Λ

λάβδανο ως λωλός

λάβδανο (το) - οπιούχο φάρμακο, κατευναστικό για τους κοιλιακούς πόνους < λατιν. lavdanum < αρχ. λάδανον-λήδανον

λαβουμάνο (το) - 1. (ναυτ.) ο νιπτήρας των πλοίων 2. γενικά ο νιπτήρας < ιταλ. lava-mano

λαβρίζομαι - καίγομαι, θερμαίνομαι, γίνομαι καυτός < λάβρος.  Μοναδική αναφορά στη σελίδα της Ακαδημίας Αθηνών (https://greek_greek.enacademic.com) || "*λαβρίζομαι, θερμαίνομαι, ζεσταί­νομαι, καίγομαι, αρχ. ε. λ. λάβρος = ζεστός, θερμός. Κατάρα. Να κα­ούν και να λαβριστούν οι φονιάδες" (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")

λαγάρα (η) - το υγρό που έχει καθαρίσει από διάφορες ξένες ουσίες και έχει γίνει διαυγές και καθαρό < λαγαρός ||«λαγάρα (η άλλ. κρατητήρα, κυρ. λαγαρισμένο κρασί ή εκείνο που στάζει μόνο του πριν το πάτημα των σταφυλιών (πρότροπος, άτραπος, πράμνειος) οίνος, πρόχυμα, πρόουρον» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857) || «λαγάρα (η) δημ. υγρόν απηλλαγμένον πάσης ξένης ουσίας, κατασταλαγμένο, διαυγές, καθαρόν '' επί οίνου, ο μετά την ζύμωσιν καταστάς διαυγής : κρασί λαγάρα...» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

λαγαρά (τα) - τα ψαχνά κάτω από τα πλευρά ανθρώπου ή ζώου < αρχ. λαγαρός = 1.χαλαρός, εξασθενημένος, ισχνός, κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλευρά ζώου, σε Ξεν.· κατά τ λαγαρώτατον, στο ασθενέστερο και μάλλον ανυπεράσπιστο μέρος, σε Πλούτ. 2. ισχνός, χαλαρός, υποχωρητικός, σε Ξεν. «'τα' κ. δημ. τα κάτωθεν των πλευρών μαλακά μέρη του σώματος, οι λαγόνες, ο κενεών...» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

λαγαρός-η-ο - διαυγής, καθαρός, διάφανος (για υγρά), χωρίς προσμίξεις (για στερεά) < αρχ. λαγαρός λαγάρισμα, λαγαρίζω, λαγαρότητα, λαγαρισμένος-η-ο

λάγγεμα (το) - σκίρτημα, τρέμουλο, πετάρισμα ιδιαίτερα από ερωτικό πόθο (λαγγεύει η καρδιά του) αλλά και όχι μόνο (λαγγεύει το μάτι μου) < μσν. λαγγεύω < αρχ. λαγγάζω = σκιρτώ, πηδώ

λαγήνι (το) - στάμνα, κανάτι < μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον < λάγυνος || « Λαγήνι (τούτου συμπεραίνεται η παραγωγή της υπό το Λάας, ο λίθος), αγγ. Λάγη(γυ)νος η, υδρία, αμφορεύς, στάμνος, (ο και η), βίκος (σώζεται η λέξις εις την Πελοπόννησον), κρωσσός (η) ...» (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

λαγιαρνί (το) - το αρνί που έχει μελανό τρίχωμα < λάγιος (ίσως από το λαγός, με αρχική σημασία αυτός που έχει το χρώμα του λαγού, γκρίζος) + αρνί

λαγιάζω - 1. συσπειρώνομαι, μαζεύομαι 2. κρύβομαι < αρχ. λαγάζω λαγιάτης-ισσα-ικο = αυτός που κρύβεται

λαγονεύω - στήνω ενέδρα, παραφυλάω < λαγός (παραφυλάω για λαγό)

λαγουδέρα (η) - (ναυτ.) ξύλινο ή μεταλλικό εξάρτημα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του καταστρώματος και στρίβει το τιμόνι των σκαφών, το αρχαίο δοιάκι < ίσως ισπαν. alargadera = προέκταση ή λαγουδέρα = ξύλο σαν κόπανος που κυνηγούσαν λαγούς (λόγω ομοιότητας;)

λαδάς (ο) - (ναυτ.) ο τρίτος μηχανικός του καραβιού, που είναι υπεύθυνος για τη λίπανση της μηχανής < λάδι

λαδικό (το) - εκτός από τη γνωστή έννοια της λέξης, στα Βάτικα το χρησιμοποιούμε και μεταφορικά για κάποιον που είναι λέρα, που όπου και να τον πιάσεις "λαδώνεσαι" (λερώνεσαι) αλλά και για κάποιον που δημιουργεί ή που υποδαυλίζει καταστάσεις "που ρίχνει λάδι στη φωτιά" < λάδι

λάζος (ο) λάζο (το) - 1. είδος σουγιά που συμπτύσσεται στη λαβή, με διχαλωτή λεπίδα < αραβ. lahz < μσν. λάζα < μτγν. λάζος < ίσως από το Λαζός = ο κάτοικος της Λαζικής 2. ξεχερσωμένος τόπος < σλαβ. laz

λαζεύω - καθαρίζω τη γη, κόβοντας τους θάμνους και τα άγρια φυτά < λάζος ή αρχ. λάσιος = θαμνώδης κατάφυτος λαζεμένος-η-ο, λαζεμα. Λέξη με ελάχιστες αναφορές, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στη Ρηχιά Λακωνίας, στην Ηλεία και στη Μεσσηνία.

λαίμαργο (το) - κατακόρυφος και ζωηρός βλαστός δένδρου, μη καρποφόρος. Οι βλαστοί αυτοί, όταν πετάνε στο λαιμό του δέντρου είναι οι παραφυάδες, όμως πετάνε και στον κορμό του δέντρου, στα μπράτσα και στα σημεία καμπής του. Στα ηλικιωμένα δέντρα αποτελούν το σημάδι του γεράσματος του δέντρου, ότι έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται προβλήματα στην κυκλοφορία των χυμών προς τα επάνω και προς τα κάτω. Είναι το κουδούνι που ειδοποιεί να αρχίσει λίγο-λίγο το κλάδεμα ανανέωσης < λαίμαργο < αρχ. λαιμαργία

λαιμιακά (τα) - η περιοχή του λαιμού και τα όργανά του (συνήθως χρησιμοποιείται στην έκφραση "με πονούν τα λαιμιακά μου") < λαιμός . Σπάνια χρησιμοποιούμενη λέξη, με ελάχιστες αναφορές, μία εκ των οποίων από την Φολόη Ηλείας.

λαιμοκάρδιασμα (το) - βγάλσιμο, πιάσιμο του λαιμού < λαιμοκαρύδιασμα λαιμοκαρδιάζω, λαιμοκαρδιασμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

λαίρμας (ο) - ο πολύ ψηλός άνθρωπος, με μακριά άκρα και με ψηλό λαιμό < ομηρ. λαίτμα = το μεγάλο βάθος της θάλασσας (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

λάινα (η) - 1. στάμνα, κανάτα, λαγήνι < μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον < λάγυνος < ιταλ. lagena 2. η σειρά πραγμάτων ή ανθρώπων, η γραμμή κατά τη στοίχιση < αγγλ. line

λαίνα ή λένα - πετρώδες σημείο του βυθού μικρού πλάτους 2-3μ. και μήκους 10-15μ. με μικρό ύψος < ομηρ. λάινος-η-ο = λίθινος < λάας-λας (ο) = ο λίθος (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ). Γνωστή είναι στους ψαράδες η τοποθεσία «Λαίνες» στο βυθό έξω από την παραλία Νερατζιώνα, όπου υπάρχουν τέτοιες πετρώδεις λωρίδες. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, εκτός της παρακάτω: «λένα (η) δημ. ύφαλος λόφος άμμου μετά χαλίκων ακινήτων επί του θαλασσίου βυθού ' ταινίοι ύφαλοι όμοιας συστάσεως. (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

λάκκα (η) - ανοιχτό ίσιο μέρος μέσα σε δάσος ή σε ανώμαλο τόπο, ξέφωτο κοιλότητα του εδάφους, γούβα < λάκκος < λακκί

λακριντί (το) - κουβεντολόι, φλυαρία < τουρκ. lakirdi = συνομιλία, φλυαρία

λακώ ή λακίζω - φεύγω, απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια κυρίως μπροστά σε εχθρό, αντίπαλο ή κίνδυνο, το σκάω < ελνστ. λακώ = σκάω ή μσν. γλακώ = τρέχω < ελνστ. εκλακώ < εκ- λακώ, λακίζω

λαλαγγίδα (η) - τηγανίτα με αλεύρι και χόρτα < αρχ. λαλάγγη η λαλάγγιον < λαλαγέω, λαλάζω = ηχώ, κάνω θόρυβο.

λάλλα (η) - πλακουτσωτή και λεπτή πέτρα σαν αυτές που πετάμε στην επιφάνεια της θάλασσας για να κάνει αναπηδήσεις παράλληλα με αυτή < αρχ. λας = πέτρα '' «ΛΙΛΑΔΙ ουσ. ουδ. με συνών. Χοχλάκι, Χαλίκι, Σ, το δε πληθ, Λιλάδια με συνών. Λιθάρια, Σ. λίθοι μικροί. Από το Λας, υποκορ. Λαδίον (ώς από το Δάς Δαδίον), και με διπλασιασμόν της αρχικής συλλαβής Λιλάδιον. Του διπλασιασμού ίχνη σώζονται εις τον Ησύχιον «Λάλλαι- Λάλλας λέγουσι τας παραθαλασσίους και παραποταμίους ψήφους». (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

λαλλόκρυφτο (το) - παιχνίδι που παίζεται από δύο ομάδες, με στοιχεία από το εφτάπετρο και το κρυφτό < πιθανολόγηση: λάλλες (πλακουτσωτές πέτρες) + κρυφτό. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

λαλούδα (η) - ο κολοκυθοανθός < πιθανολόγηση:λαλούδι<λουλούδι. Στη Μάνη ως λαλούδες ή σωστότερα λαλλούδες, λέγονται τα μεγάλα βότσαλα των παραλιών, ονομασία που έχουν να κάνουν με την λάλλα και το αρχ. λας = πέτρα. Στον τόπο μας, οι λαλούδες, είναι οι γνωστοί κολοκυθοανθοί και το φαγητό που γίνεται από αυτούς, γεμίζοντάς τους με ρύζι, τυρί κ.λ.π. 

λαλούμενα (τα) - τα όργανα λαϊκής ορχήστρας < λαλώ

λαμνί (το) -σωρός από στάχυα στο αλώνι μετά το λίχνισμα, σε σχήμα παραλληλόγραμμο < Στη σελίδα lexikolefkadas.gr/lamni-to/ αναφέρεται ως ετυμολογία: ιταλ. lamina) = βλαστός, τρυφερὸν στέλεχος, φύλλον, αλλά δεν ξέρω αν μπορεί όντως να είναι έτσι, με δεδομένο ότι η λέξη χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα || «Έτσι στη μια μεριά του αλωνιού μαζεύανε τον καρπό σε λαμνί...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

λαμνοκόπος (ο) - ο κωπηλάτης, αυτός που τραβάει κουπί < λάμνω + κόπος '' λάμνω = κοπηλατώ λάμνω (τραβώ κουπί), ρ. αμ. (εκ του) ελάυνω (κώπην και μονολεκτ.) κωπηλατεύω, ερέσσω(-ττω) (ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ -Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου 1857)

λαμπάς (ο) - η μία από τις δύο κάθετες πλευρές κουφώματος, στις οποίες μπαίνει η ψευτόκασα ή η πρόκασα και η κάσα (ξύλινη ή μεταλλική) μιας πόρτας ή ενός παράθυρου < ;

λαμπαδόρος (ο) - μέλος πληρώματος του γρι-γρι, επιφορτισμένος με το άναμμα και το σβήσιμο των λαμπών που χρησιμοποιούνται για το ψάρεμα με αυτό τον τρόπο < λάμπα + -δόρος (< βεν. κατάλ. -dore), πρβλ. λουστρα-δόρος, τρακα-δόρος] '' "...Τις λάμπες που ανάβουν πλέον με ασετυλίνη και αντικατέστησαν τα παλιά πυροφάνια, χειρίζονται οι λεγόμενοι λαμπαδόροι...." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ'- Ελευθέριος Π. Αλεξάκης "Μορφές αλιείας στη Νοτιοανατολική Λακωνίας (Βάτικα) )

λαμπαδοχυτός-η-ο - με κορμί ευθυτενές, στητό και περήφανο σαν λαμπάδα < λαμπάδα + χυτός

λαμπηδόνα ή λαμπυρίδα (η) - πυγολαμπίδα < λάμπω

λαμπίκος (ο) - 1. αποστακτήρας 2. καθετί καθαρό και διάφανο < μσν. λαμπίκον < αραβ. alambik < ελλ. άμβυξ επιρ.λαμπίκο

λαμπούρδα (η) - το φούντωμα της φωτιάς, η μεγάλη φλόγα < πιθανολόγηση:  ισπαν. lombarda = κανόνι ή ιταλ. lampatina = φωτιά. Μια άλλη ετυμολόγηση δίνεται στο βιβλίο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") :*λαμπούρδα, η, μεγάλη φωτιά. Λάμπω, λαμπυρίς - λαμπυρίδα- λα-μπύρ(ι)δα - λαμπούρδα" λαμπουρδώνω, λαμπούρδωμα, λαμπουρδωμένος-η-ο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

λαμπούτα (η) - (ναυτ.) ξύλινο εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιούν για να κάνουν θόρυβο χτυπώντας το πάτωμα της βάρκας, με σκοπό να τρομάξουν τα ψάρια και να πέσουν στα δίχτυα (βλ. βολάζω) < ;

λανάρι (το) - όργανο για το ξάσιμο του μαλλιού < λανάριον < μσν. λανάριος < λατιν. lanarius = εριουργός λαναρίζω, λανάρισμα, λαναράς

λάντζα (η) - βάρκα διαμορφωμένη για να μεταφέρει επιβάτες και εμπορεύματα < ιταλ. lenza λαντζιέρης

λαντουρίζω ή λαντουρώ - ψεκάζω, καταβρέχω, ραντίζω < ραντουρώ (με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -λ-) < ραντίζω. Κατ' άλλη άποψη, < άχρηστο ραντώ + ουρώ. Κατά την ίδια άποψη, το  ραντίζω  σήμαινε  ράντισμα με  καθαρό υγρόενώ το ραντουρώ με μολυσμένο υγρό ή ράντισμα που  γινόταν  με  σκοπό  την  καταφρόνηση  ή  την ενόχληση], λαντουριστός-η-ο, λαντούρισμα

λαπάρα ή λαμπάρα (η) ή λαπάρι (το) - 1. η κοιλιακή χώρα 2. κοιλιά ζώου (ως φαγητό) < αρχ. ουσ. λαπάρα

λάπατο ή λάπαθο (το) - είδος φαγώσιμου χορταρικού κατάλληλου για πίτα < ισπαν. lapato < λατιν. lapathum < ελλ. λάπαθον

λάου λάου - 1. κρυφά, με μεγάλες προφυλάξεις, σιγά σιγά 2. με επιδεξιότητα, με πονηριά και γλυκό τρόπο < λάγου λάγου < λαγός

λαρδί (το) - χοιρινό λίπος παστό ή καπνιστό < μσν. λαρδίον < μσν. λάρδος < λατιν. laridum

λαρούγγι (το) - λαρύγγι < λάρυγγας

λαρουγγιά (η) - η κίνηση του λάρυγγα όταν καταπίνουμε, η γουλιά < λάρυγγας

λασκάδα (η) - (ναυτ.) 1. δυνατός αέρας που πνέει πλάγια από την πρύμνη 2. ιστιοδρομία με τέτοιο αέρα 3. επίρρ. αρμενίζω λασκάδα < λάσκος

λάτα (η) - 1. ορθογώνιο δοχείο από λαμαρίνα 2. ντενεκές που μεταφέρουν νερό ή λάδι < ιταλ. latta < αρχ. λάταξ = χάλκινη φιάλη λάτινος-η-ο = τενεκεδένιος-α-ο. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη δυτική, καθώς και στα Εφτάνησα.

λατάνισμα (το) - Στο βιβλίο (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") αναγράφεται: "*λατάνισμα, το, έντονο θήλασμα για την απορρόφηση των τελευταί­ων σταγόνων γάλατος, π.χ. τα κα­τσίκια λατάνισαν από το βυζί όλο το γάλα, δεν άφησαν σταγόνα. *λατανώ, βυζαίνω δυνατά και το τελευταίο γάλα (αρχ. λ. λάταξ = σταγών (όχι μόνο οίνου)" . Στο διαδίκτυο υπάρχουν 2-3 αναφορές της λέξης ως "Λατάνισμα = Το τάϊσμα - θήλασμα των αρνιών / κατσικών από άλλες προβατίνες / κατσίκες για συμπλήρωμα. Αντίστοιχα, Λατανάω". Οι αναφορές αυτές προέρχονται από Κρήτη, την Τήνο και το Μαλανδρινό Φωκίδας. Ψάχνοντας για την αρχ. λέξη λάταξ φαίνεται ότι σε κάποια αρχαία κείμενα αναφέρεται σαν χάλκινη φιάλη, δοχείο, αλλά κυρίως περιγράφεται ως τα υπολείμματα (μεγάλες σταγόνες) κρασιού στον πάτο του ποτηριού συμποσίων με τα οποία έπαιζαν οι συμμετέχοντες ένα παιχνίδι το οποίο αποτελούσε μέρος ή παραλλαγή του παιχνιδιού "κότταβος".

λατίνι (το) - 1.τριγωνικό πανί βάρκας 2. πλοίο με τριγωνικό πανί < λατιν. αlatus < ala-ae = φτερούγα || «...Σα φτάσανε ανάμεσα δύο νησάκια, Παυλοπέτρι και Σταυρό, έπεσε το πελαγίσιο αεράκι, ξεφούσκωσε το λατίνι και κόπηκε ο δρόμος της βάρκα όξω από την μπούκα του λιμανιού.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λάφτακας (ο-η-το) - αυτός που τα θέλει όλα δικά του, που δε χορταίνει με αυτά που έχει αποκτήσει και ζητά όλο και περισσότερα < πιθανολόγηση: λάπτω = πίνω όπως ο σκύλος με τη γλώσσα, γρήγορα και λαίμαργα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά

λάφτω - 1. πίνω με τη γλώσσα, όπως τα ζώα 2. μτφ.τρώω γρήγορα, χλαπακιάζω< αρχ. λάπτω. Λέξη συνήθως προερχόμενη από την Πελοπόννησο, αλλά συναντάται και στη Θεσπρωτία καθώς και στην Κρήτη με την έννοια φεύγω, δραπετεύω 

λαχτοπατάω - κλοτσάω, τσαλαπατάω < αρχ. λαξ = δια του ποδός, με το πόδι (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ) λαχτοπάτημα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, εκτός αυτής στην παρακάτω σελίδα: https://pwpl.lis.upatras.gr/index.php/pwpl/article/view/65/112 (Η σύνθεση στο ιδίωμα των Μεγάρων, Μαρίας Κολιοπούλου) όπου αναφέρεται : λαχτοπατάω < λαχτ(ώ) πατάω, χτυπαώ και πατάω κάποιον.

λεβάντες ή λεβάντης (ο) - ανατολικός άνεμος <ιταλ. levante. Στα Βάτικαχρησιμοποιούμε τον όρο λεβαντιέρα, για τον δυναμωμένο λεβάντε, ο οποίος το χειμώνα πολλές φορές ρίχνει έντονη και σε μεγάλη διάρκεια βροχή, καθώς το λεβαντίνι, για τονελαφρό λεβάντε. Η λεβαντιέρα, φαίνεται να είναι σε χρήση και στα Κύθηρα, αλλά και σε όλα τα Εφτάνησα και τις απέναντι ακτές γρεγολεβάντες = βορειοανατολικός άνεμος, σοροκολεβάντες = νοτιοανατολικός άνεμος 

λεβάρω - τραβάω από τη θάλασσα μέσα στη βάρκα σκοινί, πετονιά, δίχτυα κ.τ.λ. <ιταλ. levare (πρόσταγμα «λέβα»), λεβαρισμένος-η-ο, λεβάρισμα || «...Βίρα στο βίρα, λεβάρισμα στο λεβάρισμα, γιώμισε το αμπάρι βλάχους....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λεβέτι (το) - τέντζερης, καζάνι < μτγν. λεβήτιον, υποκορ.του αρχ. λέβης || «Δασωμένες, σκιερές πλατύφυλλες μουριές, πιτύκια από κοπανισμένη φλούδα πεύκου και βρασμένη σε μεγάλο λεβέτι, που βουτούσανε μέσα δίχτυα και παραγάδια, για να δέ­σουνε και να γίνουνε απέθαντα και να βαστάνε τα ψάρια....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λεβούρι (το) - το συνάχι < ; Η λέξη έχει ελάχιστες αναφορές μία στην ουσία με την έννοια αυτή, προερχόμενη από την Ανδρίτσαινα και 1-2 από Μεσσηνία αλλά με την έννοια του φλόμου (φυτού) || '' Αρρώστιες που πιάνουν τα μωρά είναι: η γρίπη, το λεβούρι (συνάχι) και η γλυκιά (ιλαρά)..." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "Στοιχεία Λαϊκού Πολιτισμού")

λέζα (η) - (στη φράση «πληρώνω τη λέζα») πληρώνω το τίμημα, τη ζημιά < ίσως ιταλ. lesione = βλάβη, ζημιά «...πιθανόν να προέρχεται από το λατινικό ILLAESUS = αβλαβής που σημαίνει το τίμημα που πληρώνει κάνεις για να εξέλθει αβλαβής δηλ. χωρίς να τιμωρηθεί ποινικά. Γενικότερα η ζημιά. Το i του illaesus (προφ. Ιλέζους) εκλήφθηκε ως θηλυκό άρθρο > η λέζους > η λέζα. (Άρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr) ή «...λέζα (η) δημ. χαρτοπαικτικός όρος του παιγνιδιού πικέτου, δηλών τας υπό του παίκτου πλείονας λήψεις (χαρτωσιές)» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

λελέκι (το) - 1. το πουλί πελαργός, λέλεκας 2. μτφ. πολύ ψηλός και αδύνατος άνθρωπος 3. μεγάλο θεριστικό δρεπάνι < τουρκ. leylek

λελές (ο) - λεπτεπίλεπτος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας < ίσως τουρκ. lale = τουλίπα

λεμές (ο) - αλήτης, παλιάνθρωπος < τουρκ. elleme = τα άχρηστα υλικά που δεν περνούν από το κόσκινο

λεντία (η) - (ναυτ.) σκοινί το οποίο χρησιμοποιείται για να κρατιέται το σκάφος πλαγιοδετημένο και να αποφεύγονται, όσο γίνεται, οι μετακινήσεις του από τον αέρα ή το κύμα < ; Σπάνια χρησιμοποιείται πλέον η λέξη, έχει επικρατήσει η αγγλική ορολογία «spring». Παρακάτω περιγράφεται και ως τεχνική αγκυροβολίας προκειμένου το σκάφος να κρατηθεί αγκυροβολημένο με το πλάι, παράλληλα στην ακτή ή στο μώλο || « Μώλος εκείνη την εποχή στη Νεάπολη δεν υπήρχε, γι αυτό φουντάραμε κάτω από το καφενείο του Παναγιώτη με το σύστημα της λεντίας. Λεντία λέμε στη ναυτική γλώσσα τη διαδικασία ενός τρόπου αγκυροβολίας που γίνεται ως εξής: Πριν ρίξεις την άγκυρα δένεις πάνω στο χαλκά της ένα σκοινί. Στη συνέχεια ρίχνεις της άγκυρα κι αρχίζεις να λασκάρεις καδένα και σκοινί μαζί και πριν φτάσεις στη στεριά παίρνεις το σκοινί στη πρύμνη και το σκάφος έρχεται παράλληλα με τη στεριά...» (ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΣΤΗ ΝΕΑΠΟΛΗ - Βασίλη Μιχ.Λιάρου, από το βιβλίο του «Ταξιδεύοντας με το σκάφος «Βύρων») || «Tα Tουρκικά πλοία ήταν φουνταρισµένα σε σχήµα ηµισελήνου, µε τα springs τους δεµένα στα cable τους. (Σ.Σ. Έδεναν ένα σχοινί από την πρύµνη του σκάφους και το άλλο άκρο του το έδεναν µε "µπόστο" στον κάβο ποντίσεως της άγκυρας ώστε βιράροντας από την πρύµνη να γυρίζουν το πλοίο όπως ήθελαν και να εκµεταλλεύονται όλα τα πυροβόλα της συγκεκριµένης πλευράς που θα έριχνε άσχετα από την διεύθυνση του ανέµου. Aυτός ο λεπτός χειρισµός προϋποθέτει µεγάλη ναυτική ικανότητα, στο Πολεµικό Nαυτικό µε την καθαρεύουσα τους τον λένε "πλαγιοδέτηση", και στο Eµπορικό "λεντία"» (https://akovos.gr/AkobosPeriodiko/Teuxos16/HMaxiTouNavarinouEdwardKodringtan.pdf?i=1)

λέντιον (το) - η μπροστοποδιά του μάγειρα, λινό ύφασμα, ποδιά < μτγν. ουσ. λέντιον. < λατιν. linteum. Σπάνια λέξη, με λίγες αναφορές και αυτές κυρίως από εκκλησιαστικά έγγραφα καθώς και ως μέρος της ενδυμασίας των δόκιμων μοναχών || «λέντιον (το) (λατ./ μτγν, μσν. κ. νεώτ. λινή οθόνη, ύφασμα λινούν, μάκτρον : ιδ. εκείνο το οποίον περιζώννυται τις προς εργασίαν, ποδιά, μπροστέλλα (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)" ||" Ο μπάρμπα-Μίμης ξεζώστηκε το λέντιον, την μπροστοποδιά, ένιψε τα χέρια του, σταυροκοπήθηκε, είπε, ήμαρτον Κύριε, συχώρεσέ με, άνοιξε τα πορτοπαράθυρα του μαγέρικου να αερίζεται και να καθαρίσει από τις τσίκνες, μιά και τέτοια μέρα κανείς δεν αρτευότανε ούτε και με λαδερά φαγητά, ούτε και δρόσιζε με κρασί τον καταπίτη του." (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λέσι (το) - ψοφίμι, δυσοσμία, βρόμα< τουρκ. les

λεύκη (η) - μορφή δερματοπάθειας που εκδηλώνεται με εκτεταμένες λευκές κηλίδες < αρχ. λεύκη

λεφούσι (το) - πυκνό πλήθος στρατιωτών, γενικά πυκνό πλήθος < ίσως τουρκ. nufus = πληθυσμός, με ανομοίωση του ν σε λ

λεχούδι (το) - νεογέννητο βρέφος < αρχ. λεχώ < λέχος = κρεβάτι

λεχρεμιές (ο) - λεχρίτης, άνθρωπος τιποτένιος, ανάξιος < αρχ. λέχριος = λοξός (αλλά τη χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και ως βρισιά με την έννοια του σημερινού λεχρίτη). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

ληνός (ο) - μικρό χτίσμα σε σχήμα δεξαμενής ή μεγάλο ξύλινο κιβώτιο που μέσα σ' αυτό πατιούνται τα σταφύλια για να βγει ο μούστος, πατητήρι < αρχ. ληνός

λιακό (το) - το λιακωτό, προσήλια βεράντα ή μπαλκόνι < μσν. ηλιακόν < ήλιος 

λιανός-η-ο - λεπτός, ισχνός (λιανά) = α) μικρά κομμάτια από ένα διαμελισμένο σύνολο β) (για χρήματα) τα ψιλά, τα κέρματα (τα κάνω λιανά) = εξηγώ λεπτομερώς < μσν. λιανός < λεί(ος) -ανός λιανίζω, λιάνισμα, λιανισμένος-η-ο

λιανομαρίδα (η) - 1. η ψιλή μαρίδα 2. μτφ. η πιτσιρικαρία, παρεά μικρών παιδιών < λιανός + μαρίδα

λιανόματα (ο) - μικρά ζώα, κατσίκια, αρνιά, ψάρια κ.τ.λ. < λιανός || «...Ανάλογα με τον τόπο, φόρτωνε ε­πιβάτες, λούπινα, βοϊδινά, κρεμμύδια, φυστικία, λάδια, χοιρι­νά με το συμπάθιο και λιανόματα και ό,τι άλλο ευδοκιμούσε και καλλιεργιότανε σε κάθε τόπο....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λιανοπούλι (το) - λιανεμπόριο, πώληση μικρών ποσοτήτων στη λιανική < λιανός + πουλώ

λιάπικο (το)- πρόχειρο ρούχο, ρούχο χειρωνακτικής δουλειάς < πιθανολόγηση: από τους Λιάπηδες, αλβανική φυλή που την θεωρούσαν κατώτερη από άλλες. Η λέξη με την παραπάνω έννοια, δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού.

λιγαδούρα (η) - 1. λευκό λεπτό σκοινί στην στολή του πολεμικού ναυτικού που φοριέται περαστό στο λαιμό σαν γραβάτα 2. (ναυτ.) λεπτό σκοινί που χρησιμοποιείται για περίδεση, πολλές φορές εμποτισμένο με κάποιο υλικό σαν πισσαρισμένο προκειμένου να κολλάει < πιθανολόγηση: ιταλ. legare = δένω μαζί σφίγγω, δένω με σκοινί legatura = δέσιμο, τρόπος δεσίματος

λιγκρίζω - προκαλώ λιγούρα με την επίδειξη φαγητού < πιθανολόγηση: λιγουρίζω <λιγούρα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. || «... Πολλές βολές, τους λιγκρίζανε, από την κουζίνα και άλλα φαγητά και βορδωνιζότανε ο κόσμος και έπεφτε ακράτητος στο δεύτερο και στο τρίτο πιάτο....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λιδόνα (η) - είδος χταποδιού, με χαρακτηριστικά μακριά και λεπτά πλοκάμια, τα οποία έχουν μία σειρά βεντούζες και όχι δύο όπως τα κανονικά χταπόδια, το οποίο δεν τρώγεται αλλά χρησιμοποιείται για δόλωμα κυρίως στα παραγάδια. Αλλού λέγεται μελιδόνα ή μοσχοχτάποδο < βυζ. μεληδόνη η καλή. Η ονομασία «λιδόνα» φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιείται πουθενά αλλού

λιλί (το) - 1. το παιχνίδι που προκαλεί την προσοχή και την επιθυμία του βρέφους να το πάρει στα χέρια του 2. το περιττό στολίδι, το κόσμημα που δεν είναι απαραίτητο αλλά επιθυμητό < αρχ. λιλαίομαι = επιθυμώ, ορέγομαι, ποθώ

λίμα (η) - ανυπόφορη πείνα λιμάζω, λιμασμένος-η-ο λιμάρης-α-ικο < αρχ. λιμώσσω < λιμός

λιμάρι (το) - μικρός σωρός από στάχυα, ποσότητα στοιβαγμένου σταριού < ; ||«Αρχινάγαμε τον όργο και έβουζε το δρεπάνι . Περισσότερο εμείς οι γυναίκες θερίζαμε, οι άντρες δένανε τα δεμάτια και φτιάχνανε τις θημωνιές ή τα κουβαλάγανε στ΄αλώνια. Όσο πιάνει το χέρι ήταν ένα χερόβολο. Έξι χερόβολα κάνανε ένα λιμάρι. Και τρία λιμάρια ένα δεμάτι. Αν δεν τα βάζαμε καλά απ΄την αρχή τα στάχυα κατά μέσα, τα λιμάρια και τα δεμάτια δεν γίνονταν καλά. Από κει βγαίνει «κι εσύ κακό χερόβολο κι εγώ κακό λιμάρι»...» (https://lispolydrosou.blogspot.gr/2015/05/blog-post_31.html)

λιμό (το) - 1. το άχρηστο χαρτί στο παιχνίδι της πρέφας και γενικά στην χαρτοπαιξία 2. μτφ. άχρηστο, χωρίς αξία αντικείμενο αλλά κυρίως άχρηστο επιχείρημα, χωρίς αξία πράξη, μη πειστικός λόγος ή δικαιολογία. Συνήθως χρησιμ. στον πληθ. λιμά < ;  λιμαδούρα (η) = σκαρταδούρα

λιμοκοντόρος-ισσα-ικο - αυτός που κρύβει τη φτώχεια του ή και την πείνα του πίσω από επιδεικτικούς τρόπους και εμφάνιση < λιμοκόντης = πεινασμένος κόμης

λίμπα - (επιρ.) 1. τα έκανε λίμπα = τα έκανε άνω κάτω, τα έσπασε όλα 2. (για πράγματα) έγιναν λίμπα = γέμισαν μέχρι πάνω, σκεπάστηκαν με νερό (για πρόσωπα) έγινα λίμπα = βράχηκα, έγινα μούσκεμα < λέμβος < τουρκ.limba = είδος βάρκας < ιταλ.limbo, limbo < λίμπα : μεγάλο δοχείο μεταφοράς ή φύλαξης υγρών (π.χ. λαδιού) (www.kalavrytanews.com)

λίμπερτι (το) - (ναυτ.) είδος σκάφους που αναπτύχθηκε μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο < ; " Στην Ελλάδα κατασκευάστηκαν τα πρώτα Λίμπερτι στη Σύρο και στο Πέραμα, σαν σκάφη επαγγελματικής αλιείας. Η πλώρη τους είναι επικλινής με μεγάλο ξεκλάδισμα στην περιοχή του καταστρώματος και η πρύμη τους διπλής καμπυλότητας κατά το διάμηκες. Λόγω της σφαιρικότητας της πρύμης τους η κατασκευή τους παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες. (sites.google.com/site/greekboatplans/ articles/traditional-boats-part-b)

λίμπερα (η) = τοπική ονομασία του ψαριού κυνηγός, το οποίο έχει κατά περιοχή διάφορες ονομασίες όπως λαπόρδα, λαμπούκα, λαγός, μπακίρι κ.λ.π.< πιθανολόγηση: ιταλ.liberta επειδή γυρίζει παντού ελεύθερα και απρόβλεπτα.

λίμπερτος-η-ο - ελεύθερος, ανεξάρτητος, ανεξέλεγχτος < ιταλ.liberta = ελευθερία. Σπάνια χρησιμοποιούμενη λέξη με ελάχιστες αναφορές, μία από αυτές από τον Πόρο || «....... θα χαλούσε η τάξη και αφού δεν θα είχε αφεντικό να της τραβάει τα καπίστρια σύμφωνα με τα συμφέροντα του, για το που θα φτάσει το αγώϊ, τότε, θάμενε λίμπερτη και πιά, τι χαμπάρια μάστορα.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λιμπί (το) - οι όρχεις και γενικότερα η συκωταριά < λιμπά τα = όρχεις < λιμβός ή [από το Λατινικό ρήμα libo, που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα λείβειν = σπενδειν ,εκχύειν, βρέχειν, συνήθως στάγδην. Κν χύνω. Από την κοινή ινδοευρωπαϊκή ριζα λιβ- Παράγωγα από το αρχαίο ελληνικό ρήμα λείβω (www. stougiannidis.com)] || «Στα «μά­τια» της στόφας, χουχουλάζανε οι κατσαρόλες και τα τσικάλια με τους καπαμάδες, τα πιλάφια με τα ξυγκωμένα αρνίσια κρέα­τα, οι πατσάδες, χοιρινό με σέλινο, κοκκινιστές πατάτες, φασο­λάκια, μπάμιες, μελιτζάνες και κολοκύθια με άνιθο, μαϊντανό και μάραθο, τζιγέρια, λιμπιά τηγανιτά, μαρίδες και λιανόψαρα......» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λιμπίζομαι - 1. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, ποθώ κάτι (πράγμα) 2. ποθώ κάποιον ερωτικά (πρόσωπο) 3. λαχταρώ < μσν. λιμβίζομαι < μτγν. λιμβός = λαίμαργος

λινατσού (η) - κάτι ανάλογο της κουρελούς, χοντρό ύφασμα για στρώσιμο δαπέδου, φτιαγμένη από λινάτσα < λινάτσα < λινάρι. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά ||"Λινατσούδες κατά το σχήμα ήσαν όπως οι κουρελούδες, αλλά από λινάρι διαφόρων χρωμάτων." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

λιξιά (η) - απληστία, λαιμαργία < ουσ. λίξης + κατάλ. ‑ιά

λιξιάρης-α-ικο - άπληστος, λαίμαργος λιξουριά = απληστία, πλεονεξία λιξουριάρης-α-ικο = άπληστος, λαίμαργος, «λιγούρης»: λίξουρος, λίξευρος = α) άπληστος, πλεονέκτης β) λαίμαργος, λιχούδης < ουσ. λιξούρα <ουσ. λίξης + ‑ούρα < λείχω

λιογκάρι ή γιογκάρι - είδος ταμπουρά, λέγεται και μπουλγαρί και ήταν γνωστό από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας < ; // «Μην είναι κλέφτες στο βουνό, μην είναι χαραμήδες και ξεφορτώσουν τ' άλογο και πάρουν το λιογκάρι;» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

λιοκόκκι (το) - το κουκούτσι της ελιάς μετά την σύνθλιψη στο ελαιοτριβείο, ή αλλιώς πυρήνα < ελιά + κόκκος

λιτριβιάρης (ο) - ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου, αλλά και αυτός που εργάζεται σε αυτό < λιτριβειό < λιοτρίβι < ελαιοτριβείο. Λέξη με λίγες αναφορές προερχόμενες κυρίως από Πελοπόννησο // «Οι αργάτισσες παίρνανε το μερτικό τους, Ένα κείνες-δύο ο νοικοκύρης του χωραφιού. Όταν μαζεύανε όλες τις ελιές , τις κουβαλούσανε με τσουβάλια πάνω στα ζα στο λιτριβειό. Τότες είχαμε δυο λιτριβειά συνεταιρικά. Είχανε δυο βόλια, μεγάλες στρογγυλές πέτρες και στη μέση ξύλινη κολόνα. Δένανε σ' ένα μακρύ ξύλο, συνέχεια της κολόνας το άλογο και καθώς το ζο γύριζε έλιωνε τις ελιές που βάζανε ανάμεσα στις πέτρες. Από το λιωμένο παίρνανε τον πυρήνα, που το λέγανε λιοκόκι. Αυτό το ρίχνανε να το φάνε οι κότες ή στη φωτιά για καύσιμη ύλη. Οι λιτριβιαραίοι πληρωνόντουσαν λιγότερο από 10% με λάδι. Τους δίνανε φαγητό και κρασί...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεόνωγλου «ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»)

λιχανός (το) - το δεύτερο δάχτυλο του χεριού, ο δείκτης < αρχ. λιχανός < λείχω

λίχνη (η) - 1. σκόνη, σύννεφο σκόνης ή υγρασίας 2. το νέφος σταγονιδίων που σηκώνεται από τη θάλασσα από τον δυνατό αέρα < λιχνίζω (από το σύννεφο που σηκώνεται κατά το λίχνισμα του σιταριού) Εκφρ. «αυτός είναι του διαόλου και της λίχνης» (δηλαδή του διαόλου και της ανακατωσούρας, της θολούρας)

λιχνίζω - 1. τινάζω ψηλά το σιτάρι με το λιχνιστήρι για να το ξεχωρίσω από τα άχυρα 2. κοσκινίζω 3. μτφ το ψάχνω πολύ, το σκέφτομαι πολύ 4. για δυνατό αέρα «λιχνίζει τη θάλασσα» < λικμάω < λικμός = κάνιστρο λίχνισμα, λιχνιστής

λογάω - υπολογίζω, λογαριάζω, στοχάζομαι. Συνηθισμένη ερωτηματική φράση «τι λογάς;» < αρχ. λογίζομαι

λόγγος (ο) - δάσος πυκνό από θάμνους, με άγρια βλάστηση, δύσβατο < μσν. λόγγος < αρχ. σλαβ. Longu || «ΛΟΓΓΟΣ, Λάχμη, ήλη, και Δρυμός, Λόχμη. Σύμφυτος τόπος, ή κρύφιμος, δασείαν ύλην έχων κ.τ.λ. λέγει ο Ησύχιος. Λέγει και αλλού, «Υλη. σύμφυτος τόπος και Ύλιγγες Λώγχαι» το όποιον ίσως ήτο Λόχμαι ή και Λόγγαι.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

λόιδα (η) - τούφα από τρίχες των μαλλιών είτε ανθρώπων είτε ζώων που πετάει ή επειδή είναι αχτένιστη ή επειδή είναι πιο μακριά < ; Λίγες σχετικά οι αναφορές της λέξης, σε κάποιες αναφέρονται και ως «τα λόιδα» και σε κάποιες ως πυκνά φλόκια σε υφαντά.

λοιδοριά (η) - είδος θάμνου αειθαλούς που μοιάζει με το πουρνάρι. Τα φύλλα του αποπνέουν βαριά και άσκημη οσμή. Κατά τη λαϊκή παράδοση από το ξύλο της λοιδοριάς, που είναι γνωστή περισσότερο ως αλιντουργιά, έφτιαξαν το σταυρό που σταύρωσαν τον Χριστό. Δεν καίγεται εύκολα και έχει πολύ έντονη μυρωδιά κατά την καύση < ; || «Στα χωριά μας εξόν από ελιές, είχαμε πλατάνια, κυπαρίσσια, καρυδιές, μουριές, συκιές, μυγδαλιές, κλήματα, λοιδοριές, χαρουπιές, λούπινα κ.α.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

λοιπάζω - χρωστάω, οφείλω (παθ.) λοιπάζομαι μένω έλλειμμα, απομένω ως υπόλοιπο < αρχ. λοιπάς = υπόλοιπο, καθυστέρημα έλλειμμα οφειλής . Περιορισμένης χρήσης λέξη, αν και αναφέρεται σε κάποια παλιά λεξικά δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού || " λοιπάζομαι μελ. άσομαι- έχω έλλειψη τινός... θα λοιπασθώμεν ψωμί...ελοιπάσθη χρήματα (ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ Αντωνίου Ηπίτη 1909) || λοιπάζομαι παθ. μένω οπίσω καθυστερώ, μένω έλλειμμα υπόλοιπο... (ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ LIDDEL & SCOTT) ||*λιπάζομαι, έχω έλλειψη, π.χ. Του λιπάζονται του ανθρώπου πολλά χρήματα για να κτίσει το σπίτι του. Δεν έχει τη σημασία του λιπαίνω, αλλά του λείπω (υπολείπομαι).(ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων")

λόπι (το) - σπέρμα φασολιών, γενικά το φασόλι (σήμερα βράζω λόπια) < λόβι < λουβίον || «ΛΟΥΒΙ, Σ. το περικάρπιον των οσπρίων, Λοβίον, υποκορ. του Λοβός ΛΟΥΒΙΟΝ, ούτως ωνόμαζαν, τον Δόλιχον. Δόλιχος του Θεοφράστου, είναι τα σήμερον λεγόμενα Φασώλια. Αλλα Γλ φέρουν, «Λόβια, fasiolia, fasioli ». Λόβια ελέγοντο, κατά συνεκδοχήν, είδος τι λεπτών φασωλίων, ως τρωγόμενα με τους λοβούς, ως όντα όλως λοβοί» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

λοστρόμος (ο) - (ναυτ.) ναύκληρος (υπαξιωματικός εμπορικού ή πολεμικού πλοίου, υπεύθυνος για τις εργασίες του καταστρώματος, της πρόσδεσης κ.λ.π. < ιταλ. nostromo

λουλάς (ο) - η εστία του ναργιλέ ή της σύριγγας για το κάπνισμα του όπιου και του χασίς < τουρκ. lula

λουμί (το) ή λουμάδα (η) - καινούργιο τρυφερό κλαδί δένδρου, βλαστάρι < λουμάκι = ξύλο βλαστού < λειμάκιον < αρχ. λείμαξ = λειμών, λιβάδι ή τουρκ. Olmak = γίνομαι. Η λέξη ως λουμί έχει ελάχιστες αναφορές, μία από την Δρυόπιδα Κύθνου, το ίδιο ως λουμάδα που το συναντάμε στη Σαντορίνη, ενώ ως λουμάκι συναντιέται πιο συχνά, στα Εφτάνησα και στην Αρκαδία // «.... Δυό σουσούμια είχε ο γέρο-Παράξενος που τονέ κάνανε να ξεχωρίζει από τα άλλα λουμιά, τα άλλα κλωνά­ρια της υπόλοιπης ανθοδέσμης....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λουμίνι (το) - το φιτίλι του καντηλιού < βενετ. lumin

λούμπα (η) - 1. λάκκος, λακκούβα (συνήθως με νερό) 2. Μτφ. α) στημένη παγίδα β) απροσεξία, φρ. «πέφτω στη λούμπα» < αλβαν. luba = λάκκος

λούπα (η) - μικρός μεγεθυντικός φακός < γαλλ. loupe

λούρα (η) - 1. βέργα από κλαδί θάμνου 2. μεγάλο λουρί 3. μεγάλη ζώνη από δέρμα < λουρί < λωρίον < λώρος

λουσέρνα (η) - λάμπα πετρελαίου ή λαδιού, καντηλέρι < ιταλ.luserna '' " Μόλις μούρτζωνε, πριχού να ανάψουνε τα λυχνάρια και οι λουσέρνες, -οι λάμπες του πετρελαίου-, πέρνανε το ντορό, για του Χάδιαρη." (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

λούτα (η) - θηλυκό γουρούνι < πιθ. σχετ. με το λατ. lutum < ισπαν. laton - latona. Ελάχιστες αναφορές της λέξης, φαίνεται να χρησιμοποιείται και στην Κρήτη, ενώ στην Κύπρο χρησιμοποιείται ως λόττα

λούτσα (η) - 1. κοιλότητα του εδάφους που συγκεντρώνονται τα νερά (υπάρχουν και σχετικά τοπωνύμια, λόγω της παραπάνω ιδιότητας της περιοχής, όπως π.χ. η περιοχή που βρίσκονται τώρα το νηπιαγωγείο και ο παιδικός σταθμός Νεάπολης) 2. εκφρ. "έγινα λούτσα" = καταβράχηκα < σλαβ. luza < αλβ. luce, Lluce < ελ.λούουσα || ''ΛΟΥΤΖΑ, ούσ. θηλ.Σ.Πλυνοί αρσ. πληθ. Ελλ. (lavoir), « Πλυνοί, πύελοι, ένας τάς έσθητας έπλυνον, ή βόθροι, » όπου πλύνουσι » λέγει ό Ησύχιος, Είναι λοιπόν από την θηλ. μετοχ. Ελλ. Λούουσα, κατά συγκοπήν Λούσα, και χυδ. Λούτσα. (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

λοχεύω - πειράζω, ενοχλώ, κεντρίζω < λόγχη || «'Αλλο δεν είχε στο νου του, παρά πώς να λοχεύει, να κεντά, να πειράζει τον κόσμο και να κάνει με τα αστεία του, τους ανθρώπους, να γελούνε.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»

λυκούτσαρδος (ο) - καλικάντζαρος < ; Τοπική ονομασία του καλικάντζαρου που σπάνια συναντάται αλλού, το μόνο σχετικό που υπάρχει είναι σε κάποιες αναφορές ονομάτων των καλικάντζαρων ένας από αυτούς είναι ο Λυκοτσάρδης ενώ σε κάποια σχετική σελίδα (https://www.sakketosaggelos.gr/Article/1873/) αναφέρεται η ονομασία «λυκοτσαρδοί». Κάποια τοπικά στιχάκια που τραγουδούσαν παλιά για τους λυκούτσαρδους έλεγαν: « έβγα μάνα, έβγα θειά, μ' ένα δαύλαρο φωτιά στου λυκούτσαρδου τα αφτιά». Η ετυμολογία της λέξης είναι μυστήριο και μία εκδοχή είναι αυτή που παρατίθεται πιο κάτω: «Eν Μάνη οι Καλλικάντσαροι λέγονται Αρουρίται κ΄ Λυκοτσαρδοί κ' Λυκοτσάντσαροι, Καλλκάντσαροι παραλείποντες τους διαφόρους τύπους της λέξεως, των παραγωγών κ' αρχών αυτή, ης άλλων περί αυτή γραμάντων περιοριζόμεθα μόνον εις την σημασίαν τη Εν Μάνη λέξης Λυκοτσαρδή. Αι λέξεις Λυκοτσαρδή κ' Λυκοτσάντσαρη είναι σύνθετη εκ του λύκου τσαρδή-κάντσαρος. Αλλά τι σημαίνουν οι τσαρδοί και ο Τσάνταρος. Εν τη Μάνη υπάρχει η λέξη τσερδώνω, όπερ σημαίνει σκεβρώνω συστέλλομαι, και λέγεται επι των συστελλομένων σανίδων υπο της ζέστης. Κατά ταύτα Λυκοτσαρδή είναι ο ζαρωμένος, ο κατεσκληκής λύκος κ' ιδίως λυκοτσαρδοί λέγονται οι λυκιδές, τα λυκόπουλα κι μεταφορικά επι ανθρώπων ισχνών. Επειδή δε οι Καλικάντσαροι θεωρούνται κ' πιστεύονται ως όντα ισχνά η Λυκοτσαρδή σημαίνει όν τι ισχνόν. Αλλά και η λέξη Λυκοτσάντσαρη συμπίπτει προς των λυκοτσαρδή. Διότι το δεύτερον μέρος του Λυκοτσαντσάρου υποθέτομεν ότι σημαίνει τον κάνθαρον. Λυκοτσάντσαρος λοιπόν είναι λύκος έχων ίσως το σχήμα καθάρον ισχνόν.» (https://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/295387?show=full) με ημερομηνία καταγραφής 1921 και τόπο Λακωνίας από τον συλλογέα Κ.Νεστορίδη. Επίσης ο κ.Χρίστος Δάλκος στη σελίδα  "sarantakos.wordpress.com/2018/01/05/kalikantzaros/", σχετικά με τις ονομασίες των καλικάντζαρων ανά την Ελλάδα, εκτός των άλλων αναφέρει: Από τον πληθυντικό λουκατσάργια, με τροπή του αναπτυχθέντος γ΄ σε δ, και παρασυσχέτιση προς το «λύκος»: λυκοτσαρδά Πελοπν. (Κόπραιν. Μάν. Ξηροκ. Οἴτυλ. Παλαιοχ.) λυκουτσαρδά Κύθηρ. λυκούτσαρδα Πελοπν. (Δαιμον.) λυκοτσαρδός Πελοπν. (Μάν. Ξηροκ.) λυκούτσαρδος Πελοπν. (Δαιμον. Νεάπ.). Εκ του λυκοτσαρδός με αντιμετάθεση (Φ. Κουκουλές): κολιτσαρδός Κύθηρ. Πελοπν. (Αναβρ. Τσιτάλ.) κολιτσαρδά Πελοπν. (Ανώγ.) κουτσ΄αρδέ, ὁ - Πληθ. κουτσ΄αρδόδε Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.). Με αντιμετάθεση και παρασυσχέτιση πρις τι «λύκος»: λυκοκάντζαρος - Πληθ. λυκοκαντζαραῖοι Πελοπν. (Καλάμ. κ.α.) λυκοκάντζαρας Πελοπν. (Βαμβακ.) λυκοκάντζαρα Πελοπν. (Φιλιατρ. κ.ἀ.) λυκοκάτζα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ||«Όλο τα Δωδεκαήμερο καίνε πολλά κούτσουρα για να μη πλησιάζουνε οι λυκούτσαρδοι...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

λυχναράκι (το) - γλυκό σαν τις δίπλες με σχήμα σαν τα παλιά λυχνάρια < λυχνάρι

λωβός-η-ο ή λωβιάρης-α-ικο - κακόγλωσσος, αναιδής, υβριστής, αχρείος < ομηρ. λωβάομαι = προσβάλλω, φέρομαι κατά τρόπο μοχθηρό σε κάποιον, τον κακομεταχειρίζομαι. Σε μεταγενέστερες ερμηνείες οι λέξεις λωβιάζω, λώβα, λωβός και άλλες, συνδέονται με την ασθένεια του Χάνσεν

λωβιάρης-α-ικο - 1. λεπρός 2. μτφ. βρωμιάρης < λωβιάζω < λώβη = λέπρα

λωλός-η-ο - 1. αυτός που διανοητικά δε στέκει καλά, τρελός, παλαβός αλλά και ανόητος, απερίσκεπτος < λωλός < αρχ. oλωλώς ( όλλυμαι) λωλαμάρα, λωλένω 2. λωλός του χταποδιού - η μπάλα με τα εντόσθια και τα όργανα του χταποδιού που βρίσκεται μέσα στην κουκούλα και ο οποίος αποτελεί πολύ καλό δόλωμα για κάποια ψαρέματα, αλλά και εκλεκτό μεζέ για κάποιους μερακλήδες (ετυμολογικά δεν ξέρω αν συνδέετε με τα παραπάνω)