα χρόνια, ο νονός, μετά τη βάφτιση έ­βγαινε όξω από την εκκλησία και πετούσε με τις φούχτες, στο παιδοβούρβουρο, πεντάρες, δεκάρες, εικοσαράκια, πενηντα­ράκια και επιδειχτικά ξαργότου κανένα φράγκο, μία δραχμή και γινότανε σκοτωμός ποιό παιδί να βουτήξει τα περισσότερα, έτσι γινότανε και με τις γάτες στις πάγκες της αγοράς. Ποια να φάει την άλλη, να την σκίσει, για να προλάβει το πεταμένο ψά­ρι." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξαρέσκειο (τα) - το γούστο, η επιθυμία, αυτό που ορέγεται κάποιος, που αρέσει σε κάποιον < πιθανολόγηση: ξε+ αρχ. ἀρέσκεια < ἀρέσκω.  Σπάνιες αναφορές της λέξης , η μία που μπορεί να προσδιοριστεί τοπικά είναι από τη Ρόδο || "*ξαρέσκεια, τα, αυτά που αρέ­σουν, τα νόστιμα, (η εξαρέσκεια = τα ξαρέσκεια), π.χ. Ο Κώστας δεν τρώει ό,τι να'ναι, θέλει ξαρέσκεια" (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

ξαρίζω - 1. σκουπίζω, καθαρίζω 2. πετάω αριστερά-δεξιά σαν τις κότες κάνοντας επιφανειακό σκάψιμο < πιθανολόγηση: αρχ. εξορίζω (από μία από τις έννοιες του που είναι διώχνω, απομακρύνω κάτι) ή εξ + αερίζω

ξάρτια (τα) - (ναυτ.) το σύνολο των εξαρτημάτων που βοηθούν την πλοήγηση ενός ιστιοφόρου πλοίου, τροχαλίες, σκοινιά, κ.α. < εξαρτίζω < εξ = άρτιος || «ΕΞΑΡΤΙΑ, και Ξάρτια, Δ. Aξάρτια, Σ. Ελεγαν οι Γραικορωμαίοι, και ουδετέρ. πληθ. Τα εξάρτια, και θηλ. εξαρτία εξάρτισης, και άρσ. Εξαρτισμός του πλοίου, από το Εξαρτίζω. Από το βάρβαρον Ξάρτια έπλασεν ο παρακμάζων Λατινισμός το Sarcia, οι Ισπανοί το Xarcia, και οι Ιταλοί το Sarte Sartie. Έλεγαν και οι αρχαιότεροι Γάλλοι Sar chies.»

ξεβοτανίζω - ξεχορταριάζω, αφαιρώ αγριόχορτα από καλλιέργεια < ξε + ελνστ. βοτανίζω < αρχ. βοτάνη = χορτάρι ξεβοτάνισμα, ξεβοτανισμένος-η-ο

ξεγερεύω - 1. αναρρώνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από κάποια αρρώστια 2. κουράρω κάποιον ασθενή, περιποιούμαι κάποιον μέχρι να αναρρώσει < ξε + γέρος. Κυρίως στην Πελοπόννησο χρησιμοποιείται η λέξη, αλλά υπάρχουν 1-2 αναφορές και από τον Πολύδροσο Παρνασσού. 

ξεγκουσεύω - απαλλάσσομαι ή απαλλάσσω κάποιον από στενοχώρια, κίνδυνο, δυσάρεστη κατάσταση, κ.λ.π., γλυτώνω, σώζω ή σώζομαι < πρόθ. εκ + αγκουσεύω ξεγκουσεμός, ξεγκουσεμένος-η-ο. Από τις ελάχιστες αναφορές της λέξης,  φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και στην Κρήτη.

ξεκαίω - κατακαίω, καίω ολοσχερώς. Συνήθως χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή «έχω ξεκαεί» και περισσότερο μεταφορικά, ξεκαμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού με την έννοια της έμφασης που δίνει εδώ το ξε < πιθανολόγηση: ξε + καίω. || (β- δημ. πρόθεση προελθούσα εκ της εκ η εξ πρβλ. ξ- εν χρ. ως πρώτον συνθετικών λέξεων σημαινουσών 1) αντίθετον ενέργειαν του υπό του δευτέρου συνθετικού δηλουμένου, ......3) την έννοιαν της επιτάσεως, οίον ξαγρυπνώ, ξετρελλαίνω, ξεδιολεχτός, ξεδιάντροπος κτλ." ......... (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

ξεκαπίστρωτος-η-ο ή ξεκαπιστρωμένος-η-ο - αυτός που δεν έχει χαλινάρι, μτφ. αδέσποτος, ασύδοτος < ξε + καπίστρι ξεκαπίστρωμα, ξεκαπιστρώνω 

ξεκατινιάζω - φορτώνω υπερβολικά και εξαντλώ κάποιον (υποζύγιο, άνθρωπο), γίνομαι αιτία να πάθει η ράχη του ξεκατίνιασμα - εξάντληση από υπερβολικό βάρος ή κούραση < ξε (με την έννοια της έμφασης) + κατίνα = ράχη ξεκατινισμένος-η-ο

ξεκαψιάρικος-η-ο - αυτός που έχει απομείνει από φωτιά, συνήθως αναφέρεται σε ξεκαψιάρικο χωράφι, ξεκαψιάρικη έκταση, αυτή δηλαδή που δεν έχει δένδρα, που είναι ασκεπής < ξε + καψιάρικος. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Τα χωράφια εις τον Κάμπον είναι «χωματερά», «παχιά», «βαρικά» (έχουν δηλαδή κοκκινόχωμα), «ξεκαψιάρικα» (δηλαδή χωρίς δένδρα).» (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ Ειρήνης Β. Καλπιτζή)

ξεκιώνω - τελειώνω, εξαντλώ, φέρνω σε πέρας μια εργασία, μια υποχρέωση < ;  ξέκιωμα, ξεκιωμένος-η-ο. Η λέξη ως ξεκιώνω δεν χρησιμοποιείται πουθενά αλλού, φαίνεται να χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια, ως κιώνω κυρίως στην Πελοπόννησο. 

ξεκλαρίζω - κόβω τα κλαδιά από ένα δένδρο, κλαδεύω < ξε + κλαρί (κλαδί) ξεκλάρισμα, ξεκλαρισμένος-η-ο. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, χωρίς τη δυνατότητα τοπικού προσδιορισμού. 

ξεκουρβουλώνω - 1. βγάζω, ξεριζώνω τα κούρβουλα (τα ξερά κλήματα) 2. μτφ. ξεριζωμός, καταστροφή (ξεκουρβουλώθηκε ολόκληρη οικογένεια) 3.μτφ. εξάρθρωση (μου ξεκουρβουλώθηκε το χέρι) < ξε + κούρβουλο ξεκουρβούλωμα, ξεκουρβουλωμένος-η-ο

ξεκούτρουλος-η-ο - με ξεσκέπαστο κεφάλι, με γυμνή κούτρα < ξε + κούτρα ξεκουτρουλώνω, ξεκουτρούλωμα  || " Ο Γιαννόπουλος, όμως, από τα ανεβασμένα γράδα ήτανε μπρουσκαρισμένος και ζεσταινό­τανε. 'Εβγαζε, λοιπόν την τραγιάσκα και έμενε ξεκούτρουλος...." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξεκρισιάζω - ξεπερνάω την κρίση από επιθυμία ή από νοσταλγία που με είχε κυριεύσει (βλ. κρισιάζω) < ξε + κρισιάζω . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά ||*ξεκρισιάζω, απαλλάσσομαι από έντονη επιθυμία, (αντίθετο του κρισιάζω), π.χ. Ξεκρίσιαξα τα α­χλάδια, γιατί έφαγα δύο κιλά, τα βαρέθηκα" (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

ξεκωλώνω - ξεριζώνω (ξεκωλώνω κάτι θάμνους) < ξε + αρχ. κώλον = μέλος, άκρο του σώματος ιδίως το πόδι, μεγάλο κλαδί δέντρου ξεκώλωμα, ξεκωλωμένος-η-ο. Στο βιβλίο ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ αναφέρεται και ως ξεκολομπίζω

ξελάκωμα ή ξελάκισμα (το) - σκάψιμο γύρω από τον κορμό του δένδρου ή του φυτού για τον καλύτερο αερισμό των ριζών και του κορμού. Σε κάποιες καλλιέργειες και κυρίως στο αμπέλι είναι απαραίτητη η παραπάνω εργασία < ξε + λάκος ξελακώνω ή ξελακίζω, ξελακωμένος-η-ο ή ξελακισμένος-η-ο

ξελημεράω ή ξελημερίζω - περνάω όλη μου την ημέρα, σπαταλάω όλο μου το χρόνο, κάθομαι ή ασχολούμαι με τις ώρες «πάω στη θάλασσα και ξελημεράω», «έλα μαζέψου ξελημέριασες πια» < πιθανολόγηση: ξε+όλη+ημέρα ξελημέριασμα Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «-Καλά εγώ είχα πάει από μικρός, όταν πρωτοπήγα στον Πειραιά, εκεί πέρα που ήταν το βιολιατζίδικο πήγα και ξελημέραγα. Που φτιάχνανε βιολιά και λύρες κι όργανα. Και τους έπιανα και μου λέγανε κιόλας. Λέω θέλω να φτιάξω, φτιάχνω κι εγώ αλλά δεν ξέρω. Και μου λέγανε....» (Τ.Ε.Ι. Ηπείρου Σχολή Μουσικής Τεχνολογίας Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Θέμα: Κοινωνικές μεταλλάξεις και ταυτοτικά σύμβολα: Η περίπτωση της λύρας στην Ελαφόνησο Λακωνίας 1930-1960. Της σπουδάστριας: Τζερεφού Ν. Αντωνίας Επόπτρια Καθηγήτρια: Μάργαρη Ν. Ζωή)

ξελόντζα (η) - 1. πρόχειρη κατασκευή καλύβας σε χωράφια,καλλιέργειες που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος για τα αγροτικά προϊόντα,ζωοτροφές κ.λ.π. 2. υπόστεγο από κλαδιά για τα πρόβατα < ξε + λόντζα

ξελουρίζω - κόβω και τραβώ κομμάτια του μάκρους (λωρίδες) < ξε + λωρίδα ξελούρισμα, ξελουρισμένος-η-ο

ξεμαδερώνω - καταστρέφω κάτι, το κάνω κομμάτια. Κυρίως χρησιμοποιείται σαν αποτυχημένο αποτέλεσμα επισκευής κάποιου αντικειμένου < πιθανολόγηση: ξε + μαδέρια (λωρίδες ξύλου). Προφανώς αρχικά η λέξη χρησιμοποιήθηκε για ξύλινα αντικείμενα αλλά στη συνέχεια η χρήση της επεκτάθηκε σε κάθε λογής αντικείμενο ξεμαδέρωμα, ξεμαδερωμένος-η-ο.   Μόνο στην περιοχή μας φαίνεται να χρησιμοποιείται η λέξη και μοναδική αναφορά της στη σελίδα www.elika-tradition.gr.

ξεμασκουλώνω - βγάζω κάτι, ξεριζώνω, κυρίως για μέρη του σώματος (χέρια, πόδια κ.λ.π.) και γενικά και για αντικείμενα < ξε + μάσκουλο (κλέιδωση οστών) (ωνω). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη με την έννοια αυτή, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές της  από Κρήτη αλλά με την έννοια του βγάζω κάτι (πόρτα, παράθυρο) από τα μάσκουλα του.

ξεμελετημένος-η-ο - αυτός που έχει αναφερθεί, που έχει μελετηθεί, που έχει υπολογιστεί, που είναι δεδομένος, αυτός για τον οποίο έχει παρθεί απόφαση ή που έχει μελετηθεί ότι θα γίνει κάτι γι αυτόν  < ξε + μελετημένος ξεμελετώ, ξεμελέτημα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά  || «...Οι μαστόροι τότε κατεβαίνανε από τη σκαλωσιά και παίρνανε το ξεμελετημένο δώρο» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ξεμιστεύω ή ξεμηστεύω - απαλλάσσω, λυτρώνω, γλυτώνω, σώζω από μια υποχρέωση, από ένα βάρος ξεμιστεύομαι = σώζομαι, λυτρώνομαι, απαλλάσσομαι Φρ. "ο Θεός να σε ξεμιστεύει από αυτόν" < πιθανολόγηση: ξε + αμνηστεύω < άμνηστος = λησμονημένος ξεμίστεμα ή ξεμήστεμα και ξεμιστεμός ή ξεμηστεμός, ξεμιστεμένος-η-ο ή ξεμηστεμένος-η-ο. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται γραμμένη με ι αν και δεν υπάρχει κάποια  ετυμολογική σύνδεση που να το δικαιολογεί και χρησιμοποιείται επίσης στην Κρήτη || "...κ' ήταν η θάλασσα βουνό και ο αγέρα ξύδι, κι είχε Οβρηό πραματευτή και Τούρκο καπετάνιο, του λέει ο Τούρκος του Οβρηού, φταίεις και θα χαθούμε! μον' να παρακαλέσουμε μπα' και ξεμιστευτούμε..." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' -Μηνάς Αναστασάκης "Τη θάλασσα την αλμυρή θα την ποτίσω μέλι") 

ξεμονίζω - κάνω κάτι μονό (συνήθως για κάτι που είναι πλεγμένο ή μπερδεμένο, «ξεμονίζω το σκοινί», «ξεμονίζω το μαλλί» < ξε + μονό - καταλ. ίζω ξεμόνισμα, ξεμονισμένος-η-ο . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ξεμπινιάζομαι - ξεμεσιάζομαι, εξαντλούμαι, ξεπατώνομαι< πιθανολόγηση: ξε + τουρκ. bina = χτίσμα ξεμπίνιασμα, ξεμπινιασμένος-η-ο.  Από τις λίγες αναφορές της, η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται στην Μεσσηνία και στα χωριά της Μεγαλόπολης.

ξεμπουχίζω - κάνω εμετό < ξε + μπουχίζω ξεμπούχισμα.  Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ξενολάτης-ισσα-ικο - αυτός που έρχεται από τα ξένα< ξένος + αρχαίο ελαύνω = προχωρώ. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "... Ακόμα, αράζανε εκεί, ξενολάτες, περα­στικοί, που κατασταλάζανε στη Νεάπολη, για υπηρεσιακά αλισβερίσια ή για εμπορικά νταλαβέρια και τρέχα γύρευε." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξενομπάτης-ισσα-ικο - ξενοφερμένος, εκείνος που ήρθε από ξένα μέρη < ξένος + μπαίνω || " Εκείνες τις μέρες, τάφερε ο διάτανος και είχε ξεπέσει στη Νεάπολη ένας ξενομπάτης σιδεράς. Μαστόρευε υνιά, ξυνάρια, κασμάδες, πέταλα, σφυριά, τζαβέτες, περόνια και άλλα σιδε­ρένια μαραφέτια και καλλικοσφύρια." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξεξέας (ο) - αχτένιστος, αναμαλλιασμένος, ασουλούπωτος, απεριποίητος < πιθανολόγηση: ξεξαίνω επιτ. ξε‑ + ξαίνω = ανακατεύω, ξεχτενίζω (ξαίνω το μαλλί, τραβάω μέσα από το μαλλί τα άχρηστα υλικά για να το καθαρίσω με αποτέλεσμα να το αναμαλλιάζω). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

ξεξυλίζω - καθαρίζω και ξεχωρίζω τα καυσόξυλα από τα από τα κλαδάκια και τα φύλλα που έχουν πάνω τους < ξε + ξύλο (ιζω) ξεξύλισμα, ξεξυλισμένος-η-ο. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, χωρίς την ακριβή ερμηνεία, υπάρχει το ρήμα και σε κάποιες αναφορές από Κρήτη, αλλά με την έννοια χτυπώ ελαφρά τα κλαδιά για να μην σπάσουν και προκειμένου να πέσουν οι ελιές.

ξεπελαγιάζω - πελαγώνω, πνίγομαι από υποχρεώσεις, δουλειές, έξοδα, φασαρίες κ.λ.π. < πιθανολόγηση: ξε + αρχ. πελαγίζω (πέλαγος)= σχηματίζω θάλασσα ή λίμνη, λέγεται για ποτάμι που έχει υπερχειλίσει, σε συνδυασμό με το πελαγώνω και το πέλαγος ξεπελάγιασμα, ξεπελαγιασμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ξέπεσμα (το) - (ναυτ.) η μετατόπιση του σκάφους από τον αέρα ή το ρέμα όταν αυτό είναι σταματημένο, για ψάρεμα ή άλλο λόγο, αλλά και κατά την πορεία του < ξεπέφτω ξεπέφτω, ξεπεσμένος-η-ο

ξεπυτίζω - πεινάω πολύ, ξελιγώνομαι από την έλλειψη φαγητού < πιθανολόγηση: (όπως βλέπουμε σε κάποια παλιά λεξικά) υπάρχουν οι λέξεις πυτίζω (από το πτύω) και πύτισμα (συχνό πτύσμα), ίσως λοιπόν το ξεπυτίζω να έχει να κάνει με αυτό, με την έννοια ότι τρέχουν πολύ τα σάλια μου από την πείνα ή μπορεί να προέρχεται από την πυτιά, την οποία παίρνουν αδειάζοντας το στομάχι του ζώου (δηλαδή έχει αδειάσει το στομάχι μου τελείως), με δεδομένο ότι στα Βάτικα χρησιμοποιείται και το ρήμα πυτιάζω με την μεταφορική έννοια του χορταίνω, γεμίζω το στομάχι. Μοναδική αναφορά της λέξης, προερχόμενη από τα Βέρβενα Αρκαδίας.

ξέρα (η) - ναυτ. 1. βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας ή που βρίσκεται λίγο κάτω από αυτήν αλλά προεξέχει του υπόλοιπου βυθού με αποτέλεσμα τα νερά πάνω από αυτόν να είναι αβαθή και κατά συνέπεια επικίνδυνα για τα διερχόμενα σκάφη 2. βραχώδης έκταση του βυθού άλλοτε μεγάλη, άλλοτε μικρότερη σε οποιοδήποτε βάθος (μεσοπέλαγες ξέρες) και στην οποία λόγω της σύστασης της συγκεντρώνονται ψάρια και έτσι είναι περιζήτητος τόπος για τους ψαράδες < ;  ξηρά ή ξερός

ξεράδι (το) - 1. ξερό κλαδί φυτού ή δέντρου 2. μτφ. χέρι ή πόδι (κάτω τα ξεράδια σου) < μσν. ξηράδα < ξηρός

ξέρια (η) - αναβροχιά, ξηρασία < ξερός || «Ο Νοέμβριος μέχρι της Μεσοσπορίτισσας (21 Νοέμβρη) θα έχει ξέριες» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ξεριάς (ο) - χείμαρρος που ξεραίνεται όταν δεν τροφοδοτείται από νερά βροχής < ξερός

ξερικός-η-ο - 1. αυτός που αναπτύσσεται ή παράγεται χωρίς πότισμα (φυτά) 2. αυτός που δεν ποτίζεται (ξερικό χωράφι, ξερικός τόπος) < ξερός -ικός

ξερολιθιά (η) - τοίχος χτισμένος με πέτρες χωρίς λάσπη, δαμάκι < ξερός + λίθος

ξερομαχισμένος-η-ο - αυτός που έχει ξεραθεί και έχουν ανοίξει οι αρμοί των ξύλων που είναι κατασκευασμένος, π.χ. βάρκα που έχει μείνει στη στεριά πολύ καιρό ή βαρέλι που έχει μείνει άβρεχτο και έχουν ξεραθεί με συνέπεια να ανοίξουν οι αρμοί των ξύλων τους ξερομάχισμα, ξερομαχάω, ξερομαχώ < πιθανολόγηση: ξερός + μάχη (σαν αποτέλεσμα της μάχης με τον ήλιο και την ξηρασία). Ελάχιστες αναφορές της λέξης, μία εκ των οποίων σε εργασία του τμήματος ναυπηγών-μηχανικών του ΤΕΙ Αθήνας  || " Διψασμένη η πολύκλωνη κουστωδία και ξερομαχισμένη, άπλωσε τα χέρια στα αφρισμένα ποτήρια να καλαφατίσει τα σωθικά της." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξεροτρόχαλο (ο) - τοίχος που έχει χτιστεί με πέτρες μόνο χωρίς συνδετικό κονίαμα, ξερολιθιά < ξερός + τροχάλα (πέτρα)  || «ΞΕΡΟΤΡΟXAΛΟΣ, Σ. Τοίχος κατασκευασμένος από τροχάλας ήγουν πέτρας ξηράς, χωρίς πηλόν ή άσβεστον. Τρόχαλος, Τρόχμαλος, και κάποτε Αιμασιά, το εκ χαλίκων οικοδομημένον τειχίον, ήγουν φραγμός κ.τ.λ.», όθεν ονομάζομεν και Φράκτην τον Ξεροτράχαλον. Ζ. Τροχάλα» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ξεσκουλάρω - γλυτώνω, ξεμπερδεύω από κάποιο κίνδυνο, από κάτι επικίνδυνο (καλά την ξεσκουλάραμε, είδα κι έπαθα να ξεσκουλάρω) < πιθανολόγηση: ξε + σκουλάρω (αδειάζω τα νερά από τη βάρκα, δηλαδή τελειώνω με το σκουλάρισμα, οπότε πέρασε ο κίνδυνος για τη βάρκα και για το πλήρωμα) ξεσκουλάρισμα, ξεσκουλαρισμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ξεσπαρώνω - εξομαλύνω, τακτοποιώ, συνέρχομαι ξεσπάρωμα < πιθανολόγηση: ξε + αρχ. σπαίρω= ασθμαίνω, αγκομαχώ, τινάζομαι σπασμωδικώς, σπαρταρώ (λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ.). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "Αργότερα, μετά το αλληλοφάγωμά (μας), που βασανίζει το έθνος και που ακόμα δεν έχει ξεσπαρώσει, γινήκανε εκλογές και είχε βγει νικητής από τις κάλπες το κόμμα που γουστάριζε ο Μπανάνης" (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξεσπυρνίζω - διαλέγω κουκί κουκί, σπόρο-σπόρο < ξε + σπόρος ξεσπύρνισμα, ξεσπυρνισμένος-η-ο

ξεσυνέρια (η) ή ξεσυνέριο (το)  - η προστριβή, η παρεξήγηση, η άμιλλα με την έννοια: «γιατί εσύ κι όχι εγώ» < αρχ.  εκ+συν+ έρις ξεσυνερίζομαι 

ξετέλεια (τα) - τελειώματα,ξεμπερδέματα,συν. στην έκφρ. "καλά ξετέλεια< πιθανολόγησηεπιτ. ξε‑ τελειώνω. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ξετονίζω - 1. λασκάρω , χαλαρώνω 2. εκτείνω (ξετονίζω το σκοινί της άγκυρας, δηλ.το εκτείνω μέχρι να χαλαρώσει) < ξε τονίζω = προέλκω, ρυμουλκώ < ουσ. τόνος«ναυτικό σχοινί» ξετόνισμα, ξετονισμένος-η-ο || «Φουντάρισε, αρόδο, στη Νεάπολη, γιατί, τότε, δεν υπήρχε η τσιμεντένια σκάλα που υπάρχει σήμερα και όλο το αλισβερίσι γίνεται από αυτή. Ξετόνισε μερικά κλειδιά αλυσίδα, σκορτσάρισε στο «απίκο» και ύστερα, σαν την μπούζα, με το συμπάθιο, που είναι τα μαστάρια της καργαρισμένα με γάλα και πέφτουνε πάνω τους λιμασμένα τα μπουζόπουλα και τηνέ ξαλαφρώνουνε με το βύζαγμα, έτσι έγινε και με το «ΛΑΚΩΝΙΑ».» (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξετσανίζω - φέρομαι απείθαρχα, το παρακάνω, ξεπερνώ με τη συμπεριφορά μου τα επιτρεπόμενα όρια, είμαι άτακτος, φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν < εκ + ομηρ. τανύω =εκτείνω, τεντώ­νω, τανίζω, απλώνω ξετσάνισμα, ξετσανισμένος-η-ο. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, μία από τους Σοφάδες Καρδίτσας, μία από Κέρκυρα και μία από τους Σαρακατσάνους (https://el-gr.facebook.com/o.phlampouras/posts/430174663842962), απ' όπου και η ετυμολόγηση. 

ξετσουμίζω - ζωντανεύω, αναζωογονούμαι ξετσουμισμένος-η-ο ξετσούμισμα < από το Γαρδίκι Φθιώτιδας βλέπουμε τη λέξη τσουμίζω να σημαίνει σκοτώνω και τσούμα το νεκροταφείο και από τα Ποντιακά το τσουμίζω να σημαίνει στραγγίζω. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, με μία να προέρχεται από τον Πολύδροσο Παρνασσού.

ξεφταλαγιάζω - ξεκουφαίνω με φασαρία, αναστατώνω με φωνές και σαματά ξεφταλάγιασμα, ξεφταλαγιασμένος-η-ο< πιθανολόγηση: ξε + αφτί + αλλαλάζω. Λίγες αναφορές της λέξης, προερχόμενες από Καλάβρυτα Αχαΐας, Γαργαλιάνους Μεσσηνίας και Μάκιστο Ηλείας || "Καμιά δεκαριά παλληκαρόπουλα ξεκοκκαλίσανε τη γάλισσα, κατεβάσανε και τη στάθμη του κουτελίτη στο βαρέλι και ξεφταλαγιάσανε τον κό­σμο με τα κακαρίσματά τους." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ξεχωνιάζω - 1. Σκάβω βαθιά στη γη (ξεχώνιασμα αμπελιού, ξεχώνιασμα πατάτας κ.λ.π.) 2. βρίσκω κάτι μετά από εντατικό ψάξιμο, κάτι που ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί < ξεχώνω ξεχώνιασμα, ξεχωνιασμένος-η-ο || «Το χωράφι που θα φυτεύανε το αμπέλι, το ξεχωνιάζανε (σκάβανε βαθιά), το ισιώνανε και το καθαρίζανε» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ξίγκικος-η-ο - λειψός, λιποβαρής, δοσμένος με τσιγκουνιά. Η λέξη συναντάται και ως ξύγκικος-η-ο, πιθανά συνδυάζοντάς την με το ξύγκι (υπολογίζοντας και το ξύγκι με το καθαρό κρέας), αλλά πιο πιθανή είναι η εκδοχή να προέρχεται από το ξίκικος, το οποίο είναι και το πλέον διαδεδομένο και αυτό από το τούρκικο eksik || « Άμα δεν ήταν ευχαριστημένοι από τη δουλειά του, το το δίνανε ξίγκικο (λειψό) το μερτικό του (δηλαδή μισό στάρι, μισό σκύβαλα) του χαραμιτζή.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ξινάρι (το) - αξίνα < μτγν. αξινάριον < αρχ. αξίνη

ξιναρολός (ο) - σκαφτιάς, αυτός που χρησιμοποιεί το ξινάρι < ξινάρι + καταλ. λος (η οποία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό και με μερικά άλλα επίθετα τονίζοντας κάποιο χαρακτηριστικό ή συνήθεια ή ιδιότητα π.χ. τσιγαρολός = αυτός που καπνίζει πολύ, που του αρέσει πολύ το τσιγάρο, κρυολός =αυτός που κρυώνει εύκολα, κρυουλιάρης). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || «Μαζί με τους γεωργούς ακολουθούσαν και οι «ξυναρολοί» (οι σκαφτιάδες), όπως του έλεγαν, οι οποίο θα έσκαβαν τις άκρες του χωραφιού στα σημεία που δε μπορεί να περάσει το ζευγάρι για να σκεπαστεί ο σπόρος του σταριού.» (Γιάγκος Κοντός-ΕΝΑΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ)

ξιπίρι (ο-η-το) - αυτός που είναι ειδικός, που γνωρίζει πολύ καλά < εξπέρ < expert. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ξόβεργο (το) - 1. βέργα με κολλώδη ουσία για την παγίδευση πουλιών 2. ιδιωμ. πιάστηκε στα ξόβεργα (σαγηνεύτηκε) < μσν. ξόβεργα < αρχ. ιξός + μσν. βέργα  || «EΞΟBEPΓON, Λέξις σύνθετος από το ιξός και το Ρωμ. virga (verge), σημαίνουσα ραβδίον αλειμμένον με ιξόν. ΙΞΟΣ, ύλη κολλώδης χρήσιμος εις άγραν πουλίων Iξος, Ελλ. Eσημείωσε και το Iξώδης, Σ. και το ουσ. ουδετ Ιξώδες.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ξόδι (το) - 1. εκφορά νεκρού, κηδεία 2. ο θρήνος για το θάνατο αγαπημένου προσώπου < αρχ. εξόδιον < εξόδιος < έξοδος ξωδιάζω

ξόμπλι (το) - 1. σχέδιο κατ' αντιγραφή κάποιου άλλου, συνήθως για κέντημα και διακόσμηση υφασμάτων 2. η διακόσμηση, το κέντημα 3. μτφ. η κακολογία (το «στόλισμα») 4. παράδειγμα, υπόδειγμα 5. απόδειξη, σημάδι, ένδειξη ξομπλιάζω, ξόμπλιασμα, ξομπλιάστρα, ξομπλιστός-η-ο < μσν. εξέμπλιον < μτγν. έξομπλον < λατιν. exemplum = παράδειγμα || «ΞΟMΠΛΙΟΝ (Ξόμπλι, Σ.Δ.) με συνών. Παράδειγμα, Από το Ρωμ. exemplum (exemple, modele, patron) Παράδειγμα, Τύπος, Eλλ.Ζ. Προκέντημα» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832) || «Ξόμπλι (από το Λατιν.exemplum, το οποίον ο Ησυχ. Κατεχώρισεν ως Γραικορωμαΐκόν: «έξομπλον, ίσον) Ο Κυριλ. Το γράφει Έξεμπλον και το εξηγεί δια του υπόδειγμα, μίμημα. Ο δε Πορφυρογ. Εξέμπλιον. «Εσωφόρια διαφόρων χροιών και εξεμπλίων» ίδε κεντίδι και παράδειγμα.» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

ξοχάρα ή ξωχάρα (η) - ως ξοχάρα λέμε τα αγριόχορτα που βγαίνουν συνήθως στις άκρες των χωραφιών ή των δρόμων και τα οποία είναι λεπτά και ψηλά, όπως τα φυτά αυτά που μοιάζουν με άγρια στάχυα και βγαίνουν την Άνοιξη στις άκρες των δρόμων ή σε ακαλλιέργητα χωράφια. Στην Ελαφόνησο λένε και τα φυτά που υπάρχουν στους αμμόλοφους στις παραλίες του Σίμου και των Νησιών της Παναγίας και μοιάζουν με λεπτά βούρλα < πιθανολόγηση: αρχ. εξοχή (πράγμα προεξέχον ή λήγον εις αιχμήν). Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται κάπου αλλού, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά ||«Ξοχάρα είναι τα φυτά στους αμμόλοφους που κρατάνε την άμμο. Αυτά τα κόβαμε ή μάλλον τα βγάζαμε με τη ρίζα και τα χρησιμοποιούσαμε για μονωτικό υλικό στα πρόχειρα καλύβια, ή για να προστατεύσουμε αντικείμενα, ξυλεία κ.λ.π.. καθώς και για σκίαστρα. Αν πάλιωναν τα αντικαθιστούσαμε. Στα καλύβια τα τοποθετούσαμε αρχίζοντας από το κάτω μέρος της στέγης, στερεώνοντάς τα κάθετα με βέργες ροδοδάφνης και προχωρούσαμε σειρές-σειρές προς τα πάνω» (πληροφ. Λάμπρος Δημ.Μέντης, Ελαφόνησος) || «-Όχι τίποτα. Στα καλύβια κείνα εκεί χάμου που είν' τα μανούσια. Εκείνα ήταν σκεπασμένα με ξωχάρα και με ξύλα, κάτι κέδρους.» (Τ.Ε.Ι. Ηπείρου Σχολή Μουσικής Τεχνολογίας Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Θέμα: Κοινωνικές μεταλλάξεις και ταυτοτικά σύμβολα: Η περίπτωση της λύρας στην Ελαφόνησο Λακωνίας 1930-1960. Της σπουδάστριας: Τζερεφού Ν. Αντωνίας Επόπτρια Καθηγήτρια: Μάργαρη Ν. Ζωή)

ξορίζομαι - μτφ. παρασέρνομαι από τον αέρα σε μακρινό σημείο και συνήθως όταν είμαι στη θάλασσα, < εξορίζομαι ξορισμένος-η-ο, ξόρισμα, ξωρίζει (ο αέρας ή η θάλασσα)

ξυγκοκέρι - ύφασμα εμποτισμένο σε λιωμένο ξύγκι και στη συνέχεια τυλιγμένο σε σχήμα κεριού, που άναβε εύκολα σαν κερί και δεν έσβηνε εύκολα < ξύγκι + κε­ρί

ξυγκόχωμα - χώμα το οποίο έχει την ιδιότητα να βαστιέται σαν μάζα και να μην τρίβεται < πιθανολόγηση: ξύγκι (λόγω ομοιότητας) + χώμα. Η λέξη δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού, μοναδική αναφορά της σε ένα παλιό βιβλίο οινολογίας του 1842, όπου αναφέρεται: «Τας χαραμάδας, σχισμάς ή τρύπας, αν ήθελον φανή, φράττονται με πελεάνια, στουπί, κιμωλίαν γην ή ξυγκόχωμα......» ||«...Για σκεπή βάνανε πλάκες ή κλαριά από θάμνους του βουνού και τα σκεπάζανε με χώμα. Αυτό ήτανε το δώμα. Διαλέγανε ξυγκόχωμα κίτρινο ή κόκκινο και το κοπανίζανε πάνω στο χώμα με κόπανο για να λιώσουνε οι μπάφες...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

ξυδέας (ο) - κρασί που έχει αρχίσει να χαλάει και να παίρνει τη γεύση του ξυδιού και γενικά κρασί που δεν είναι πετύχει και έχει άσχημη γεύση και μυρωδιά < ξύδι

ξυλάρμενος-η-ο - 1. (ναυτ.) δίχως άρμενα, σκέτος, χωρίς τα μέσα να πορευτεί 2. μτφ. μόνος, χωρίς στήριγμα ή υποστήριξη < ξύλο + άρμενο ξυλαρμένισμα, ξυλαρμενίζω

ξυλίκι (το) - 1. θαμνώδες φυτό 2. παιδικό παιχνίδι 3. μακρύ και λεπτό κυλινδρικό ξύλο με το οποίο ανοίγουν φύλλο μαγειρικής < ξύλο

ξυλοκέρατο (το) - το χαρούπι < ξύλο + κέρατο ξυλοκερατέα ή ξυλοκερατιά = χαρουπιά

ξυλόκοτα (η) - 1. ονομασία πτηνού, μπεκάτσα 2. μτφ. η γυναίκα που έχει μακριά και πολύ αδύνατα πόδια, μακροκάνα < ξύλο + κότα (σαν ξύλο ονομάζεται το ράμφος της με το οποίο σκάβει τη γη) || «ΞΥΛΟΚΟΤΑ, ουσ. θηλ. Σ. Ξυλόρνιθα, Δ. Ξυλόρνιθον, ουδετ.Σ. ορνιθοσκαλίδη θηλ.Σ. Ασκολόπακας. Εις το τελευταίον μόνον έμειναν ίχνη της παλαιάς ονομασίας, Ασκολόπαξ και Σκολόπαξ. Ωνομάσθη ούτως δια το μακρόν του ρύγχος παρόμοιον σκόλοπος. Δια την αυτήν αιτίαν πιθανόν ότι και Ξυλόκοττα και Ξυλόρνιθα, ήγουν όρνιθα Κόττα ξύλον φέρουσα. Το ορνιθοσκαλίδα, διότι σκαλίζει βαθύτερον την γην, εμπήγουσα το ρύγχος.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

ξυλοκρατώ - η λέξη ετυμολογικά < ξύλο + κρατώ, σημαίνει κρατώ το ξύλο. Τη λέξη αναφέρει ο Γ.Ν.Μιχαλέτος στο βιβλίο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' - "Η γλώσσα των Βατίκων") ως εξής: // «ξυλοκρατώ, κρατώ το ξύλο (της παγίδας), δε λειτουργώ σωστά, σκέφτομαι παράξενα, είμαι ιδιό­τροπος». Από τις μοναδικές άλλες αναφορές που υπάρχουν και τις οποίες παραθέτω πιο κάτω, φαίνεται ότι έχει προέλθει από το κράτημα του ξύλου του κανταριού, έτσι ώστε να μη ζυγίζει σωστά και να ωφελείται προφανώς ο έμπορος και πιθανά κατ' επέκταση να αναφέρεται σε όποιον δεν λειτουργεί σωστά  //«ξυλοκρατεί η ζυγαριά» δε ζυγίζει καλά «ΖΩΓΡΑΦΕΙΟΣ ΑΓΩΝ» - ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΝΤΑ ΕΝ ΤΩ ΝΥΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩ ΛΑΩ-1896» του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΛΟΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ // «...ξυλο-κρατώ, κρατώ ξύλο, για το καντάρι που δεν κινείται πάνω κάτω και δε ζυγίζει καλά [Πελοπόννησος-Βούρβουρα] Ν.Π.Ανδριώτη «ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ-1956»

ξυλοφάγι ή ξυλοφάι (το) - λίμα για ξύλα < ξυλοφάγος

ξυστρί (το) - όργανο με το οποίο ξύνουν το τρίχωμα των ζώων < μτγν. ξυστρίον < ξύστρον < ξύω

ξωλάθρα ή ξελάθρα (η) - άγονη γη, χωράφι που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί λόγω της σύστασης του εδάφους του (πετρώδες κ.λ.π.), ή που είναι ασκεπές και ακαλλιέργητο. Πολλές φορές μέσα σε τέτοια χωράφια υπήρχαν και κάποια κομμάτια που μπορούσαν να καλλιεργηθούν, όπως αναφέρεται και πιο κάτω: « έκταση αγροτικής γης με νησίδες καλλιεργήσιμης γης μέσα σε πετρώδες έδαφος < ομηρ. λάθρα < λανθάνω = μένω απαρατήρητος, κρυμμένος (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Η λέξη ως ξωλάθρα δεν χρησιμοποιείται πουθενά αλλού, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά και υπάρχουν μόνο ελάχιστες αναφορές της προερχόμενες από τα Κύθηρα,  ως ξελάθρα, και με την ίδια έννοια 

ξωκλαρίζω - 1. ανεβαίνω πιο ψηλά από τα άλλα κλαδιά του δένδρου, αναπτύσσομαι γρηγορότερα 2. μτφ. για παιδί ή νέο άνθρωπο που ψηλώνει απότομα < έξω + κλαρί  ξωκλάρισμα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "ξωκλαρίζω, ανεβαίνω πιο ψηλά από τα άλλα κλαρ(δ)ιά του δέν­δρου, μεταφορ. ψηλώνω πολύ. Λέ­με. Ξωκλάρισε το παιδί, δηλ. ψή­λωσε πολύ. Ξωκλάρισμα, το, η προς τα πάνω και έξω (πέρα) από τα άλλα ανά­πτυξη."(ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

ξωλασία (η) - 1. ανεμελιά, ξενοιασιά, 2. η άνεση, η άπλα και η ευχαρίστηση που σου προσφέρει το να βρίσκεσαι σε εξωτερικό χώρο και ιδίως στη φύση   < ιταλ. sollazzo = διασκέδαση, τέρψη (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ) ή πιθανολόγηση: στο λεξικό (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ) συναντάμαι τη λέξη εξελασία = το βγάλσιμο των ζώων έξω για βοσκή. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ξωμάχος (ο) - αυτός που εργάζεται στους αγρούς, αγρότης < έξω + μάχομαι