Ο

όγοιος ως όχθος

όγοιος-α-ο - 1. α) όποιος β) τέτοιος που γ) τέτοιος όπως (με προηγ. την αντων. τέτοιος δ) καθένας που ε) όποιος, οποιοσδήποτε. Το ουδ. ως επίρρ. α) που β) όπως, σαν < αρχ. αντων. οίος

οκά (η) - μονάδα βάρους που αντιστοιχεί σε 1.280 γραμμάρια, η οποία αντικαταστάθηκε από το κιλό < τουρκ. okka

όκιο (το) - (ναυτ.) κυκλικό άνοιγμα στην κάθε πλευρά πλοίου στην πλώρη, από το οποίο περνά η αλυσίδα της άγκυρας < ιταλ. occhio = μάτι

ολόκουπα - κωπηλασία με γεμάτο κουπί, με το κουπί να μπαίνει πολύ στη θάλασσα < όλο + κουπί

ολοσούμπιτος-η-ο - 1. άμεσος, ακαριαίος, ξαφνικός 2. όλος, ολόκληρος, όλος μαζί < όλο + ιταλ. subito = αμέσως

ολοφούρετος-η-ο - όλο φούρια, φουριόζος < όλο + φούρια

όμπολο ή έμπολο (το) - (ναυτ.) καθένα από τα σκοινάκια, με τα οποία πλέκονται χοντρότερα σκοινιά, κάβοι κ.λ.π. (αυτό το σκοινί έχει έξι όμπολα) < πιθανολόγηση: αρχ. έμβολον (μία από τις έννοιες του είναι οτιδήποτε τόσο μυτερό ή αιχμηρό, ώστε να ωθείται, να μπήγεται εύκολα μέσα σε κάτι άλλο), όπως το κάθε όμπολο που μπαίνει ανάμεσα από τα άλλα ώστε να πλεχτεί το σκοινί ||«Τον χειμώνα, μόνιμο φουντάγιο, είχανε το «Κοντογόνι». Μόνο, τότε, η τριάδα ξέφτιζε όπως τα όμπολα του καζιλιού και ο καπετάν Βασίλης ραχάτευε στη Νεάπολη, ο καπετάν-Μιχάλης, πότε στη Νεάπολη, πότε στο Λαφονήσι και ο «ΒΥΡΩΝ» α­νακυλιότανε σιγουρεμένος στις διπλές τσαμαδούρες, ανάμεσα στο «Κοντογόνι» και στον «Καλόγερα» του Λαφονησιού, στο σίγουρο αυτό λιμάνι των καϊκιών της εποχής εκείνης.» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

οντάς (ο) - δωμάτιο <τουρκ. oda

όντες - όταν < αρχ.τύπος του όταν, όπως και το όντε κ.λ.π. Σπάνια σε χρήση λέξη, που στο τόπο μας ακούγονταν από πολλούς παλιούς ανθρώπους ||«Όντες έβρεχε δυνατή μπόρα, μετά από δυο-τρεις ημέρες είχε αναφουφουλιάσει η γης και είχε παπαρώσει...» '' (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

οργανέλο (το) - (ναυτ.) χειροκίνητο βαρούλκο, ανέμη, με το οποίο σηκώνουν τα δίχτυα από τη θάλασσα οι ψαράδες. Η ονομασία έχει μείνει και στα νέα υδραυλικά συστήματα των σύγχρονων ψαράδικων, καθώς και στις μικρές ανέμες-καρούλια που έχουν στην πλώρη οι σημερινές βάρκες για να κυλά πάνω τους το σκοινί της άγκυρας < πιθανολόγηση: υποκορ. όργανο με επηρεασμό από το ιταλ. < organetto = μικρό οργανάκι

οργιά (η) - μονάδα μέτρησης μήκους, που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους (Βαθυμετρία) και ισούται με 6 πόδια ή 2 υάρδες ή 1,8288 μέτρα. Στην πραγματικότητα η οργιά είναι «ανθρωπομετρική μονάδα μήκους» και ορίζεται ως το μήκος ανοίγματος των χεριών ενός ενήλικα, δηλαδή περίπου 1,8 έως 1,95 μέτρα. Οι περισσότεροι ψαράδες, ιδίως οι επαγγελματίες, ακόμα και σήμερα, ξέρουν τα βάθη και τους τόπους ψαρέματος σε οργιές και ψαρεύουν χρησιμοποιώντας την οργιά αντί του μέτρου < αρχ. ουσ. όργυια

όργος (ο) - ο όργος ήταν τμήμα του χωραφιού, μία λωρίδα στην ουσία, η οποία αρχικά σχηματιζόταν από το όργωμα του χωραφιού. Στη συνέχεια κατά τον θερισμό, την ίδια αυτή λωρίδα θέριζε κάποιος θεριστής, ο καθένας είχε τον όργο του δηλαδή σε όλο του το μήκος < πιθανολόγηση: < οργιά (αφού χοντρικά το πλάτος του όργου ήταν όσο μια οργιά) μπορεί και σε συνδυασμό με το όργωμα αφού ο χωρισμός γίνεται σε σχέση με αυτό || "Σε κάθε χωράφι σιταριού άφηναν αθέριστο έναν όργο (κομμάτι) για να τρώνε τα αγριοπούλια και να μην τους καταραστεί για τσιγκούνηδες και αχόρταγους ο Θεός..." (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ - ΕΙΡΗΝΗΣ Β. ΚΑΛΠΙΤΖΗ)

οργοκόφτης (ο) - εργάτης που κατά το θερισμό, αναλάμβανε τη χάραξη (κόψιμο) των όργων < όργος + κόψιμο. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά     || « Μετά από μια ώρα που αρχίζανε, κανονίζανε ποιος θα είναι ο δέτης, ποιος ο κουβαλητής, ποιος ο οργοκόφτης......» (Ασπασία Κατσούλη-Συμεώνογλου "ΒΑΤΙΚΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ")

ορθόπλωρος-η-ο -(ναυτ.) αυτός που έχει σηκωμένη τη πλώρη του, που πλέει με σηκωμένη την πλώρη, ορθοπλώρισμα -το χαρακτηριστικό κάποιου σκάφους να σηκώνει πλέοντας την πλώρη του λίγο πιο πάνω από το φυσιολογικό, αλλά και η πλεύση κόντρα στον καιρό, καθώς και η κατ' ευθείαν πλεύση ορθοπλωρίζω

ορμιά (η) - 1. κάθε νήμα κατάλληλο για την κατασκευή καθετής ή πεταχταριού 2. το ίδιο το αλιευτικό εργαλείο < αρχ. ορμιά < όρμος ορμίζω - (ναυτ.)αγκυροβολώ, προσορμίζομαι < αρχ. ορμίζω

ορνιός (ο) - το αγριόσυκο, ο καρπός της άγριας συκιάς < ομηρ. ερινεός = άγρια συκιά (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ)

όρντινο (το) - διαταγή, εντολή < μσν. όρδινος με αλλαγή γένους < ιταλ. ordine || «Έδινε όρντινο: Εσύ, Νικήτα, κακοχρονάχεις, να τραβήξεις, για τον Άγιο Σώστη. Εσύ Κολιόπουλε (επίθετο του Πλαπούτα), τράβα κατά το Ντερβενάκι και έχε το νού σου κακομοίρη μου το οθωμανικό στράτευμα....» (Τζώρτζης Ανωμήτρης «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΣΤΟΣ»)

όρντινος ή όρδινος (ο) - 1. α) σειρά, στοίχος, αράδα β) σειρά λέξεων, στίχος (γραπτού κειμένου 2. ακολουθία, ιεραρχία, τάξη, κανόνας έκφρ. με όρδινον = με τη σειρά 3. ετοιμασία, διευθέτηση, πρέπουσα τάξη φρ. βάνω (εις) όρδινον = (προκ. για στράτευμα) βάζω σε τάξη, παρατάσσω < λατ. ordo -inis ορδινιάζω ή ορντινιάζω, ορντινιασμένος-η-ο ή ορδινιασμένος-η-ο

όρπη (η) - μικρό δέντρο, λεπτό κλαρί, επίσης και το μυτερό ραβδί από μυτερό κλαδί νεαρού δένδρου με το οποίο κεντούσε ο ζευγολάτης τα ζεμένα στο αλέτρι ζώα < ομ. όρπηξ = νεαρό δένδρο, νεαρό βλαστάρι (Τζ.Ανωμήτρης δημ. εφημ.ΤΑ ΒΑΤΙΚΑ), αλλά και οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα (μαστίγιο, βουκέντρα, λόγχη κ.λ.π.). Σπάνια λέξη, την συναντάμε στη σελίδα: (https://greek_greek.enacademic.com) με τις εξηγήσεις: 1.μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση των δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2.(στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι συγκρατούσαν το ένδυμα στον δεξιό ή και στους δύο ώμους ή στο στήθος ή στον ζωστήρα, κόσμημα που εμφανίστηκε κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους με τη μορφή τής απλής παραμάνας και διαδόθηκε αργότερα, αποκτώντας πιο σύνθετη μορφή

ορτσάρω - (ναυτ.) στρέφω το σκάφος κόντρα στην κατεύθυνση του ανέμου ορτσάρισμα, ορτσαρισμένος-η-ο - όρτσα - παράγγελμα «όρτσα τα πανιά» αλλά και επίρρημα «πλέοντας όρτσα» < ιταλ. orzare

όσκε - όχι < από τη φράση: όχι, συ καλέ

όσο μόνε - τόσο όσο, όσο χρειάζεται < πιθανολόγηση: όσο + μόνε (με την έννοια το μόνο)

οστρακιά (η) - μολυσματική αρρώστια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κόκκινων εξανθημάτων στο δέρμα και στους βλεννογόνους < όστρακο

όστρια (η) - ο νότιος άνεμος οστριασορόκος (Ν-ΝΑ), οστριογάρμπης (Ν-ΝΔ) < ιταλ. ostro

ουλουστά (επιρ.) - παντού, ολούθε < όλος (ούλος) . Δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται πουθενά αλλού η λέξη, δεν υπάρχουν αναφορές της, ούτε αναγράφεται σε κάποιο από τα ερευνηθέντα λεξικά.

οφίκιο (το) - αξίωμα, τίτλος < μσν. οφφίκιον < λατ. οfficium

όχθος ή όχτος (ο) - 1. α) ύψωμα γης, μικρός λόφος β) τεχνητό ύψωμα γης που χρησιμοποιείται ως σύνορο, χώρισμα ανάμεσα σε χωράφια 2. ακροποταμιά, ακροθαλασσιά < αρχ. όχθος