Μ

μαβής ως μελέ

μαβής-ια-ο - βιολετής, λουλακί, μπλαβός < τουρκ. mavi

μαγαρικό (το) - το ποντίκι κατά κύριο λόγο,  αλλά και άλλα ζώα που μαγαρίζουν < πιθανολόγηση: μαγάρα = ακαθαρσία, βρωμιά. Αυτό που μαγαρίζει λοιπόν μιας και θεωρείται βρώμικο και αφού μία από της σημασίες της μαγάρας είναι και τα κόπρανα, κάτι που το ποντίκι αφήνει παντού όπου πηγαίνει. Από τις σπάνιες αναφορές της λέξης, φαίνεται ότι αυτή χρησιμοποιείται μόνο στα Βάτικα και στα Κύθηρα  || «Πολλοί προτιμάγανε να βάζουνε κριθάρι για τροφή του ζώνε, για να μη μαζεύονται με τα σανά μαγαρικά (ποντίκια, φίδια) στο κατώι» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

μαγγαθάς (ο) - ασθένεια των ζώων κατά την οποία πρήζεται κάποιος αδένας στο λαιμό του < ; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, δεν αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά, ούτε πιθανολογείται κάποια συσχέτισή της || «Όταν έβγαζε τον μαγγαθά, πρηζόταν στο λαιμό ο αδένας και δεν μπορούσε να αναπνεύσει, το σπάγανε και γλίτωνε το ζο.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

μαγγανεία (η) - 1. είδος μαγείας που χρησιμοποιεί μυστηριώδεις μεθόδους και απευθύνεται σε κακοποιές δυνάμεις για την επίτευξη ορισμένου σκοπού, συνήθ. βλαπτικού. 2. (πληθ.) τα μέσα ή οι ενέργειες που χρησιμοποιούνται για τη μαγγανεία, κάνει μαγγανείες ή χρησιμοποιεί κάποιος διάφορες μαγγανείες < αρχ. μαγγανεία = μαγικό κόλπο

μαγγανιασμένος-η-ο - αδύνατος, κοκαλιάρης (σαν να τον έχουν βάλει στο μάγγανο) < μαγγάνι, μάγγανο μαγγανιάζω, μαγγάνιασμα

μάγγανο ή μαγγάνι (το) - 1. βαρούλκο, γερανός 2. πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης 3. δόκανο, παγίδα 4. α) συμπιεστικό μηχάνημα, πιεστήριο (ελαιοτριβείου, οινοποιείου, κ.ά) β) πιεστήριο επεξεργασίας υφασμάτων, κυρίως μεταξωτών, για να αποκτήσουν στιλπνότητα και ποικίλη διακόσμηση (λιγότερο πιθ. να πρόκ. για κλωστικό μηχάνημα ή αργαλειό < μτγν. ουσ. μάγγανον < μσν.μαγγάνιον < ελνστ. μάγγανον μαγγανίζω, μαγγάνιασμα, μαγγανιασμένος-η-ο || «...Η καλλιέργεια του κρεμμυδιού στα Βάτικα με κύριο ποτιστικό εργαλείο το «γεράνι» είχε διάρκεια ως λίγο πριν το β' παγκόσμιο πόλεμο γιατί στο μεταξύ είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται σαν ποτιστικός μηχανισμός το «μάγγανο». Ήταν αυτό μεταλλικό σύνολο εξαρτημάτων όπου ο μηχανισμός κίνησης στερεωνόταν κοντά στα χείλη του πηγαδιού και με κάθετη πορεία, εξαρτημένος από αυτόν, συνεχιζόταν αντλητικός μηχανισμός στο νερό του πηγαδιού μέχρι 1-2 μ. κάτω από την επιφάνεια του νερού. Αποτελούνταν αυτός από κοίλα μεταλλικά δοχεία, τα λεγόμενα «κανάτια», τα οποία όμως δεν έμοιαζαν με τα γνωστά κανάτια νερού άλλα με μισό βαρέλι κομμένο του μάκρους. Το κάθε «κανάτι» έφερνε στην επιφάνεια 3-4 οκάδες νερό που χυνόταν σε βαθουλωτή μεταλλική βάση του όλου μηχανισμού στα χείλη του πηγαδιού και από αυτή κυλούσε γάργαρο στον «καταπότη» και από αυτόν στα αυλάκια με τα φυτεμένα κρεμμύδια. Ο επιχείλιος αυτός μηχανισμός βασιζόταν σε γρανάζια τα οποία κινούσαν εύκολα το αντλητικό σύστημα συνδεδεμένο με το αρθρωτό σύστημα στη σύνδεση των κανατιών μεταξύ τους που κατέβαιναν άδεια και ανέβαιναν γεμάτα νερό. Στον όλο μηχανισμό ήταν περασμένη αντένα μήκους 5-6 μ. από κορμό δέντρου και η οποία στη μια άκρη της είχε ενσωματωμένη σιδερένια ζεύγλα ή ζεύλα στην οποία ζευόταν ονάριον ή ημίονος αλλά πολλές φορές και άλογο. Γυρίζοντας αυτό γύρω από το μαγγανοπήγαδο, όπως σε κύκλο αλωνιού, έρχονταν τα κανάτια στην επιφάνεια γεμάτα νερό για το πότισμα των κρεμμυδιών...» (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ- Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΟΥ ΣΤΑ ΒΑΤΙΚΑ» Ο Τζ.Ανωμήτρης αναφέρει στο παραπάνω δημοσίευμα ότι η τοποθεσία «ΜΑΓΓΑΝΟΣ» φέρει το όνομά της από το πρώτο μαγγάνι που στήθηκε στην περιοχή των Βατίκων, στο σημείο εκείνο ο Χαράλαμπος Κατζηλιέρης)

μαγειροτσουκαλίζω - μαγειρεύω σε τσουκάλι είναι η κυριολεκτική του ερμηνεία, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για το μαγείρεμα, καθώς, και συνηθέστερα, για μεταφορικά "μαγειρέματα" < μάγειρας + τσουκάλι  μαγειρουτσουκάλισμα, μαγειροτσουκαλισμένος-η-ο. Το μαγειροτσουκαλίζω σπάνια χρησιμοποιείται, καθώς και το μαγειροτσουκάλισμα, το οποίο  συναντάται περισσότερο, αλλά ως μαγειροτσουκάλιασμα.

μαγιάπριλο (το) - η περίοδος που περιλαμβάνει τον Απρίλιο και τον Μάιο, αλλιώς ο Απριλομάης, που είναι και ο μοναδικός παρόμοιος συνδυασμός δύο μηνών που χρησιμοποιείται. Ευρέως χρησιμοποιούμενη λέξη από τος ψαράδες μιας και θεωρείται κρίσιμη περίοδος ψαρέματος, τόσο γιατί τα ψάρια αποκτούν κινητικότητα μετά το χειμώνα αλλά και λόγω της αναπαραγωγής τους, όσο και γιατί ανοίγει ο καιρός και οι ευκαιρίες για ψάρεμα είναι περισσότερες< Μάιος + Απρίλιος

μαγκάλι (το) - μεταλλικό στρογγυλό ή τετράγωνο σκεύος, στο οποίο άναβαν κάρβουνα και αφού αυτά «χώνευαν» δηλαδή δεν έβγαζαν πια μαύρο καπνό τα χρησιμοποιούσαν στο σπίτι για ζεστασιά , ή για ψήσιμο < τουρκ. mangal

μαγκιόρος-α-ο ή μαγκιώρος-α-ο - 1. σπουδαίος, μεγαλύτερος (ναυτ. μαγκιόρα άγκυρα, μαγκιόρα γέφυρα κ.λ.π.) 2. πολύ ικανός, επιδέξιος (μαγκιόρος ψαράς) < ιταλ.maggiore || " Από τα 13 μέχρι 17 χρονώ λεγότανε μουτσοσύντροφος και άρχιζε να σηκώνει δίχτυα, να τραβάει κουπί που να συναγωνίζεται του μαγκιώρους συντρόφους..."(ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' -Μηνάς Αναστασάκης "Τη θάλασσα την αλμυρή θα την ποτίσω μέλι")    

μαγκλαράς ή μαγκλάρας (ο) - πολύ ψηλός και άχαρος < μεγεθ. του μέγκλος < αρχ. μύκλος = λάγνος ή βλαχ.manglar

μαγκουνίδα (η) - φαγώσιμο χορταρικό, ιδιαίτερα σαν συστατικό στις χορτόπιτες, το οποίο είναι ο βλαστός της μετέπειτα κόκκινης ανοιξιάτικης παπαρούνας < αρχ. μηκωνίδα. Ονομασία με ελάχιστες αναφορές που χρησιμοποιείται κυρίως στη Λακωνία καθώς και στη Γορτυνία και στο Ξυλόκαστρο, ενώ στην Τσακώνικη διάλεκτο λέγεται μαγκουνία

μαγκούφης-α-ικο - 1. αυτός που δεν έχει οικογένεια, έρημος 2. μτφ. άνθρωπος απρόκοφτος, κακομοίρης, αχαΐρευτος < τουρκ. vakif = κληροδότημα

μάδες (οι) - παιχνίδι που παίζεται στην Καστανιά την Μεγάλη Παρασκευή, αντίστοιχο με τα μπαλιά που παίζεται στον Άγιο Νικόλα, κατά το οποίο παίκτες χωρισμένοι σε δύο ομάδες, προσπαθούν ρίχνοντας τις μάδες (πλατιές μικρές πέτρες) να προσεγγίσουν την τόκα (μικρή στρογγυλή πέτρα που τοποθετείται σε σταθερό σημείο στο έδαφος), έχοντας το δικαίωμα και να χτυπήσουν τις μάδες της αντίπαλης ομάδας, ώστε να τις απομακρύνουν από την τόκα. Στο τέλος ,αφού ρίξουν όλοι από κάθε ομάδα, μετριούνται οι πόντοι (ανάλογα πόσες μάδες είναι πλησιέστερα από μια καθορισμένη απόσταση από τη τόκα) και βγαίνει η νικήτρια ομάδα. Όποια ομάδα συγκεντρώσει πρώτη 21 πόντους είναι η νικήτρια του παιχνιδιού και συνεχίζεται το επόμενο παιχνίδι < πιθανολόγηση: αμάδες || «Επειδή τη Μεγάλη Παρασκευή κατά την παράδοση απαγορεύεται η χαρτοπαιξία και για το λόγο αυτό στον τοίχο των καφενείων κρεμάνε τον Βαλέ (Φάντη), για να υπάρχει μια απασχόληση οι άνδρες του χωριού σκέφθηκαν να παίζουν τις «μάδες» παιχνίδι που μέχρι τότε έπαιζαν μόνο τα μικρά παιδιά.» (Γιάγκος Κοντός-ΕΝΑΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ)

μαζέματα (τα) - μικρά ψάρια διαφόρων ειδών που πουλιούνται σε χαμηλή τιμή, κατάλληλα κυρίως για τηγάνι < μαζεύω

μαθές ή μαθέ - 1. επιρ. με πολλές έννοιες όπως λοιπόν, πράγματι, αφού είναι, βεβαίως, ασφαλώς, όπως καταλαβαίνεις κ.λ.π. 2. Εκφρ. «παθές τα και μαθές τα» = πάθε και μάθε < μάθαι < μαθαίνω

μαθός (ο) - αυτός που έμαθε, που γνωρίζει από πείρα. Εκφρ. «ο παθός μαθός» = όποιος έπαθε κάτι, το γνωρίζει καλά και προσέχει να μην το ξαναπάθει < μαθών, μτχ. του αρχ. μανθάνω

μαϊνάρω - (ναυτ.) χαλαρώνω, λασκάρω, κατεβάζω μαϊναρισμένος-η-ο = χαλαρωμένος, εξουθενωμένος μάινα (προστ.) = χαλάρωσε, πάψε, ηρέμησε. Εκφρ. «δεν τον κάνω μάινα» = δεν μπορώ να τον ηρεμήσω, να τον καλμάρω ή να τον συμαζέψω < βενετ. maina < mainar

μαΐστρα (η) - 1.(ναυτ.) η μεγάλη κεραία ιστιοφόρου 2. το πανί που εξαρτάται από αυτήν < ενετικό maistro

μαΐστρος (ο) - βορειοδυτικός άνεμος < ενετικό maistro μαϊστράλι (ελαφρύς μαΐστρος), μαϊστροτραμουντάνα = βόρειος-βορειοδυτικός άνεμος πουνεντομαΐστρος = δυτικός-βορειοδυτικός άνεμος

μακάμι (το) - μουσικός δρόμος < τουρκ. makam

μακαντάσης (ο) - φίλος, σύντροφος < τουρκ. makadas

μακαράς (ο) - 1. τροχαλία, καρούλι 2. κουβαρίστρα < τουρκ. makara

μακαρία (η) - γεύμα ή δείπνο που προσφέρεται στο σπίτι του νεκρού μετά την κηδεία, νεκρόδειπνος· άρτος που διανέμεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο < θηλ. του επιθ. μακάριος

μακαρούνα (η) - μελομακάρονο < μσν. μακαρωνία = επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό αρχ. «μακαρία» = κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία. Μάλλον, μόνο εδώ λέμε τα μελομακάρονα μακαρούνες // «...Όλοι οι φούρνοι αναμμένοι ψήνανε το βασιλόψωμο, μακαρούνες (μελομακάρονα) και μοσχομύριζε όλη η γειτονιά...» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεόνωγλου «ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ») 

μακάρω - γαληνεύω, ημερεύω (ο καιρός μακάρισε, θα μακάρει ο καιρός) < μακάριος. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά  μακάρισμα, μακαρισμένος-η-ο

μακελλάρης (ο) - 1. αυτός που σφάζει ζώα, κρεοπώλης, χασάπης 2. μτφ. αυτός που σφάζει ανθρώπους, αιμοχαρής άνθρωπος, φονιάς < μσν. μακελλάρης < λατιν. macellarius < ελλ. μάκελλον μακέλλεμα, μακελλειό, μακελλεύω

μάκινα (η) - 1. μηχανή 2. πονηριά, τέχνασμα < ιταλ. macchina

μακροματισιά (η) - 1. (ναυτ.) τρόπος ματισιάς σχοινιών ή συρματόσκοινων 2. μτφ.κοινή εισφορά σε ρεφενέ, στα έξοδα της παρέας, της ομάδας κ.τ.λ. < μακριά + ματισιά (ένωση). Οι μοναδικές αναφορές της λέξης, αφορούν ένα τρόπο ένωσης (ματισιάς) σχοινιών και φαίνεται να υπάρχει και η κοντοματισιά || "Άμα δεν βγαί­νανε στη μακροματισιά τα έξοδα του ρεφενέ, έγραφε βερεσέδια ο Νυχάς. Αλλά τι βερεσέδια να γράφει, που αυτό γινότανε ολοχρονικής. Τα έσβηνε, λοιπόν, ο μακαρίτης κάθε τόσο και φτου και από την αρχή, για να βρίσκεται σε δουλειά, γιατί του άρεσε και το κρασάκι και τα κλωνάρια της παρέας." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

μαλαγάνα-ας-α-ικο - αυτός που χρησιμοποιεί υποκρισία, κολακεία και μικροπονηριά για να πετύχει τους σκοπούς του, υποκριτής αλλά όχι τόσο με κακή έννοια, περισσότερο με την έννοια του καταφερτζή, του γαλίφη (χρησιμοποιείται και σαν «είναι μια μαλαγάνα αυτός-η-ο και σαν αυτός-η-ο είναι μαλαγάνας-α-ικο») < ισπαν. malagana=λιποθυμία ;; στον Μπαμπινιώτη μελιγάνα < μελιτένια < μέλι; μαλαγανιά, μαλαγανεύω

μαλάγρα (η) - τροφή που ρίχνει ο ψαράς για να μαζευτούν ψάρια < ίσως από το μάλαγμα + άγρα μαλαγρώνω, μαλαγρωμένος-η-ο || "Μιά μέρα έκαμε μαλά­γρα στην αυλή του σπιτιού του. Όσα αποφάγια περισσέψανε αποβραδύς, τα μάζεψε και την άλλη μέρα, μαλάγρωσε ένα κοπάδι γάτες...." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

μαλαπέρδα (η) - 1. το πέος 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο < ίσως ιταλ. male + parte ("κακό μέλος")

μαλάρια (η) - η ελονοσία < ιταλ. malaria < malo + aria = κακός αέρας

μαλαστούπα (η) - 1. στουπί, κουβάρι από κουρέλια κ.λ.π. το οποίο έδεναν σε κοντάρια και έφτιαχναν δαδιά για φωτισμό ποτίζοντάς τα με πετρέλαιο ή λάδι και ανάβοντάς το 2. γενικά οποιαδήποτε μπάλα από πανιά, κουρέλια κ.λ.π. 3. σφουγγαρίστρα 4. μτφ. πυκνό και αχτένιστο, αφρόντιστο μαλλί < πιθανολόγηση: από μαλλί + στουπί.  Στη σελίδα (www.slang.gr) αναφέρεται ως μαλαστούπα: «Πυρωσολήν, ο οποίος παλιώτερα εχρησιμοποιείτο για την εκκίνηση μηχανών θαλάσσης, τύπου Μαλκότση (Πέραμα), Παπαθανάση (Βόλος). Ο κύλινδρος τῆς μηχανής είχε σε κάποιο σημείο μία τρύπα με βόλτες. Εκεί βιδωνόταν η σωλήνα αυτή την οποία είχαν πριν πυρακτώσει σε ανοιχτή φλόγα ή θράκα. Κατόπιν γύριζαν τoν στρόφαλο (βολάν ή βολάνι) με τo χέρι ή με μανιβέλα, γινόταν συμπίεση, ανάφλεξη και η πρώτη έκρηξη. Μετά ο κύκλος επαναλαμβανόταν με τη βοήθεια της στροφορμής του στροφάλου» . Πιθανολόγηση: Ο Πυρωσολήνας που αναφέρεται πιο πάνω, δεν ήταν δυνατόν να πυρακτώνεται πρώτα και μετά να βιδώνεται, για αυτό το πιο πιθανό ήταν να πυρακτώνονταν με την χρήση μαλαστούπας και πιθανό και ο σωλήνας αυτός να είχε πάρει το όνομα μαλαστούπα.

μαλάτσα (η) - πολύ μεγάλη ποσότητα ψαριών ή άλλων ειδών που διοχετεύεται στην αγορά με αποτέλεσμα να πέσει η τιμή (μαλάτσωσε η αγορά) < πιθανολόγηση: ιταλ. malattia = ασθένεια, νόσος ή μαλάτσα = αρρωστιάρικος υγρός καιρός (Με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται και η λέξη σε κάποια μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας) μαλατσώνω, μαλατσωμένος-η-ο. Με την έννοια της μεγάλης ποσότητας, φαίνεται να χρησιμοποιείται σπάνια η λέξη || «Οι ψαράδες περιγράφουν τις οικονομικές δυσκολίες της παλαιότερης περιόδου, ότι συχνά τους εκμεταλλεύονταν οι ψαρομανάβηδες (ιχθυοπώλες και ιχθυέμποροι). Τους έλεγαν: «αυτά θα πάρεις, δεν πουλιούνται τα ψάρια!». Πράγματι όταν υπήρχε αφθονία, στη γλώσσα των ψαράδων κοι­νώς μαλάτσα, τα πετούσαν τα ψάρια.» (ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Π. ΑΛΕΞΑΚΗΣ «ΜΟΡΦΕΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΛΑΚΩΝΙΑ (ΒΑΤΙΚΑ)» || "Το χινοπώρι, μάλιστα, που δουλεύανε οι τράτες, έπεφτε τέτοια μαλάτσα που όχι μονάχα οι άνθρωποι χορταίνανε, αλλά και οι γάτες, γινόντουσα θρεφτάρια από τα ψαροκέφαλα, τα κόκκαλα και τα κοιλιόμπουχα του ψαριού...." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")                                   

μαλαφράντζα (η) - 1. σύφιλη 2. κάθε αφροδίσιο νόσημα < ιταλ. male(di)francia = αρρώστια γαλλική

μάλε βράσε ή μάλι βράσι - μεγάλη φασαρία, άνω κάτω, συναντιέται μόνο στις φράσεις : έγινε / γίνεται το μάλε βράσε < από τη φρ. βάλε βράσε

μαλέτσικο (το) - 1. το μικρό παιδάκι 2. ο βοηθός του χτίστη < σλαβ. λ. maletsco = ο μικρός

μαλλιακούνα (η) - το πολύ και μακρύ μαλλί < μαλλί . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά. 

μαλτέζα και μαλτέζικη (η) - 1. γίδα από τις πιο παραγωγικές σε γάλα ράτσας, προερχόμενης από την Μάλτα 2. μτφ. γυναίκα με μεγάλα στήθη < Μάλτα

μάμαλο (το) - 1. (ναυτ.) η δύναμη του κύματος προς τη στεριά (την έννοια αυτή δεν την έχω ακούσει να χρησιμοποιείται στην περιοχή μας, αλλά συνεκδοχικά από το χρησιμοποιούμενο αντιμάμαλο ίσως να χρησιμοποιείτο 2. με τη φράση τα έκανες μάμαλα εννοούσαν ότι τα έκανες κομμάτια τα διέλυσες που συμπίπτει με αυτό που αναφέρει ο Κοραής 3. χρήμα < ;||"Ενθυμούμαι το διά του με Μαμαλίζω, λέξιν τινών νησιωτών του Αιγαίου πελάγους, σημαίνουσα, ως μ. έλεγε τις φίλος, το κοπανίζω, ή κόπτω εις λεπτά" (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 1ος 1828)

μάμμα (το) - το μάγμα, λυομένη μάζα καρπών < μτγν. μάγμα < μάσσω < μάω = επιθυμώ. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "Έδεσε, ο ανηψιός, τις άκρες του κουβαριού, στις ρίζες δυο μουριών και έβανε δυό χεριές χαρούπια και τα κοπανούσε πάνω σε πέτρα μέχρι που να γίνουν λιώμα. Ύστερα τυλίκωνε το μάμμα μέσα σε πανί και άρχισε να «κερώνει» τον σπάγγο." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

μαμούχαλος-η-ο - άνθρωπος βαρετός, μονόχνωτος, χωρίς ενδιαφέροντα < ;

μαμωνάς (ο) - πλούτος < μτγν. ουσ. μαμωνάς

μανάβης-ισσα-ικο - στην περιοχή μας εκτός από αυτόν που πουλάει λαχανικά φρούτα κ.λ.π., συνηθίζεται να λέγεται μανάβης και αυτός που πουλάει ψάρια, χωρίς να χρησιμοποιείται το επίθετο ψαρομανάβης και μανάβικο το ψαράδικο. Επίσης συχνή είναι η χρήση της λέξης ως μανάφης-ισσα-ικο < τουρκ.manav '' «Από τους 4 άντρες που είχε το κάθε ψαράδικο πλήρωμα ο ένας ήτανε πουλητής. Αυτό συνέβαινε σε όποιο μέρος δουλεύανε και δεν δίνανε τα ψάρια στο μανάφη αλλά τα πουλούσαν μόνοι τους λιανοπούλι...» (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Γ' -Μηνάς Αναστασάκης "Τη θάλασσα την αλμυρή θα την ποτίσω μέλι")

μανάρι (το) - ζώο (κυρίως αρνί) που τρέφεται ιδιαίτερα για να σφαχτεί σε μικρή ηλικία, θρεφτάρι < ίσως αμνάριον ή κατά τον Μπαμπινιώτη υστερολατινικό manuarius = αυτό που τρέφεται με το χέρι

μαναρόλι (το) - όσπριο σαν τα κουκιά, με μακρουλούς λοβούς, που πλέον καλλιεργείται ελάχιστα και κυρίως στην Κρήτη, όπου και το συναντάμε με το ίδιο όνομα (λέγεται και μπίζα) < ; || «Οι νοικοκυραίοι κονομούσανε το από το καλοκαίρι όσπρια, φασόλια, φακές, μπλέζες, λαθούρια και μαναρόλια, που κάνανε τη φάβα, μπιζέλια, τραχανά και χυλοπίτες.» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ") 

μάνι-μάνι - γρήγορα < ιταλ. di mano in mano

μανιαμούνιας και νιαναμούνιας (ο-η-το) - άνθρωπος πολύ σχολαστικός, ψείρας, λεπτολόγος και αργοκίνητος μαζί < ;

μανιάτης (ο) - ο δυτικός καιρός, ο πουνέντης, που στην περιοχή μας έρχεται από την μεριά της Μάνης και που το χειμώνα είναι κρύος καιρός αφού συνήθως ο Ταΰγετος είναι χιονισμένος < Μάνη

μανιτάρου ή μονιτάρου - 1. αμέσως, μονομιάς 2. διαμιάς, μια κι έξω 3. εντελώς, ολότελα 4. για πάντα < μονοτάρου < μόνος + ταρόν = ταχύ || "Το τσάκω­σε εκείνος, τόβαλε στο στόμα του, τράβηξε βαθειά ρουφηξιά, αχάμνηνε το τσιγάρο. Πήγε ο καπνός μονιτάρου στα φυλλόψυχά του και τα γλύκανε..." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

μανιτζάρω ή μαλιτζάρω -1. χειρίζομαι 2. διαχειρίζομαι < βεν.manizar  μανιτζάρισμα ή μαλιτζάρισμα = χειρισμός μανιτζαρισμένος-η-ο, μαλιτζαρισμένος-η-οΕλάχιστες αναφορές της λέξης, αναφέρεται μόνο στις σελίδες greek_greek.enacademic. com και www.lithoksou.net.

μανιτζέβελος-η-ο ή μαλιτζέβελος-η-ο - επιδέξιος, βολικός στη χρήση του, εύχρηστος < ιταλ. maneggevole || "Ο «ΒΥΡΩΝ» ήτανε γερό σκαρί, μαλιτζέβελο σκάφος. Άμα έβαζε για κάπου την πλώρη του, δεν κώλωνε." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

μανέλα (η) - μανιβέλα, χερούλι< ιταλ. maniglia

μάνητα (η) - 1. α) οργή, θυμός β) μανία, λύσσα 2. μίσος, κακία 3. ερωτικό πάθος < ουσ. μανία αναλογ. με τα ουσ. σε ‑(ότ)ητα

μανός (ο) - το αραιοπλεγμένο, βοηθητικό δίχτυ μπροστά από τις δύο επιφάνειες του κυρίως διχτυού ψαρέματος < αρχ. μανός = αραιός, χαλαρός μανωμένο δίχτυ, μανώνω

μανούρι (το) - το μαλακό, το αραιό τυρί τύπου μυζήθρας < αρχ.μανός = αραιός, χαλαρός

μαντάρα - ανάκατα, χάλια, ανάστατα, άνω κάτω < μαδάρα < μαδαρός < μαδώ ή τουρκ. madara

μαντάρι (το) (ναυτ.) σκοινί το οποίο είναι δεμένο στην πάνω άκρη του πανιού και αφού περάσει από το ράουλο στη κορυφή του άλμπουρου, μας επιτρέπει να τεντώνουμε ή να λασκάρουμε το πανί > υποκορ. βυζ. ιμαντάριον < ομηρ. ιμάς = λουρί από δέρμα βοϊδιού> υποκορ. βυζ. ιμαντάριον < ομηρ. ιμάς = λουρί από δέρμα βοϊδιού

μαντάρω - επιδιορθώνω ύφασμα ράβοντας το φθαρμένο σημείο με βελονιές που μιμούνται την ύφανσή του < ιταλ.mendare < λατιν. emendo μανταρισμένος-η-ο, μαντάρισμα, μανταρίστρα

μανταφούνι (το)- ένα από τα σχοινάκια που είναι προσαρτημένα στα ιστιοπλοϊκά πανιά και χρησιμεύουν στο να δημιουργηθούν οι μούδες. Λέγεται αλλιώς και τσαμαντάνι || «Κάθε πανί έχει τρεις σειρές σχοινάκια εγκάρσια του πανιού. Τα σχοινάκια αυτά λέγονταν μανταφούνια και βρίσκονταν δεξιά και αριστερά του πανιού...» (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)

μάντζαλα - σάντζαλα - προκ. για πράγματα ασήμαντα ή ανύπαρκτα < λ. πλαστή < λ. σάταλα, πάταλα

μαντέκα (η) - κέρινη αρωματική αλοιφή-μπογιά για το μουστάκι < ιταλ. manteca ||" Είχε κάτι μουστάκες ο συχωρεμένος που ξεπέχανε μέχρι το ριζάφτι του. Τις είχε παστώσει με μαντέκα και γίνανε του κοράκου. Έφτυσε τις χερούκλες του, τις φούχτωσε και τις έστριβε" (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

μαντηλίδα (η) - από τα πιο συνηθισμένα λουλούδια της άνοιξης, η κίτρινη μαργαρίτα. Οι τρυφεροί βλαστοί του, πριν ανθίσει, είναι βρώσιμοι < ουσ. μαντήλι + κατάλ. ‑ίδα.

μαντζαρία (η) - φαγητό, μάσα < ιταλ. mangiarino

μαντζαφλάρι (το) - 1. χαρακτηρισμός μεγάλου και μακρουλού αντικειμένου 2. κάθε αντικείμενο που δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να το αναφέρουμε με το όνομά του, μαραφέτι < ίσως ιταλ. mazza a filare (μπαστούνι πλεύσης) = ονομάζεται ματζαφλέρι το οριζόντιο ξάρτι του ιστού του σκάφους. Εκτός από το πηδάλιο ο ιστιοπλόος αλλάζει την πορεία του σκάφους στρίβοντας το ματζαφλέρι δεξιά ή αριστερά. Φυσικά μαζί με το ματζαφλέρι αλλάζει θέση το πανί σε σχέση με τον άνεμο και αλλάζει η πορεία του πλοίου.

μαντζούνι (το) - δυναμωτικό, βότανο < τουρκ. macun

μαντουλία (η) - η προφητεία, η μαντεία < ομ. μαντεύομαι = προφητεύω (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ).  Σαν μαντουλία έχω ακούσει να εννοούν και την μη δοκιμασμένη, την μη σίγουρη πράξη, ενέργεια ή σκέψη. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

μαντράχαλος (ο) - ψηλός, άχαρος άνθρωπος, κρεμανταλάς < μάντρα + χαλί (διχαλωτό ξύλο στις μάντρες ή στα μαντριά για κρέμασμα αντικειμένων) ή - χάλος / χαλί = είναι η γωνία που κάνει η χτιστή μάντρα στο ψηλό της σημείο. Άρα της μάντρας ο χάλος είναι ψηλά και αυτός που το φτάνει λέγεται μαντράχαλος (www.asxetos.gr)

μανωμένος-η-ο - αυτός που είναι αραιοπλεγμένος  μανωτός-η-ο < μτγν. μανόω < μανός = αραιός (μανωμένο δίχτυ ψαρέματος, λέγεται αυτό που εκτός από το κύριο δίχτυ, έχει εκατέρωθεν άλλο δίχτυ με μεγάλα ανοίγματα ματιών, με αραιή πλέξη δηλαδή)

μαξούλι (το) - 1. σοδειά, συγκομιδή, 2. όφελος, κέρδος < τουρκ. mahsul

μαούνα (η) - 1. (ναυτ.) μικρό φορτηγό σκάφος χωρίς κατάστρωμα που χρησιμεύει για το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα των πλοίων, φορτηγίδα 2. (ναυτ.) φορτηγίδα συνοδεύουσα μπίγα για εργασίες εκβραχισμού λιμενικών έργων και της οποίας ο πάτος ανοίγει προκειμένου να ρίξει στη θάλασσα τα βράχια ή τα χώματα που έχουν μαζευτεί από τις εκσκαφές 3. (ναυτ.) μεγάλο πλοίο, πολεμικό και μεταγωγικό, με τρία κατάρτια, παρόμοιο με τη γαλεάτσα (συν. τουρκικό) 4. μτφ. υποτ. για κάθε σκάφος ή όχημα παλιάς τεχνολογίας και άχαρο καθώς και για άνθρωπο ογκώδη και δυσκίνητο < μσν. μαούνα < μαχώνα < τουρκ. ma(v)una < ισπαν. mahona μαουνιέρης = ο καπετάνιος της μαούνας αλλά και αυτός που εργάζεται σε αυτή

μάπα (η) - 1. α) πετσέτα για σκούπισμα χεριών κατά τη διάρκεια του φαγητού β) η σφουγγαρίστρα και το σφουγγάρισμα < λατ. mappa = τραπεζομάντιλο, πετσέτα χεριών < βυζαντ. μάππα = μαντήλι που κράταγαν οι ύπατοι, με το οποίο σήμαιναν την έναρξη των ιπποδρομιών 2. α) ειρωνικά το πρόσωπο, η μούρη < λατ. και ιταλ. mappa = χάρτης και σφαιρικός χάρτης της υδρογείου ή χάρτης του ουρανού β) το χαστούκι < ίσως από το ότι συχνά στη γλώσσα της πιάτσας, η κίνηση χαρακτηρίζεται από το χώρο ή το αντικείμενο στο οποίο εφαρμόζεται (θα φας τις μάπες σου) γ) το λάχανο (ίσως από το σφαιρικό του σχήμα) 2. Μτφ. α) το άσχημο, το κατωτέρας ποιότητας αντικείμενο < πιθ. λάχανο (μάπα) επειδη το λάχανο, είναι άνοστο, σε σχέση με άλλα λαχανικά β. το κλεμμένο αντικείμενο και η μεταπώληση του < πιθ. λάχανο (μάπα) από το γεγονός ότι ένα κλεμμένο αντικείμενο που διατίθεται χάνει ένα μεγάλο μέρος της αξίας του και μπορεί να συγκριθεί με το ευτελές λάχανο γ) το ευτελές κόσμημα < ίσως από το ότι η λέξη μάπα έχει την έννοια του κατωτέρας ποιότητας αντικειμένου και στα κοσμήματα, τα κατωτέρας ποιότητας είναι ψεύτικα

μαραβίλια (η) - (ναυτ.) είδος διπλού ανυψωτικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση στο πλοίο ή την εκφόρτωση μικρών βαρών, και κυρίως βυτίων νερού ή σάκων < ; || «Με το ξημέρωμα είδαμε ότι είχε φύγει η άκρη της σταβέντο μαραβίλιας και είχε πιαστεί στην προπέλα...» (Βασίλης Μιχ.Λιάρος - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ «ΒΥΡΩΝ»)

μαραγκιάζω - μαραίνομαι, ζαρώνω, χάνω την δροσιά μου ξεραίνομαι < ελνστ. μαραγγι(άω) μαραγκιασμένος-η-ο, μαράγκιασμα

μαράκουλας (o) - πονηρός, εξυπνάκιας < πιθανολόγηση: ιταλ. marachella = πονηριά μαρακουλία. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

μαραφέτι (το) - μικρό αντικείμενο, εργαλείο, εξάρτημα, μέσον, τέχνασμα < τουρκ. marifet || "Κοντά στα άλλα μαραφέτια, αφήσανε και πολ­λά αντίσκηνα. Αυτά τα αντίσκηνα, είχανε βασικά εξαρτήματα σιδερένιους σωλήνες που τύφλα νάχε το καννούλι του ντουφε­κιού." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

μαργελώνω - στριφώνω, ρελιάζω για στόλισμα < μάργελλον ή μαργέλλιον νεοτ. ιδιωμ. μαργέλι

μαργώνω - ναρκώνομαι, μουδιάζω, κοκαλιάζω από το κρύο < μσν. μαργώνω < ίσως αρχ. μάργω = μαίνομαι μαργωμένος-η-ο, μάργωμα || «ΜΑΡΓΩNΩ. Το ρηματικών, ουσ. ουδέτ. Mάργωμα, Σ. και Μάργωσις, θηλ.Σ. Ίσως από άχρηστον Μοργάω, ήγουν βραδύνω, παύω την κίνησιν. Ζ. Μοργάρω.» (Αδ.Κοραής Άτακτα τόμος 4ος 1832)

μαρινάρω - 1. ποτίζω ψάρια ή κρέας μέσα σε σάλτσα από ντομάτα, ξίδι, λάδι αλεύρι και αλάτι ή και διάφορα άλλα μπαχαρικά, για να διατηρηθούν περισσότερο χρόνο και να γίνουν νοστιμότερα < ιταλ. marinare 2. (ναυτ). μετατρέπω μια μηχανή αυτοκινήτου σε μηχανή θαλάσσης < ιταλ.mare = θάλασσα μαρινάρισμα, μαριναρισμένος-η-ο

μαριολιά (η) - 1. το να είναι κάποιος εύστροφος, πονηρός 2. κάμωμα, τέχνασμα, πονηριά, πανουργία < μαριόλος < βενετ. mariolo μαριόλης-α-ικο, μαριολεύω, μαριολεμένος-η-ο

μαρκάλισμα ή μαρκάλημα - η γενετήσια πράξη των ζώων και μτφ. των ανθρώπων < αλβαν. marrkal = παίρνω άλογο μάρκαλος (ο) = η εποχή του ζευγαρώματος στα αιγοπρόβατα μαρκαλισμένος-η-ο, μαρκαλώ

μαρκόνης (ο) - ασυρματιστής < αγγλ. marconi = στέλνω μήνυμα με τον ασύρματο < Marconi (Ιταλός μηχανικός και εφευρέτης)

μαρκούτσι (το) ή μαρκούτσος (ο) - 1. η δερμάτινη σύριγγα του ναργιλέ 2. κάθε μακρουλό αντικείμενο, ιδίως εξάρτημα 3. (ναυτ.) το εξάρτημα το οποίο έβαζαν στο στόμα τους οι δύτες και οι σφουγγαράδες για να εισπνέουν αέρα που τους έστελναν από το σκάφος με το κομπρεσέρ 4. ο αναπνευστήρας της μάσκας κατάδυσης < τουρκ. marpuc

μαρμάγκα (η) - 1. είδος δηλητηριώδους αράχνης, σφαλάγγι < αλβ. merimage 2. συρφετός, υπόκοσμος, κάθε καρυδιάς καρύδι < ιταλ. marmaglia Εκφρ. «τον έφαγε η μαρμάγκα» = τον έφαγαν άγνωστοι, άνθρωποι ή απροσδιόριστοι λόγοι

μαρμίτα (η) - μεγάλη μετάλλινη χύτρα < γαλλ. marmite < ιταλ. marmitta

μαρτάκι (το)την πρώτη μέρα του Μάρτη συνηθίζουμε να φτιάχνουμε και να φοράμε το γνωστό «μαρτάκι». Πρόκειται για ένα παμπάλαιο έθιμο, με βαλκανική διασπορά. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι. Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, τα παιδιά φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη < Μάρτης Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μάρτης προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν. Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι. https://www.newsbomb.gr/ellada/news/story/410989/ti-symvolizei-to-gnosto-se-oloys-martaki#ixzz3ufW2QElD

μαρτίνι (το) - 1. οικόσιτο πρόβατο, συνήθως νεαρής ηλικίας 2. γενικά τα πρόβατα < αρχ. Ομηρ. ομαρταίω = συντροφεύω, ακολουθώ

μασάτι (το) - ακόνι, ακονόπετρα < τουρκ. masat

μασιά (η) - εργαλείο για να σκαλίζουμε τη φωτιά, τσιμπίδα < όψιμο μσν. μασίον <τουρκ. masa

μάσκα (η) - (ναυτ.) η πλευρά, το μάγουλο της πλώρης < λατ. masca

μασκάδο (το) - (ναυτ.) σκάφος με μεγάλα μάγουλα (πλευρές) της πλώρης, σχεδιασμένο με μεγαλύτερο φάρδος στην πλώρη < μάσκα. Λέξη με ελάχιστες αναφορές, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί τοπική της χρήση || «μασκάδο (το) δημ. ναυτ. πλοίον ευρύπρωρον έχον διωγκωμένας τας παρειάς, ως τα φορτηγά.» (Δ.Δημητράκος ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ)

μάσκουλο (το) - 1. κλείδωση δύο οστών 2. στρόφιγγα, μεντεσές (πόρτα, παράθυρο) < βεν. mascolo

μαστέλο (το) - μεγάλο ξύλινο δοχείο νερού, κάδος < βενετ. mastelo

μάστορας (ο) - ο ανατολικός-βορειοανατολικός καιρός (λεβάντες, γραιγολεβάντες) με τον οποίο κατά τους χειμερινούς μήνες, ρίχνει τις μεγαλύτερες σε διάρκεια βροχές. Φρ. «ο καιρός είναι στο μάστορα» που σημαίνει ότι θα ρίξει πολύ βροχή < πιθανολόγηση: μάστορας (αυτός που ξέρει να βρέχει καλά;).  Σε κάποια παλιά ναυτικά βιβλία, υπάρχει περίπτωση να αναφέρεται ως μάστορας ο μαΐστρος, ο ΒΔ καιρός.

μαστραπάς (ο) - πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για υγρά < μσν. μαστραπάς < τουρκ. mastrapa

μασχαλόμερο (το) - το σημείο που ενώνεται το πόδι με το υπόλοιπο σώμα, προς την εσωτερική μεριά των γεννητικών οργάνων < μασχάλη + μερί (μηρός) Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

ματαδένω - ξαναδένω, αλλάζω θέση σε οικόσιτο ζώο δένοντάς το σε σημείο που έχει βοσκή < ματά = ξανά + δένω ματαδεμένος-η-ο, ματάδεμα

ματελάρω ή μαρτελάρω - υποφέρω, βασανίζομαι< πιθανολόγηση: ιταλ. martellare= σφυροκοπώ, χτυπώ δυνατά ματελαρισμένος-η-ο ή μαρτελαρισμένος-η-ο, ματελάρισμα ή μαρτελάρισμα. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά || "Το σπίτι είχε φαρσώσει από παιδοβούρβουρο και για να το μεγαλώσει, ακόμα και σαράντα οχτώ ώρες νάχε το μερόνυχτο, θα ματελάριζε." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ματέρα (η) - το φρέσκο κρεμμύδι πριν γίνει βολβός και από το άνθος του οποίου βγαίνει ο σπόρος του κρεμμυδιού < ; Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά||"ματέρα, η, αντί μητέρα, (πιθ.δω­ρικό κατάλοιπο), το μακρύ και τρυφερό άνθος του κρεμμυδιού, π.χ. Oι ματέρες αυτές θα βγάλουν κρεμμυδόσπορο για κοκάρι." (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ ΤΟΜΟΣ Α' -Γ.Ν.Μιχαλέτος "Η γλώσσα των Βατίκων") 

ματζαρία (η) - φαγητό, μάσα < ιταλ. manziatore (αυτός που τρώει). Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα Εφτάνησα καθώς και στη Μεσσηνία

ματζαρόλι (το) - 1. φιαλίδια με άμμο που χρησιμοποιούσαν για το μέτρημα της διάρκειας της κατάδυσης των δυτών 2. κλεψύδρα < βεν.mazarola Εκφρ. «Μπάτι ματζαρόλια» (μπάταρε τα ματζαρόλια) = προχώρα πάρα κάτω, άλλαξε τακτική, άλλαξε η κατάσταση. Η λέξη συναντάται κυρίως ως μετζαρόλι (όπως την αναφέρει και ο Καβαδίας σε ποιήματά του), αλλά στην περιοχή μας την λέμε ματζαρόλι και υπάρχουν κάποιες λίγες σχετικές αναφορές της.

ματζιπέτι (το) - στηθαίο, πεζούλι, παραπέτο, περιμετρικό τοιχάκι ταρατσών πεζοδρομίων κ.λ.π.< ιταλ. mezzo (μισό) + petto (στήθος). Η λέξη από τις λίγες αναφορές που υπάρχουν,  φαίνεται να χρησιμοποιείται και στα Κύθηρα και στην Κρήτη.

ματιές (οι) - φαγητό παρεμφερές του λουκάνικου, παρασκευασμένο από τα χοντρά έντερα του χοιρινού τα οποία γεμίζουμε με ψιλοκομμένο κρέας και χόντρο < αρχ. ομαθιές || "Με τα στενά έντερα του χοίρου κάνουν λουκάνικα, με τα φαρδιά "ματιές". "Ματιές", Πλένουν τα φαρδιά έντερα του χοίρου και τα γεμίζουν με μπλουγούρι (χοντροκομμένο σιτάρι και ψιλοκομμένο βραστό χοιρινό κρέας. Κατόπιν τα κρεμούν για να ξεραθούν. Γίνονται χονδρές και κυλινδρικές. Όταν θέλουν να φάγουν "μάτια" κόπτουν ροδέλες όπως γίνεται με το σαλάμι" (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ) ||« Όταν τελείωνε οι λειτουργία περίπου στις επτάμιση το πρωί, βγαίνοντας από το προαύλιο της εκκλησίας αντάλλασσαν τα χρόνια πολλά και στη συνέχεια έπαιρναν οι ντόπιοι αυτούς που είχαν έλθει από το άλλο χωριό να τους φιλοξενήσουν με χοιρινές μπριζόλες, με τις «Ματιές» (το γέμισμα της κοιλιάς χοιρινού και των εντέρων με πληγούρι και ρύζι). » (Γιάγκος Κοντός-ΕΝΑΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ) 

ματικάπι (το) - το εναλλασσόμενο άκρο των μεγάλων τρυπανιών, το τρυπάνι γενικά < τουρκ. matkap

ματίζω - αυξάνω το μήκος ενός αντικειμένου προσθέτοντας ένα άλλο κομμάτι, συνήθως ένα σκοινί, μία αλυσίδα < αρχ. αμματίζω = δένω (άμμα =κόμπος, κορδόνι) ματισιά ή μάτιση, ματισμένος-η-ο ή ματιμένο-η-ο

μάτσα (η) - (ναυτ.) σιδερένιο κατασκεύασμα που αποτελείται από δύο παράλληλους πασσάλους ενωμένους στο ανώτερο μέρος, δηλαδή σε εκείνο με το οποίο συνδέεται με το κατάρτι και κρατάει την ποδιά ενός πρυμνιού πανιού < ιταλ. mazza

ματσακόνι (το) - (ναυτ.) 1. μεταλλικό σφυρί με το οποίο χτυπούν τα σιδερένια μέρη του πλοίου για να φύγει η σκουριά ή άλλες επιφάνειες όπως τοίχους για να φύγει η σαθρή επίστρωση 2. η ίδια η εργασία, το ματσακόνισμα < ιταλ.mazzata = σφυροκόπημα, χτύπημα με κόπανο, με ρόπαλο ματσακονισμένος-η-ο

ματσαράγκα (η) - 1. απάτη σε χαρτοπαιχτικό παιχνίδι 2. κάθε είδος απάτης 3. κάλυψη παρανομιών, απατών κ.λ.π. < ιταλ. mazzeranga ματσαράγκας

ματσόλα (η) - ξύλινο σφυρί που χρησιμοποιούν για το καλαφάτισμα και άλλες εργασίες όπως ξυλουργικές κ.λ.π. < λατιν. mateola  || ".......... μαυριδερός, ανοιχτομάτης, με την τσιγκελωτή μουστάκα του και την μπροστοποδιά με την τετράγωνη τσεπάρα μπροστά της, γιομάτη καλαφατικά, ματσό­λες, στουπιά, ψαθόχορτα και ξύστρες, όλα συμπράγκαλα που χρησιμεύανε στη δουλειά του.........." (Τζώρτζης Ανωμήτρης "ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ")

ματσούκι (το) ή ματσούκα (η) - 1. βέργα, μακρύ και χοντρό ραβδί 2. μτφ. το ξύλο, το δάρσιμο < βεν. mazzoca (ματσούκας = μτφ. αυτός που στο μπιλιάρδο παίζει δυνατά, χτυπώντας δυνατά και άγαρμπα την στέκα) ματσουκώνω, ματσουκωμένος-η-ο, ματσουκιά

μαύλισμα (το) - 1. η προσπάθεια προσέλκυσης ζώου με απομίμηση της φωνής του ή άλλα κόλπα 2. μτφ. προσέλκυση ανθρώπου με ξεπλάνεμα ή ξελόγιασμα 3. εξώθηση σε πορνεία ανηθικότητα, διαφθορά < μτγν. μαυλίζω < μαύλις = μαστροπός μαυλιστής, μαυλίστρια, μαυλίζω || «... Έρχεται και περνά· έτσι ήρθε και θα περάση τώρα και ο Μάγος. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείση πάλι στην κασσέλα. Μα εκείνα δεν θέλουν να τον ακούσουν. Μαυλίζει ξαναμαυλίζει· τίποτα!...» (Ανδρέας Καρκαβίτσας «ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ - ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ»)

μαυραγάνι (το) - μαυροσίταρο, το σιτάρι που έχει μαύρα μουστάκια < μαύρος + άγανο

μαυριλάδι (το) - μικρό σημάδι μαύρου χρώματος, μικρή μαυρίλα < μαυρίλα + καταλ. άδι. Σπάνιες αναφορές της λέξης, από μία εξ αυτών, προερχόμενη από την Κρήτη από δημοσίευμα του αρχείου της εφημερίδας "ΠΑΤΡΙΣ", φαίνεται ότι χρησιμοποιείται και εκεί.

μαυρομάνικο - (προκ. για μαχαίρι) που έχει μαύρη λαβή < επίθ. μαύρος + ουσ. μανίκι

μαυρομύτα (η) - πέννα, μολύβι < μαύρο + μύτη

μαυρούκω (η) - χαρακτηρισμός ουσιαστικών με μαύρο χρώμα. Ο χαρακτηρισμός μπορεί ν' αναφέρεται σε κορίτσι ή γυναίκα όχι απαραίτητα μαύρη, αλλά και αρκετά μελαχρινή, αλλά και σε κάποιο ζώο κυρίως οικόσιτο, του οποίου πολλές φορές αποτελεί και το όνομά του < μαύρο + κατάληξη ούκο η οποία κυρίως δηλώνει συμπάθεια.

μαυρόψαρο - ψάρι που ανήκει στην κατηγορία ψαριών που περιλαμβάνει κυρίως τους ροφούς, τις στήρες, τις σφυρίδες κ.λ.π. < μαύρο + ψάρι

μαχμουρλής-ου-ούδικο ή - 1. αυτός που σηκώθηκε πρόωρα από τον ύπνο και είναι γι' αυτό βαρύθυμος 2. βαρύς, ανόρεχτος < τουρκ. mahmurlu μαχμουρλίκι, μαχμουρλίδικος-η-ο

μαχταρούνι (το) - το παπαδοπαίδι που βοηθάει τον ιερέα στη λειτουργία < πιθανολόγηση: μάκτρο = το κόκκινο μαντήλι που κρατάει ο παππάς κατά την μετάληψη ή πετσέτα γενικά ή βυζ. μάκτρα (σκάφη ζυμώματος). Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

μέγκλα - 1. πολύ ωραία, πολύ καλά 2. τσάκισμα, νάζι < ιταλ. meglio = καλύτερος

μεζάτι (το) - πλειστηριασμός, δημοπρασία < τουρκ. mezat

μεϊντάνι (το) - 1. πλατεία χωριού ή πόλης 2. ομαλό ανοιχτό μέρος, αλώνι < τουρκ. meydan

μειράκιον (το) - 1. νεαρούλης, παλικαράκι 2. μτφ. ο άπειρος νέος < αρχ. μειράκιον μειρακίζω = παριστάνω τον έφηβο

μελέ - ανακατωσούρα, σαματάς, φασαρία, μπέρδεμα < ;